Ο Ανδρέας Αρτέμης, εκ των κατηγορουμένων στην πρώτη ποινική υπόθεση της Τράπεζας Κύπρου με βασική κατηγορία τη χειραγώγηση της αγοράς δήλωσε σήμερα ότι η έκδοση ανακοίνωσης από την Τράπεζα Κύπρου για σημαντική αύξηση των κεφαλαιουχικών αναγκών της από τα €200 εκ. που είχαν ανακοινωθεί στις 10/5/2012 στα €400 εκ. περίπου, θα ήταν λανθασμένη, ελλιπής και παραπλανητική.
Διαβάζοντας τη γραπτή ένορκη μαρτυρία του ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας στο πλαίσιο της απολογίας του και της κύριας εξέτασης του, ο πρώην Μη-Εκτελεστικός Αντιπρόεδρος του ΔΣ της Τράπεζας Κύπρου κατά την επίδικη περίοδο ανέφερε ότι «εκείνο που μπορώ να πω με κάθε σοβαρότητα και υπευθυνότητα είναι ότι μετά την παρουσίαση του κ. Χατζημιτσή στις 14/6/2012 και στην απουσία οποιασδήποτε σχετικής εισήγησης από τους εντεταλμένους και εξειδικευμένους λειτουργούς της τράπεζας, δεν διανοήθηκα καν ότι η πληροφόρηση που μας είχε δοθεί θα μπορούσε με οποιοδήποτε τρόπο να θεωρηθεί ως συγκεκριμένη πληροφορία, η οποία να συνιστούσε γεγονός προς ανακοίνωση».
Τουναντίον, ανέφερε ο κ. Αρτέμης , «θεώρησα ότι η παρουσίαση ήταν μια ενημέρωση του ΔΣ ως προς το πού βρίσκονταν σε εκείνο το χρονικό σημείο οι διεργασίες του καθορισμού των κεφαλαιακών αναγκών της ΤΚ σαν αποτέλεσμα της άσκησης της ΕΑΤ και για το ποιες ήταν οι εκκρεμότητες που υπολείπονταν να ξεκαθαρίσουν πριν να είναι σε θέση η ΤΚ να ανακοινώσει το τυχόν κεφαλαιακό έλλειμμα της εντός της προθεσμίας που έληγε σε 16 μέρες, δηλαδή στις 30/6/2012».
Τέτοιες ενημερώσεις του ΔΣ, συνέχισε, «για υπό εξέλιξη θέματα γίνονταν σε πάρα πολλές περιπτώσεις χωρίς ποτέ να τίθεται θέμα ανακοίνωσης πριν την οριστικοποίηση ή την κατάληξη τους».
«Ακόμη και σήμερα», είπε ο κ. Αρτέμης, «πιστεύω ότι μια ανακοίνωση όπως αυτή που περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο, δηλαδή ότι ‘οι κεφαλαιακές ανάγκες της ΤΚ είχαν αυξηθεί σημαντικά σε περίπου €400 εκ. σε σχέση με το ποσό των €200 εκ. που είχαν ανακοινωθεί στις 10/5/2012’ θα ήταν λανθασμένη, ελλιπής και παραπλανητική».
Και αυτό, όπως είπε, «διότι από τη μια τα ποσά σε εκείνο το στάδιο ήταν αβέβαια και ασαφή και αποτελούσαν απλά εκτιμήσεις, οι οποίες εξαρτιόνταν από αποφάσεις που θα λαμβάνονταν αργότερα, είτε εντός της Τράπεζας είτε από τρίτους εκτός Τράπεζας όπως οι εξωτερικοί ελεγκτές και η ESMA, και από την άλλη, μια θετική έκβαση μιας ή περισσότερων θετικών εκκρεμοτήτων θα ανέτρεπε άρδην μια βεβιασμένη ανακοίνωση για αύξηση του ελλείμματος στα €400 εκ., η οποία ενδεχόμενα να παραπλανούσε το κοινό και να το οδηγούσε σε λανθασμένες αποφάσεις».
Διερωτώμαι, συνέχισε, «ποια θα ήταν η θέση μας έναντι των επενδυτών, αν ανακοινώναμε στις 15/6/2012 ότι το έλλειμμα ήταν €400 εκ. και λίγες μόνο μέρες μετά να καταλήγαμε π.χ. σε συμφωνία πώλησης των ασφαλιστικών εταιρειών εξαλείφοντας ή μειώνοντας στο ελάχιστο το έλλειμμα ή, όπως και έγινε στο τέλος, το έλλειμμα να αυξανόταν ακόμη περισσότερο, που επίσης ήταν ένα ενδεχόμενο που είχαμε μπροστά μας στις 14/6/2012. Σε τέτοια περίπτωση, σίγουρα θα βρισκόμασταν υπό κατηγορία για παραπλανητική πληροφόρηση και χειραγώγηση της αγοράς».
«Ούτε και η ενημέρωση που έλαβε το ΔΣ κατά τη συνεδρία του στις 18/6/2012, δηλαδή ότι παρατάθηκε η προθεσμία υποβολής των προσφορών για τις ασφαλιστικές εταιρείες και ότι ζητήθηκε από την Deutsche Bank η εξεύρεση και άλλων ενδιαφερομένων πέραν του υφιστάμενου ασφαλιστικού οίκου που είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον, συγκεκριμενοποίησε με οποιοδήποτε τρόπο την πληροφόρηση που είχα ενώπιον μου από τις 14/6/2012. Για τα υπόλοιπα θέματα που παρουσιάζονταν στον πίνακα Χατζημιτσή της 14/6/2012 με ερωτηματικά δεν έγινε οποιαδήποτε ενημέρωση», συμπλήρωσε.
Ως υπεύθυνο Μη-Εκτελεστικό μέλος του ΔΣ, ανέφερε, «λειτουργούσα πάντοτε σύννομα και ουδέποτε θα διανοούμουν να παραβώ οποιοδήποτε κανονισμό ή νόμο. Εάν οι αρμόδιοι εξειδικευμένοι λειτουργοί της ΤΚ που είχαν την ευθύνη της έκδοσης ανακοινώσεων πίστευαν ότι θα έπρεπε να εκδοθεί ανακοίνωση και έθεταν πρόταση για ανακοίνωση ενώπιον του ΔΣ, πρώτος εγώ, αλλά πιστεύω και όλα τα άλλα μέλη, θα την υιοθετούσαν χωρίς δεύτερη σκέψη», είπε.
Σε σχέση με την παρούσα υπόθεση, είπε ο κ. Αρτέμης, «και ειδικά σε σχέση με το κατά πόσο η ΤΚ θα έπρεπε να προβεί σε δημόσια ανακοίνωση μετά την πληροφόρηση που δόθηκε στο ΔΣ στις 14/6/12 (κάτι που και σήμερα απερίφραστα πιστεύω δεν ίσχυε), εκείνο που έχω να πω είναι πως δεν μπορεί να καταλογίζεται ευθύνη, και δη ποινική ευθύνη, στους ΔΣ γιατί δεν εκδόθηκε τέτοια ανακοίνωση από την Τράπεζα Κύπρου».
«Η τελευταία διέθετε ειδική Υπηρεσία Σχέσεων Επενδυτών, Υπηρεσία Κανονιστικής Συμμόρφωσης, Εσωτερική Νομική Υπηρεσία και άλλες αρμόδιες υπηρεσίες, οι οποίες γνώριζαν με κάθε λεπτομέρεια τις σχετικές νομοθεσίες και κανονισμούς και οι οποίες είχαν υποχρέωση να υποδείξουν στο ΔΣ αν θα έπρεπε να εκδοθεί δημόσια ανακοίνωση. Δεν μπορεί να αναμένεται από ένα ΔΣ και δη Μη-Εκτελεστικό που παρευρίσκεται σε μια συνεδρία του ΔΣ, όσο επιτυχημένος και αν είναι στον τομέα του, να κατέχει πλήρως όλα τα θέματα τα οποία αναφύονται χωρίς να τίθενται ενώπιον του οι απόψεις και εισηγήσεις των αρμόδιων εξειδικευμένων στελεχών τις οποίες να αξιολογήσει ώστε να καταλήξει στις κατάλληλες αποφάσεις».
Ταυτόχρονα, συνέχισε, «και ακόμη πιο σημαντικά, δεν μπορεί να αναμένεται π.χ. από ένα Μη-Εκτελεστικό ΔΣ που δεν έχει οποιαδήποτε κατάρτιση λογιστή να αμφισβητεί τη γνώμη των εξωτερικών ελεγκτών ως προς το κατά πόσο τα ποσά ή οι αξίες που περιλαμβάνονται στις οικονομικές καταστάσεις έχουν υπολογισθεί σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα από τη στιγμή που οι ίδιοι οι ελεγκτές βεβαιώνουν ότι οι οικονομικές καταστάσεις έχουν όντως καταρτισθεί σύμφωνα με αυτά τα πρότυπα και ότι παρουσιάζουν αληθινή και δίκαιη εικόνα της οικονομικής θέσης της τράπεζας».
«Δεν είχα κανένα λόγο να μη προβεί η τράπεζα σε ανακοίνωση και βρίσκω άδικο το γεγονός ότι βρίσκομαι ενώπιον σας εδώ και σχεδόν 2 χρόνια για να υπερασπισθώ τον εαυτό μου σε ποινικές κατηγορίες δήθεν συνωμοσίας για καταδολίευση του κοινού και χειραγώγησης της αγοράς. Δηλώνω κατηγορηματικά ότι σε κανένα στάδιο από 14/6/2012 έως 26/6/2012 δεν συζητήθηκε στην παρουσία μου, είτε εντός είτε εκτός ΔΣ, θέμα παράλειψης έκδοσης ανακοίνωσης. Κατ’ ακρίβεια δεν συζητήθηκε καν θέμα ανακοίνωσης πριν τη συνεδρία της 26/6/2012 καθότι κανείς από εμάς δεν είχε διανοηθεί ότι η πληροφόρηση που είχαμε 28 αποτελούσε πληροφορία προς ανακοίνωση. Εν πάση περιπτώσει, για ποιο λόγο να θέλω να μη προβεί η τράπεζα σε ανακοίνωση;».
Ο κ. Αρτέμης συνέχισε λέγοντας ότι «η οικογένεια μου, κυρίως μέσω οικογενειακών εταιρειών των οποίων εγώ προΐσταμαι, αλλά και προσωπικά, ήμασταν για δεκαετίες μεταξύ των σημαντικότερων Κυπρίων μετόχων της ΤΚ και ουδέποτε εμπορευθήκαμε μετοχές. Δεν κάναμε σχεδόν ποτέ πράξεις στο χρηματιστήριο. Επενδύαμε νέα λεφτά σε κάθε νέα έκδοση μετοχών μέχρι και την τελευταία του Μαρτίου 2012 και επανεπενδύαμε τα μερίσματα που μας καταβάλλονταν σε νέες μετοχές. Το να καθυστερούσα επί σκοπώ την έκδοση της ανακοίνωσης για μερικές μέρες τι όφελος θα απέφερε είτε σε μένα, είτε στην οικογένεια μου είτε ακόμα και στην ίδια την τράπεζα; Κανένα. Απολύτως κανένα».
«Το μόνο κίνητρο που θα μπορούσε κάποιος ΔΣ κακόβουλα να είχε, θα ήταν να ήθελε να καθυστερήσει η έκδοση της ανακοίνωσης ώστε στο μεσοδιάστημα να «ξεφορτώσει» τις μετοχές του και να προλάβει τυχόν πτώση της τιμής της μετοχής. Αυτό θα ήταν χειραγώγηση και κατάχρηση της αγοράς. Εκτός από το ότι ποτέ οι εταιρείες μας και εγώ δεν διαπραγματευτήκαμε μετοχές με στόχο την κερδοσκοπία, η συγκεκριμένη περίοδος ήταν κλειστή περίοδος για χρηματιστηριακές πράξεις για τους ΔΣ άρα κάτι τέτοιο θα ήταν παράνομο για οποιοδήποτε ΔΣ», πρόσθεσε.
Επειδή, συνέχισε, «έχει καταβληθεί προσπάθεια να παρουσιασθεί ότι το ΔΣ σκόπιμα δεν προχώρησε σε ανακοίνωση στις 15/6/2012 ώστε να μη δημιουργηθεί αναστάτωση 29 μεταξύ των μετόχων στη Γενική Συνέλευση που θα λάμβανε χώρα στις 19/6/2012, δηλαδή 4 μέρες αργότερα, ή ώστε να εξασφαλισθεί δήθεν η επανεκλογή των εξερχομένων ΔΣ, θέλω να δηλώσω ότι αυτά είναι εντελώς ανυπόστατα καθότι στη συγκεκριμένη συνεδρία του ΔΣ της 14/6/2012, λήφθηκε μια άλλη σημαντικότατη απόφαση για την ακύρωση ή αναβολή καταβολής τόκων επί τριών κατηγοριών αξιογράφων, σύμφωνα με τους όρους έκδοσης τους, κάτι το οποίο καθηκόντως ανακοινώθηκε δημόσια την επομένη, 15/6/2012, με τρεις επίσημες ανακοινώσεις».
«Αυτό από μόνο του επηρέαζε άμεσα και σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών πολύ περισσότερο από το αν το κεφαλαιακό κενό της τράπεζας ήταν €200 εκ. ή €400 εκ., (από ένα σύνολο απαιτούμενων κεφαλαίων €2,5 δις.) ποσό που εν πάση περιπτώσει θα καλυπτόταν, εάν τελικά προέκυπτε, από έκδοση ομολόγου προς το κράτος», είπε.
Καταλήγοντας είπε ότι αισθάνεται «μεγάλη πικρία γιατί στο όνομα της απόδοσης δικαιοσύνης για όσους ευθύνονται για την κατάρρευση της οικονομίας οδηγήθηκα στο Κακουργιοδικείο για μια υπόθεση που αφορά κατά το μέγιστο μια καλή τη πίστει διοικητική απόφαση κρίσεως (judgement) για την οποία το σεβαστό σας Δικαστήριο θα αποφασίσει».
Μετά το τέλος της απολογίας του κ. Αρτέμη, οι συνήγοροι υπεράσπισης των άλλων συγκατηγορούμενων του στην υπόθεση δεν εξέφρασαν ενδιαφέρον να αντεξετάσουν τον κ. Αρτέμη, ενώ από την πλευρά της η Εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής Πωλίνα Ευθυβούλου ζήτησε όπως της δοθεί χρόνος μιας περίπου εβδομάδας για προετοιμασία προτού προχωρήσει στην αντεξέταση του κατηγορούμενου.
Το Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα της χαρακτηρίζοντας το ως δικαιολογημένο, ενώ η πλευρά της υπεράσπισης δεν έφερε οποιαδήποτε ένσταση.
Ως εκ τούτου το δικαστήριο όρισε νέες δικάσιμους για συνέχιση της διαδικασίας στις 2, 5, 12, 13 και 16 Δεκεμβρίου στις 10.30 το πρωί.
Νωρίτερα σήμερα το πρωί, το Κακουργιοδικείο αποφάσισε επίσης όπως επαναορίσει για τις 6 Δεκεμβρίου στις 9 το πρωί για ακρόαση τη δεύτερη ποινική υπόθεση εναντίον της Τράπεζας Κύπρου και πρώην ανώτατων στελεχών της που αφορά στην εξαγορά των ελληνικών ομολόγων και την παράλειψη της Τράπεζας να ενημερώσει τους μετόχους για τους κινδύνους,