Αντισυνταγματικά τα 4 νομοθετήματα

Αντισυνταγματικά κρίθηκαν τα 4 νομοθετήματα για τα οποία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε προχωρήσει σε αναφορές.

Η πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου εντόπισε ομόφωνα παραβίαση της αρχής διάκρισης των εξουσιών, καθώς και των άρθρων του Συντάγματος που αφορούν την ελευθερία του συμβάλλεσθαι και το δικαίωμα πρόσβασης στα δικαστήρια  σε κάποια από τα άρθρα των 4 νομοθετημάτων.

Ο Πρόεδρός του Μύρωνας Νικολάτος,  ανακοινώνοντας τις γνωματεύσεις του Ανωτάτου για κάθε αναφορά ξεχωριστά, ανέφερε ότι από τη στιγμή που εντοπίστηκαν παραβιάσεις σε άρθρα που αποτελούν τον πυρήνα του κάθε νομοθετήματος δεν εξετάστηκε η αντισυνταγματικότητα άλλων άρθρων.

Παραβίαση άρθρου 26 του Συντάγματος – Το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου γνωματεύει ότι παραβιάζεται του δικαιώματος του συμβάλλεσθαι ελευθέρως από τους ψηφισθέντες νόμους περί Απαλλαγής Εγγυητών από την Εγγύηση Εκπλήρωσης της Υπόσχεσης ή της Υποχρέωσης Χρέους μετά την Πώληση Ενυπόθηκου Ακινήτου και περί Απαλλαγής Ενυπόθηκου Οφειλέτη από την Καταβολή μη Εξοφληθέντος Ποσού μετά την Πώληση Ενυπόθηκου Ακινήτου.

«Στην προκειμένη περίπτωση θεωρούμε ότι, γενικά, το δικαίωμα του «συμβάλεσθαι ελευθέρως» περικλείει και το δικαίωμα διαμόρφωσης του περιεχομένου της σύμβασης, κατά την ελεύθερη βούληση των συμβαλλομένων», αναφέρουν στη γνωμάτευσή τους για τον νόμο που προνοεί την απαλλαγή ενυπόθηκων οφειλετών.

Η μεταγενέστερη επέμβαση, σύμφωνα με τους δικαστές του Ανωτάτου, «του νομοθέτη, δεν συμβιβάζεται καταρχήν με την ελευθερία των συμβάσεων».

Και στις δύο γνωματεύσεις αναφέρουν ότι «ο ισχυρισμός της Βουλής των Αντιπροσώπων ότι η επέμβαση της Βουλής στο δικαίωμα της ελευθερίας του συμβάλλεσθαι επιτρέπεται, ένεκα της εκμετάλλευσης της ιδιάζουσας οικονομικής ισχύος των τραπεζών, δεν μπορεί να επιτύχει καθότι κάτι τέτοιο δεν αιτιολογείται από την αιτιολογική έκθεση ή τον υπό αναφορά νόμο, αλλά ούτε και αποτελεί το αντικείμενο του υπό αναφορά νόμου».

Παραβίαση άρθρου 30 του Συντάγματος – Το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο

Σύμφωνα με το Ανώτατο, ο περί Αναστολής Είσπραξης Οφειλών, Προστασίας της Κύριας Κατοικίας και της Επαγγελματικής Στέγης και Ρύθμισης Άλλων Συναφών Θεμάτων παραβιάζει το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο.

Συγκεκριμένα, οι δικαστές αναφέρονται σε αβεβαιότητα σε πρόνοιες του νόμου αναφορικά με το δικαίωμα πρόσβασης του αιτητή, η οποία επιτείνεται «σε ανεπίτρεπτο βαθμό, από την επιφύλαξη του άρθρου 6 στην οποία προνοείται ότι διαδικασία εξωδικαστικής διευθέτησης περιλαμβάνει διαδικασία η οποία έχει θεσμοθετηθεί βάσει οικείου νόμου `ή διοικητικής απόφασης`».

«Χωρίς να αμφισβητείται καθ` οιονδήποτε τρόπο η άσκηση της νομοθετικής αρμοδιότητας της Βουλής «εν παντί θέματι» και χωρίς να υπεισερχόμεθα στη «σοφία» των υπό αναφορά προνοιών, λαμβάνοντας υπόψιν όλες τις πρόνοιες του άρθρου 6 του υπό αναφορά νόμου, «στο σύνολό τους», θεωρούμε ότι αυτές θέτουν αυθαίρετες και ως εκ τούτου μη εύλογες προϋποθέσεις στην πρόσβαση ενός αιτητή στο δικαστήριο και, επομένως, ότι καταστρατηγούν τις πρόνοιες του Άρθρου 30 του Συντάγματος», σημειώνουν.

Παραβίαση διάκρισης εξουσιών μεταξύ νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας

Στην παραβίαση της διάκρισης των εξουσιών και συγκεκριμένα αυτής μεταξύ νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας στάθηκε η Ολομέλεια του Ανωτάτου όσον αφορά τον περί Αναστολής Είσπραξης Οφειλών, Προστασίας της Κύριας Κατοικίας και της Επαγγελματικής Στέγης και της Ρύθμισης Άλλων Συναφών Θεμάτων, που προνοεί μεταξύ άλλων αναστολή είσπραξης οφειλών και δικαίωμα καταχώρησης αίτησης στο δικαστήριο σε περίπτωση εκποίησης της κύριας κατοικίας ή της επαγγελματικής του στέγης για συμβατικές υποχρεώσεις ύψους ως €350.000.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου κρίνει ότι «όπως είναι διατυπωμένη αυτή η νομοθετική επιβολή προτεραιότητας εκδίκασης των εν λόγων υποθέσεων, θεωρούμε ότι καταστρατηγεί την αποκλειστική αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου να ασκεί τη δικαστική εξουσία και να εκδίδει διαδικαστικούς κανονισμούς σύμφωνα με τα Άρθρα 152,1 και 163 του Συντάγματος αντίστοιχα».

Για το άρθρο 22 του νόμου, δε, το οποίο προβλέπει την αναστολή της διαδικασίας εκποίησης και της είσπραξης της οφειλής οι δικαστές του Ανωτάτου αναφέρουν ότι «θεωρούμε ότι πράγματι συνιστά καταφανή περίπτωση παραβίασης της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και συγκεκριμένα παραβίαση της αποκλειστικής αρμοδιότητας της δικαστικής εξουσίας, από τη νομοθετική εξουσία».

Παραβίαση διάκρισης εξουσιών μεταξύ νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας

Όσον αφορά στο νομοθέτημα για αναστολή εφαρμογής του βασικού νόμου για τις εκποιήσεις ωσότου ψηφισθούν τα νομοσχέδια του πλαισίου αφερεγγυότητας οι δικαστές του Ανωτάτου έκριναν, μεταξύ άλλων, ότι με το άρθρο 2 του νόμου,, η έναρξη της ισχύος του νόμου για τις εκποιήσεις «καθίσταται αβέβαιη, εφόσον ούτε με τη δημοσίευση του στην Επίσημη Εφημερίδα αρχίζει η ισχύς του, αλλά ούτε και άλλη συγκεκριμένη ημερομηνία ορίζεται για την έναρξη ισχύος του».

Αντίθετα, προσθέτουν στη γνωμάτευσή τους οι δικαστές του Ανωτάτου «η έναρξη της ισχύος του νόμου εκείνου εξαρτάται από αβέβαιους και αστάθμητους παράγοντες, κατά παράβαση του Άρθρου 82 του Συντάγματος».