Κυριευμένες από πίκρα και ντροπή εξιστορούν με δάκρυα στα μάτια στην κάμερα του CNN πώς εγκατέλειψαν την πατρίδα τους τη Βενεζουέλα για να μην πεθάνουν απ’ την πείνα κι αναγκάστηκαν να κάνουν το αδιανόητο: να πουλάνε τα κορμιά τους για να ζήσουν…
Όπως κι άλλοι πτυχιούχοι μετανάστες που πέρασαν τα σύνορα με την Κολομβία, η Μαρίζα που έχει σπουδάσει νοσοκόμα, ήλπιζε, όταν άφησε πίσω της πριν από δύο χρόνια τη μάνα της και τα τρία παιδιά της, να βρει μια δουλειά στον τομέα της. Οι πόρτες, όμως, ήταν κλειστές, κι ούτε θέση καθαρίστριας δεν μπόρεσε να βρει. Κι έτσι με τόσα στόματα πίσω στην πατρίδα να περιμένουν να στείλει χρηματική βοήθεια, οι επιλογές της, όπως λέει, ήταν εξαιρετικά περιορισμένες.
«Δεν είναι εύκολο να έχεις έναν άνδρα σήμερα κι άλλον αύριο. Είναι επικίνδυνο. Αλλά ως μητέρα δεν σκέφτεσαι. Κάνεις αυτό που πρέπει να κάνεις», λέει στην κάμερα.
Ένα κύμα απογοήτευσης την κατακλύζει καθώς μιλά για τα χρόνια που πέρασε στα θρανία και τώρα συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να εργαστεί ως νοσοκόμα. «Πέντε χρόνια της ζωής μου τα πέρασα σπουδάζοντας, προετοιμαζόμενη για το μέλλον και τώρα νιώθω ότι πάνε χαμένα γιατί δεν μπορώ να εργαστώ στον κλάδο μου».
Τα όνειρα που είχε στην πατρίδα της τσακίστηκαν όταν σάρωσε η κρίση τη Βενεζουέλα. Με δυο βδομάδες δουλειάς ως νοσοκόμα μόλις που έβγαζε αρκετά για να αγοράσει ένα σακί αλεύρι. Αλλά ακόμη και το να πάει στο παντοπωλείο ήταν μια περιπέτεια, αφού λόγω της τεράστιας ουράς δεν ήταν σίγουρο ότι θα βρει τα χρειαζούμενα, όπως πάνες για το μωρό της. Ο κόσμος, λέει, νυχτέρευε έξω απ’ τα καταστήματα για να πάρει αριθμό προτεραιότητας όταν θα ξημέρωνε. Κι όταν θα έμπαιναν μέσα δεν είχαν πολλές επιλογές: μόνον απ’ αυτά που είχαν απομείνει στα ράφια μπορούσαν να αγοράσουν.
«Αγώνας για την επιβίωση»
Venezuelan mothers are selling their bodies to survive https://t.co/ILAZkFruuV pic.twitter.com/bfN8yoUnYB
— CNN (@CNN) February 11, 2019
Σε ανάλογη απελπιστική κατάσταση βρέθηκε και η Μαλίσια, μια πρώην δικηγόρος που αναζήτησε και αυτή μαζί με άλλο ένα εκατομμύριο συμπατριώτες της μια καλύτερη τύχη στην Κολομβία. Μια βδομάδα έχει που πήγε εκεί, αφήνοντας πίσω της τα δύο παιδιά της στους γονείς της. «Μόνον πρωινό μπορούσα να τους εξασφαλίσω κι ίσως μερικές φορές ένα γεύμα. Πολλές φορές ξάπλωναν νηστικά. Σχολείο πάνε κι έτσι κάνε ακόμη και το αδιανόητο». Οι ελπίδες της να βρει δουλειά ως καθαρίστρια, μπέιμπι-σίτερ ή «ο,τιδήποτε» γρήγορα έγιναν συντρίμμια. Ακόμη κι όταν της έκλειναν τις πόρτες κατάμουτρα δεν φανταζόταν ότι θα έφθανε «σ’ αυτό το σημείο». «Πήγαινα να τρελαθώ όταν ήμουν στη Βενεζουέλα και το ίδιο παθαίνω και εδώ αφού κάνω πράγματα που δεν είναι καλά για να επιζήσω», λέει βουρκωμένη. «Γονατίζω και εκλιπαρώ τον Θεό να με συγχωρέσει γιατί σκέφτομαι τα προσωπάκια των παιδιών μου, των γονιών μου… Δεν είναι εύκολο, καθόλου εύκολο», λέει.
«Ανήλικη μητέρα»
Το σκληρό πρόσωπο της μοίρας γνώρισε και μια 17χρονη, που πουλάει το κορμί της για να μπορέσει να φροντίσει το μόλις επτά μηνών αγοράκι της. Μάταιοι οι κόποι της Έρικα να βρει δουλειά και μάλιστα σε μια τέτοια μικρή ηλικία σε μια παραμεθόρια περιοχή που μαστίζεται από την ανεργία. Αν δεν ήταν ο Μαδούρο και η κυβέρνησή του, λέει, θα σπούδαζε κτηνίατρος. Αλλά τα όνειρά της θρυμματίστηκαν…. Η Έρικα, όμως, δεν το βάζει κάτω. Έχει παιδί να μεγαλώσει και είναι αποφασισμένη να κάνει τα πάντα γι’ αυτό: «Δεν θα άφηνα το παιδί μου χωρίς γάλα και πάνες. Μάνα είμαι. Αλλά στην ουσία είμαι ένα παιδί που μεγαλώνει ένα παιδί…»
«Πάντα Τσάβεζ ψηφίζαμε»
Για χρόνια οι πολίτες της Βενεζουέλας υποστήριζαν τον Νικολάς Μαδούρο, που χρησιμοποιούσε, όπως κι ο Ούγκο Τσάβεζ, τον πετρελαϊκό πλούτο της χώρας για κοινωνικά προγράμματα. Αλλά όταν έπεσαν οι τιμές του μαύρου χρυσού κι η οικονομία άρχισε να καταρρέει πολλοί, όπως η Μαρίζα, άρχισαν να διαμαρτύρονται. «Πάντα Τσάβεζ ψηφίζαμε», λέει ρίχνοντας την ευθύνη για την κατάσταση της πατρίδας της στον πρώην και τον νυν πρόεδρο για την κακοδιαχείριση που οδήγησε εκεί τη Βενεζουέλα.
Στο παρελθόν, λέει, «δεν υπήρχε πείνα, ελλείψεις, ούτε διχασμός». Τότε έφευγες απ’ τη Βενεζουέλα «για διακοπές, δεν σε έδιωχνε η ανάγκη»…