Αντισυνταγματική η ψήφιση σε Νόμο της πρότασης νόμου βουλευτή σε σχέση με τον διορισμό διασωστών και χειριστών βαρούλκου ως εξειδικευμένων μελών της Αστυνομίας
Αντίκειται στην Αρχή της Ισότητας, λέει το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, συμφωνώντας με τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
Την Αρχή της Ισότητας έκρινε ομόφωνα η Ολομέλεια του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ότι παραβιάζει ο «περί Αστυνομίας (Τροποποιητικός) Νόμος του 2024», ως αυτός ψηφίστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων τον Απρίλιο 2024, μετά από σχετική πρόταση νόμου που είχε κατατεθεί από βουλευτή. Συγκεκριμένα, το επίμαχο Άρθρο του Νόμου προνοούσε ότι μπορεί να διοριστεί ως εξειδικευμένο μέλος της Αστυνομίας, οποιοδήποτε μέλος του Σώματος διορίζεται στη θέση διασώστη ή χειριστή βαρούλκου, νοουμένου ότι το μέλος αυτό έχει συμπληρώσει συγκεκριμένα έτη υπηρεσίας και συγκεκριμένες πτητικές ώρες σε ιπτάμενα μέσα της Αστυνομίας. Πριν από την τροποποίηση, ο Νόμος προνοούσε ότι στις θέσεις αυτές, ως εξειδικευμένα μέλη της Αστυνομίας, διορίζονταν πρόσωπα τα οποία κατείχαν αναγνωρισμένο πανεπιστημιακό δίπλωμα, ή τίτλο, ή άλλο ισοδύναμο προσόν συναφές προς τα καθήκοντα της θέσης.
Η απόφαση του Δικαστηρίου, που εκδόθηκε την Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2024, αποτελεί απότοκο Αναφοράς του Προέδρου της Δημοκρατίας, κατόπιν συμβουλής του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, αφού κρίθηκε ότι το κείμενο του νόμου, ως αυτό και ψηφίστηκε από τη Βουλή, βρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνο προς τις διατάξεις Άρθρων του Συντάγματος.
Στη γνωμοδότηση της η Ολομέλεια του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, συμφώνησε με τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ότι ο υπό Αναφορά Νόμος παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης, εφόσον οδηγεί σε άνιση μεταχείριση μεταξύ των υφιστάμενων μελών της Αστυνομίας και των μελών της συγκεκριμένης ειδικότητας, ή μεταξύ προσώπων που δεν είναι μέλη της Αστυνομίας, κατέχουν τα προσόντα για διορισμό ως εξειδικευμένο μέλος και ενδιαφέρονται να διοριστούν στις θέσεις αυτές. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, ο διαχωρισμός ο οποίος γίνεται με τον νέο Νόμο, «οδηγεί σε άνιση μεταχείριση από τον νομοθέτη, αφού προκαλείται, ως αποτέλεσμα προνοιών του υπό Αναφορά Νόμου, μια παράλληλη διαδικασία διορισμού μελών της Αστυνομίας σε θέση εξειδικευμένων μελών της Αστυνομίας, η οποία στοχεύει αποκλειστικά και μόνο στην ευνοϊκή μεταχείριση υφιστάμενων μελών» της συγκεκριμένης ειδικότητας αντί των άλλων μελών της Αστυνομίας, αλλά και γενικά αντί άλλων προσώπων.
Σημειώνεται ότι η Βουλή είχε προχωρήσει στη θέσπιση του υπό Αναφορά νόμου, παρά το ότι προηγήθηκε αναπομπή του Νόμου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας την υπόθεση χειρίστηκαν η κα Ειρήνη Νεοφύτου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας και η κα Ζωή Κυριακίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’.00