Του Δημοσθένη Στεφανίδη*
Σε αποφάσεις Ελλαδικών Δικαστηρίων γίνεται αναφορά στην αρχή της ανάπτυξης της προσωπικότητας, της επαγγελματικής σταδιοδρομίας (ή -απλώς- σταδιοδρομίας) και πρόσβασης στις δημόσιες θέσεις κάθε Έλληνα πολίτη με βάση την προσωπική του αξία και ικανότητα, η οποία αρχή απορρέει από το άρθρο 5 του Συντάγματος (Αποφάσεις ΣτΕ* 1211 και 281/2007, ΣτΕ 163/2001, ΣτΕ 1112/2000, ΣτΕ 2005/1999 κ.α) ή στη συνταγματική αρχή της αξιοκρατίας και την απορρέουσα από τη συνταγματική αρχή της ισότητας δημοκρατική αρχή της σταδιοδρομίας εκάστου κατά το λόγο της προσωπικής του αξίας (ΣτΕ 2063/2006, ΣτΕ 4498/2005, 218/2005, Ολ. 2396/2004 κ.α).
Επίσης, σε άλλες αποφάσεις, με παραπομπή σε άρθρα του Ελληνικού Συντάγματος, γίνεται λόγος για τις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας και ειδικότερα της ελεύθερης προσβάσεως και σταδιοδρομίας κάθε έλληνα πολίτη στις δημόσιες θέσεις κατά το λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας (άρθρα 4 παρ. 1 και 4, 5 παρ. 1), της διαφάνειας (άρθρο 103 παρ. 7) που, κατά την έννοιά της, καταλαμβάνει όχι μόνο τη διαδικασία εισόδου στο υπαλληλικό σώμα αλλά και περαιτέρω τις εν γένει διαδικασίες εξελίξεως (προαγωγής ή αναθέσεως καθηκόντων) των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς και του κοινωνικού κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1) (ΣτΕ 1070/2008, ΣτΕ 398/2007, ΣτΕ 379/2007).
Συναφώς, σε άλλες αποφάσεις γίνεται αναφορά στην υπαγόρευση από την αρχή της αξιοκρατίας όπως η πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες και αξιώματα γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους (ΣτΕ 1316/2009, ΣτΕ 1463/2008, Διοικητικό Εφετείο Αθηνών 1064/2007, ΣτΕ 3404/2006, ΣτΕ 2063/2006, ΣτΕ 1091/2006, ΣτΕ 4498/2005, ΣτΕ 2904/2005, ΣτΕ 1666/2005 Διοικητικό Εφετείο Αθηνών 2070/2005, ΣτΕ Ολομ. 2396/2004, ΣτΕ 2717/2003, ΣτΕ 2099/2000, 5094/1996, 3675/1996 κ.α).
Επιπρόσθετα, στην απόφαση ΣτΕ 3167/2007 (Αρμενόπουλος, 2008, Τόμος ΞΒ, σελ. 627) λέχθηκαν τα ακόλουθα (Οι εμφάνσεις δικές μου):
«Ο νομοθέτης με την ίδρυση του Α.Σ.Ε.Π. θέλησε να «διακοπεί ο ομφάλιος λώρος μεταξύ κυβερνώντος κόμματος και δημόσιας διοίκησης» και να ανατραπεί η από μακρού χρόνου διαμορφωμένη εξάρτηση της δημόσιας διοίκησης από κομματικές και άλλες παρεμβάσεις η οποία στηρίχθηκε στο «ρουσφέτι» και είχε ως συνέπεια να αναπαράγεται ένα αναχρονιστικό πρότυπο διοίκησης «τόσο σε επίπεδο θεσμών όσο και σε επίπεδο λειτουργίας» (βλ. εισηγητική έκθεση του ν. 2190/1994). Ο νομοθέτης θέσπισε, εν πρώτοις, με τις διατάξεις του ν. 2190/1994, εγγυήσεις ανεξαρτησίας για τα μέλη αυτού και την εν γένει λειτουργία του Α.Σ.Ε.Π. προκειμένου η συσταθείσα ανεξάρτητη διοικητική αρχή να εκπληρώσει ανεμπόδιστα την αποστολή της. Περαιτέρω, ο νομοθέτης κατέστρωσε ένα σύστημα προσλήψεων που βασίζεται στις αμιγώς δημοσίου δικαίου αρχές της διαφάνειας και της αντικειμενικότητας, επιβάλλοντας για κάθε πρόσληψη την προηγούμενη προκήρυξη αλλά και την επιλογή του καταλληλότερου μεταξύ των ενδιαφερομένων υποψηφίων μέσω διαγωνισμών ή πινάκων προτεραιότητας, βάσει προκαθορισμένων κριτηρίων,…».
Παρόμοια, στην απόφαση 10109/1994 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα Ασφαλιστικών Μέτρων Δελτίο Εργατικής Νομοθεσίας, 1994, Τόμος 50, σελ. 859) αναφέρθηκαν τα εξής (Οι εμφάνσεις δικές μου):
«Δια του αρθρου 28Α του ν. 2190/1994 ορίζεται ότι “Ειδικά για τη Δ.Ε.Η. όλες οι πράξεις της περιόδου 9.5.1993 έως 15.11.1993 που αφορούν αρχική πρόσληψη και μετατροπή συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή συμβάσεων έργου, έστω και αν πρόκειται περί αλεπαλλήλων συμβάσεων με ή χωρίς διακοπή, σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ή ορισμένου χρόνου ετήσιας διαρκειας ακυρώνονται σ` όλες τις περιπτώσεις”. Η ρύθμιση αυτή όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση της συγκεκριμένης αυτής διατάξεως υπαγορεύθηκε από τη διαπίστωση ότι κατά το χρονικό διάστημα από της 1ης.4.1990 έως και 9.4.1993 η Δημόσια Επιχείρηοη Ηλεκτρισμού προέβη σε αθρόες προσλήψεις υπαλλήλων και εργατών διαφόρων κατηγοριών και ειδικοτήτων δια συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου συνεχώς ανανεουμένων κατά παράβαση των κειμένων διατάξεων περί προσλήψεως εκτάκτου προσωπικού χωρίς αυτές οι προσλήψεις να δικαιολογούνται από την ανάγκη επιτελέσεως του έργου της και της εν γένει ασκήσεως της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Τουναντίον ο νομονέτης διαπίστωσε ότι οι προσλήψεις αυτές αποτέλεσαν χαριστικές παροχές σε φίλους του τότε κρατούντος κόμματος (ρουσφέτια) και είχαν ως επακόλουθο την υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση της εν λόγω επιχειρήσεως δια της αυξήσεως των λειτουργικών της δαπανών με συνέπεια να είναι πλέον εκ των πραγμάτων αναγκασμένη να προβεί στην αύξηση του παραγομένου απ` αυτήν ηλεκτρικού ρεύματος που έχει ως επακόλουθο όχι μόνον την επιβάρυνση των καταναλωτών αυτού πολιτών, αλλά και την κάμψη της αναπτυξιακής προσπάθειας της χώρας στα πλαίσια της οποίας εντάσσεται και η μείωση του κόστους των δημοσίων και κοινωφελών υπηρεσιών και η αύξηση της αποδοτικότητάς τους προς εξυπηρέτηση του γενικοτέρου δημοσίου συμφέροντος. Κατόπιν αυτών η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 28Α του ν. 2190/1994 δεν προσκρούει στις συνταγματικές αρχές της ισότητας των πολιτών και της προστασίας της εργασίας αφού και αυτή έχει ως σκοπό την απαλλαγή της συγκεκριμενης επιχειρήσεως κοινής ωφελείας από περιττές και αναποτελεσματικές δαπάνες με τις οποίες είχε επιβαρυνθεί δια της προσλήψεως προσωπικού πέραν των πραγματικών της αναγκών»
(Όμοια και η απόφαση 10108/1994 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών – Τμήμα Ασφαλιστικών Μέτρων- Δελτίο Εργατικής Νομοθεσίας, 1994, Τόμος 53, σελ. 933).
*Δικηγόρος – Νομικός Σύμβουλος Εθνικού Πατριωτικού Μετώπου Λακεδαιμονίων