Απερρίφθη αγωγή από καταθέτες της Τράπεζας Κύπρου κατά της Δημοκρατίας για το κούρεμα
Επιβεβαιώνεται η αναγκαιότητα λήψης μέτρων εξυγίανσης και δη των συγκεκριμένων που λήφθηκαν δυνάμει του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013, αναφέρει, μεταξύ άλλων, απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ημερομηνίας 3 Ιουνίου 2022, με την οποία απορρίπτεται αγωγή καταθετών της Τράπεζας Κύπρου για την απομείωση των καταθέσεων τους το 2013 και τη μετατροπή τους σε μετοχές.
Οι καταθέτες είχαν στραφεί εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου και της Τράπεζας Κύπρου διεκδικώντας αποζημιώσεις ισχυριζόμενοι απώλεια χρημάτων συνεπεία των μέτρων εξυγίανσης που λήφθηκαν το 2013, ενώ απαίτηση είχαν και για το ότι η μεταφορά των υποχρεώσεων της Λαϊκής Τράπεζας στην Τράπεζα Κύπρου επιβάρυνε κατά πολύ τα οικονομικά της Τράπεζας Κύπρου και μεγιστοποίησε το ποσοστό απομείωσης καταθέσεων.
Στην πολυσέλιδη απόφαση του το Δικαστήριο, αφού ανέλυσε τους ισχυρισμούς των εναγόντων, τους απέρριψε στο σύνολο τους, κρίνοντας τους ως αυθαίρετους και ατεκμηρίωτους, επισημαίνοντας πως, ουδέν επιστημονικά τεκμηριωμένο στοιχείο τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου που να στηρίζει τους ισχυρισμούς αυτούς. Αντίθετα, το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία των εναγομένων ότι, τα περιουσιακά στοιχεία της Λαϊκής Τράπεζας που μεταφέρθηκαν στην Τράπεζα Κύπρου ήταν μεγαλύτερα των μεταφερθεισών υποχρεώσεων της Λαϊκής, με αποτέλεσμα να μην τίθεται θέμα περαιτέρω επιβάρυνσης των καταθετών.
Το Δικαστήριο δέχθηκε επίσης τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ως προς το ότι κακώς και/ή λανθασμένα η Κυπριακή Δημοκρατία ενάγεται για ελλιπή και/ή μη επαρκή εποπτικό έλεγχο στις τράπεζες, αφού δεν είναι δια νόμου επιφορτισμένη ή/και αρμόδια για κάτι τέτοιο. Στο ίδιο πλαίσιο, οι ισχυρισμοί των εναγόντων για τυχόν λάθη της Κυπριακής Δημοκρατίας σε σχέση με τη διαχείριση των οικονομικών της, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα την αποδοχή των όρων του Μνημονίου, παρέμειναν ατεκμηρίωτοι, με το Δικαστήριο να δέχεται τη θέση της Δημοκρατίας ότι τα προβλήματα της κυπριακής οικονομίας υπήρχαν, πλην όμως ήταν διαχειρίσιμα από μόνα τους και δεν ήταν τέτοιας φύσεως που να επέβαλαν τη λήψη των συγκεκριμένων μέτρων.
Χαρακτηριστικά, το Δικαστήριο αναφέρει στην απόφασή του:
«Με την ανωτέρω συμφωνία [σ.σ.Μνημόνιο], η Κεντρική Τράπεζα ασκώντας τις εξουσίες τις ως Αρχή Εξυγίανσης και, αφού έλαβε υπόψη τη γνώμη του Υπουργείου Οικονομικών, εξέδωσε σειρά διαταγμάτων για την υιοθέτηση και εφαρμογή του συμφωνηθέντος προγράμματος. Με τη λήψη των μέτρων εξυγίανσης επιτεύχθηκε η διατήρηση και συνέχιση προσφοράς των βασικών και κρίσιμων τραπεζικών εργασιών με αποτέλεσμα να διασφαλίζεται η χρηματοοικονομική σταθερότητα του κυπριακού τραπεζικού συστήματος στην ολότητά του. Επιπλέον, προστατεύτηκαν πλήρως οι καταθέτες, διασφαλίζοντας την άμεση πρόσβασή τους στις ασφαλισμένες καταθέσεις, χωρίς να μετακυλιστεί το κόστος εξυγίανσης των τραπεζών στους φορολογούμενους. Επίσης, αποφεύχθηκε το ενδεχόμενο χιλιάδες εργαζόμενοι της Τράπεζας Κύπρου και της Λαϊκής Τράπεζας να βρεθούν στην ανεργία. Τα ανωτέρω ληφθέντα μέτρα ήταν απολύτως απαραίτητα αλλά και αναπόφευκτα, πριν τη λήψη τους εξετάστηκαν εξαντλητικά όλες οι δυνατές επιλογές, οι δε καταθέτες των δύο επηρεαζομένων τραπεζών δεν βρίσκονται εν τέλει σε δυσμενέστερη θέση από αυτή στην οποία θα βρίσκονταν αν δεν λαμβάνονταν τα πιο πάνω μέτρα.»
Ως προς τους ισχυρισμούς των εναγόντων περί παραβίασης του Συνταγματικού δικαιώματος στην περιουσία, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού έκρινε ότι αυτοί δεν ευσταθούν αφού, σύμφωνα με προηγούμενη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Μυρτώ Χριστοδούλου κ.α. –ν- Δημοκρατίας, 553/13 κ.α.), από τη στιγμή που χρήματα κατατίθενται στην τράπεζα, παύουν να αποτελούν περιουσιακό στοιχείο του καταθέτη αλλά της τράπεζας. «[…] προκύπτει, με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο, ότι από τη στιγμή που τα χρήματα παραδίδονται από τον καταθέτη στην Τράπεζα, παύουν να αποτελούν περιουσιακό στοιχείο του καταθέτη, αντίθετα αποτελούν πλέον περιουσιακό στοιχείο της Τράπεζας. Τα όσα αναφέρονται αμέσως πιο πάνω καθιστούν σαφές ότι οι καταθέσεις της Ενάγουσας δεν αποτελούν δικό της περιουσιακό στοιχείο, αλλά περιουσιακό στοιχείο της Εναγόμενης 3 [σ.σ. Τράπεζα Κύπρου]. Κατ’ επέκταση, δεν μπορεί να τύχει της προστασίας του άρθρου 23 του Συντάγματος.»
Ως προς τους ισχυρισμούς των εναγόντων για διάκριση εναντίον τους λόγω του ότι τα μέτρα εξυγίανσης δεν εφαρμόστηκαν σε συγκεκριμένες κατηγορίες καταθετών, όπως τα φιλανθρωπικά ιδρύματα και τη γενικότερη κυβέρνηση, τούτοι παρέμειναν ατεκμηρίωτοι, με το Δικαστήριο να αποδέχεται -όπως σημειώνει- ανεπιφύλακτα τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα ότι « […] το αποτέλεσμα που θα είχε η τυχόν εφαρμογή των μέτρων και στις συγκεκριμένες κατηγορίες καταθετών, που θα ήταν η απομείωση των καταθέσεων της Τράπεζας Κύπρου και κατ’ επέκταση της Ενάγουσας σε μεγαλύτερο ποσοστό […].»
Καταληκτικά, το Δικαστήριο πείστηκε ότι πριν από την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης στις Τράπεζες εξετάστηκε και λήφθηκε υπόψη από τις αρμόδιες αρχές όλο το φάσμα γεγονότων και δεδομένων που υπήρχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο και στη βάση αυτών κρίθηκε ότι η εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα ήταν το πλέον κατάλληλο υπό τις περιστάσεις μέτρο.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν απεδείχθη οποιαδήποτε επιλήψιμη πράξη ή παράλειψη εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας, αποδέχθηκε τη θέση ότι τα επίδικα μέτρα εξυγίανσης ήταν απολύτως απαραίτητα και αναπόφευκτα και κατέληξε σε εύρημα ότι οι καταθέτες των δύο επηρεαζόμενων τραπεζών δεν βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν αν δεν λαμβάνονταν τα συγκεκριμένα μέτρα κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Το Δικαστήριο απέρριψε όλες τις αξιώσεις των εναγόντων, απέρριψε την αγωγή και επιδίκασε έξοδα προς όφελος των εναγομένων.
Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας την υπόθεση χειρίστηκε η κα Θεανώ Μαυρομουστάκη, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας.