Αγαπητέ μου άγνωστε Νεαρέ από τη Λύση.
Δεν σε γνωρίζω καθόλου και ίσως να μην σε γνωρίσω ποτέ στη ζωή μου.
Απευθύνομαι δημόσια σε σένα και στους γονείς σου γιατί θα μπορούσα κάλλιστα να ήμουν εγώ ο παππούς σου και εσύ ο εγγονός μου.
Θέλω προσωπικά, και ίσως εκφράζοντας και άλλους συμπατριώτες μας, να σου εκφράσω ένα μεγάλο συγγνώμη για την ψυχολογική δοκιμασία που υπέστης ως αποτέλεσμα της τολμηρής και αιτιολογημένης αντίδρασης σου να κατεβάσεις από τον ιστό της σημαίας τα σύμβολα του κατοχικού στρατού που εισέβαλε, λεηλάτησε, κατασπάραξε και διεκδίκησε τη μισή σου πατρίδα.
Δεν τολμώ να χαρακτηρίσω την πράξη και την αντίδραση σου «ηρωϊκή » για να μην κινδυνεύσω να χαρακτηριστώ ότι «υποθάλπω βίαιες και επικίνδυνες πράξεις που κινδυνεύουν να τινάξουν στον αέρα . . . το καλό κλίμα των συνομιλιών και να θέσουν σε δοκιμασία τις προοπτικές ειρηνικής επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος» ούτε και να παραινέσω άλλους εφήβους ή μεγαλύτερούς σου να πράξουν το ίδιο για να μην τους αποστερηθεί το «δικαίωμα» να επισκέπτονται τα χωριά και τις πόλεις τους και να εκκλησιάζονται στις λεηλατημένες εκκλησίες μας.
Απλά να μοιραστώ μαζί σου και με τους συγγενείς, φίλους, γνωστούς και συμπατριώτες σου την ψυχική οδύνη, την συνεπαγόμενη απογοήτευση και δοκιμασία που βίωσες επειδή απλά, μέσα στον αυθορμητισμό της αγνής εφηβικής σου ηλικίας, θέλησες – με τον τρόπο που έκρινες- να εκφράσεις και να διαδηλώσεις στιγμιαία ότι επιθυμεί και νοιώθει κάθε Κύπριος συμπολίτης σου: τον τερματισμό της κατάφωρης αδικίας, της ανασφάλειας, της απειλής και (γιατί όχι) και του εξευτελισμού που υφιστάμεθα από την παράνομη κατοχή της μισής πατρίδας μας και από την επιβουλή και υποθήκευση της άλλης μισής.
Μέσα από τον στιγμιαίο παρορμητισμό σου έκαμες – ίσως άθελά σου – πράξη ό,τι όλοι οι υπόλοιποι επιθυμούμε αλλά δεν τολμούμε: Να πούμε «φτάνει πια τα συρματοπλέγματα, θέλουμε μια πατρίδα ελεύθερη, επανενωμένη , χωρίς στρατεύματα και σύμβολα κατοχής».
Μέσα από τις γραμμές και τα νοήματα της επιστολής που οι γονείς σου αναγκάστηκαν να απευθύνουν προς το κατοχικό καθεστώς – όπως όλοι το ονομάζουμε – βίωσα και εγώ μαζί σου τον έσχατο εξευτελισμό να ζητάς συγχώρεση και έλεος από τον κατακτητή που κατέχει βίαια και παράνομα τα σπίτια , την γενέτειρα των προγόνων και των παππούδων σου.
Και όταν είδα στην τηλεόραση τους πανηγυρισμούς των κατοχικών αρχών να παραλαμβάνουν και να υψώνουν τα σύμβολα της κατοχικής δύναμης, έφερα στο μυαλό μου συνειρμικά την ιστορία με τα Ίμια, όπου ο τουρκικός στρατός υφάρπασε την Ελληνική σημαία από το Ελληνικό Νησί και ακόμα . . . την κατακρατεί.
Αναβίωσαν επίσης στη σκέψη και στη ψυχή μου τα γεγονότα της δολοφονίας των Ισαάκ και Σολωμού στο οδόφραγμα της Δερύνειας, οι οποίοι ακόμα ζητούν δικαίωση της πράξης τους αναζητώντας χώρο για να αναγείρουν το μνημείο τους, ενώ η Κυπριακή Πολιτεία σφυρίζει αδιάφορα!
Φαίνεται όμως, αγαπητέ μου Νεαρέ της Λύσης , ότι στην Κύπρο του 21ου αιώνα δεν μπορεί να αναβιώσει το έπος του συγχωριανού σου Γρηγόρη Αυξεντίου.
Οι συνθήκες, βλέπεις, είναι πολύ διαφορετικές.
Στην Κύπρο του 21ου αιώνα δεν ταιριάζουν οι στίχοι του Κωνσταντίνου Καβάφη «τιμή σ’ εκείνους όπου στη ζωή τους ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες. Ποτέ από το χρέος μη κινούντες. Δίκαιοι και ίσιοι σ’ όλες τες πράξεις, αλλά με λύπη κιόλας κι ευσπλαχνία . . .Και περισσότερη τιμή τους πρέπει όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν) πως ο εφιάλτης θα φανεί στο τέλος, και οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.»
Στην Κύπρο του 21ου αιώνα, νεαρέ φίλε μου ταιριάζουν περισσότερο οι στίχοι του ίδιου ποιητή μας «κι αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως τη θέλεις, τούτο προσπάθησε όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις μεσ’ στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μές στες πολλές κινήσεις και ομιλίες:»
ΚΡΑΤΑ ΓΕΡΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ ΝΕΑΡΕ ΜΟΥ ΦΙΛΕ!
Με την αγάπη μου
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΟΡΦΙΤΗΣ