Έπρεπε να αποταθούμε νωρίτερα στο μηχανισμό, είπε ο Δημητριάδης

Η Κύπρος έπρεπε να αποταθεί στο μηχανισμό στήριξης νωρίτερα, στο τέλος του 2011 ή στις αρχές του 2012, δήλωσε σήμερα ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Πανίκος Δημητριάδης.

Καταθέτοντας το πρωί ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής για την οικονομία, ο κ. Δημητριάδης ρωτήθηκε από τον Πρόεδρο Γεώργιο Πική αν συμμερίζεται την άποψη της πλειοψηφίας όσων κατέθεσαν στην Επιτροπή ότι η καθυστέρηση υπήρξε «ζημιογόνος αν όχι καταστρεπτική».

Ο κ. Δημητριάδης απάντησε θετικά, καθώς – όπως είπε – διαφάνηκε ότι οι τράπεζες δεν θα έβρισκαν τα αναγκαία κεφάλαια, ενώ υπήρχαν τεράστιες ανισορροπίες στην οικονομία.

Ερωτηθείς για την παροχή ELA στη Λαϊκή και κατά πόσο η τράπεζα ήταν φερέγγυα, όπως προβλέπουν οι κανόνες της ΕΚΤ, ο κ. Δημητριάδης είπε ότι η τράπεζα κατέστη φερέγγυα μετά την ανακεφαλαιοποίηση της από το κράτος, ενώ πρόσθεσε ότι η ρευστοτική στήριξη της τράπεζας δεν έχει καμία σχέση με τη φερεγγυότητά της.

Είπε επίσης ότι η κατάσταση ρευστότητας της Λαϊκής Τράπεζας είχε αρχίσει να γίνεται δραματική από τα μέσα Ιανουαρίου του 2013. Το Φεβρουάριο – μήνας των Προεδρικών εκλογών – είπε ότι η Λαϊκή είχε ημερήσιες εκροές καταθέσεων 20 εκ. ευρώ, με αποτέλεσμα να φύγουν συνολικά 400 εκ. ευρώ, ενώ το πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου οι συνολικές εκροές άγγιξαν τα 550 εκ. ευρώ.

Ανέφερε ότι τον Ιανουάριο του 2013 ο ELA ανέρχονταν στα 9,1 δις ευρώ, ενώ για να καλυφθούν οι εκροές τον καταθέσεων πήρε άλλα 100 εκ. ευρώ με το συνολικό ποσό να φτάνει τα 9,2 δις. Ταυτόχρονα, είπε, η διαθέσιμη ρευστότητα της τράπεζας μειώθηκε κατά 300 εκ ευρώ.

Συμπλήρωσε ότι ο ELA αυξήθηκε και λόγω των εκροών από την παρατεταμένη προεκλογική περίοδο στην Ελλάδα, όπου η Λαϊκή διατηρούσε υποκαταστήματα.

Σε αναφορά του κ. Πική για μια δήλωση του Πανίκου Δημητριάδη ότι «η Λαϊκή κρατήθηκε στη ζωή μέσω του αναπνευστήρα του ELA για 9 μήνες», ο Διοικητής της Κεντρικής είπε ότι η δήλωσή του αυτή παρερμηνεύτηκε. Πρόσθεσε ότι η Λαϊκή παρέμενε φερέγγυα, με την προοπτική ότι θα συναφθεί πρόγραμμα στήριξης.

Όπως εξήγησε, το Μάιο του 2012, όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του, ο συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας της Λαϊκής ανερχόταν σε 4,05% και υπολειπόταν σημαντικά έναντι του 8% που απαιτείται κατ’ ελάχιστον από τις σχετικές οδηγίες της ΕΕ, καθώς επίσης και από το 9% που απαιτείται για τα βασικά πρωτοβάθμια κεφάλαια. Ανέφερε ότι τότε υπήρχε σε εξέλιξη ένα πρόγραμμα ανακεφαλαιοποίησης της τράπεζας, που έπρεπε να ολοκληρωθεί έως τις 30 Ιουνίου του 2012.

Είπε ότι μετά την ανακεφαλαιοποίηση της τράπεζας από το κράτος, αναγνωρίστηκαν στην πορεία επιπρόσθετες ζημιές, και η Κεντρική Τράπεζα εισηγήθηκε στην Κυβέρνηση να προσφύγει στο μηχανισμό στήριξης, κάτι που έγινε στις 24 Ιουνίου του 2012.

Αναφέρθηκε ακολούθως στην προκαταρκτική συμφωνία με την Τρόικα, το Νοέμβριο του 2012, είπε όμως ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες, με δημόσιες δηλώσεις τους, είχαν αποφασίσει ότι θα συνάψουν συμφωνία με τη νέα Κυβέρνηση που θα προέκυπτε στην Κύπρο μετά τις εκλογές του Φεβρουαρίου του 2013, ώστε να υπάρχει «ιδιοκτησία» του προγράμματος. Με βάση την απόφαση αυτή, είπε, η ΕΚΤ επέκτεινε την παροχή ELA μέχρι την 21 Μαρτίου.

Ο Πρόεδρος της Επιτροπής αναφέρθηκε και σε συνέντευξη του κ. Δημητριάδη στο ραδιοσταθμό «Άστρα», στις 28 Μαϊου 2012, όπου δήλωνε ότι δεν ήταν υπέρ της σύναψης μνημονίου. Απαντώντας, ο Διοικητής της ΚΤ είπε ότι «τότε, με βάση τα δεδομένα που είχαμε μπροστά μας, πιστεύαμε ότι θα μπορούσε να αποφευχθεί» η προσφυγή, πρόσθεσε όμως ότι «τα δεδομένα άλλαξαν πολύ γρήγορα, μέσα στην περίοδο Μαΐου-Ιουνίου 2012» λόγω των προβλημάτων στα δύο μεγάλα συστημικά τραπεζικά ιδρύματα της χώρας.

Το Μάιο του 2012, όταν ανέλαβε, συνέχισε, υπήρχε έντονη επιθυμία από όλους να αποφευχθεί το μνημόνιο, κάτι που – όπως είπε – ήταν θέση της τότε Κυβέρνησης και όλων των πολιτικών δυνάμεων.

Ο κ. Δημητριάδης χαρακτήρισε καταστροφική την αγορά ελληνικών ομολόγων από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα.

Ερωτηθείς από τον κ. Πική για τις επιστολές του προκατόχου του, Αθανάσιου Ορφανίδη προς τον τέως Πρόεδρο της Δημοκρατίας Δημήτρη Χριστόφια, με τις οποίες προειδοποιούσε για την πορεία των δημοσιονομικών και την ανάγκη λήψης μέτρων – και για τις οποίες δεν έλαβε απάντηση – ο κ. Δημητριάδης είπε ότι είναι δύσκολο να προβεί σε σχολιασμό. Εντούτοις, απαντώντας σε επανειλημμένες ερωτήσεις του κ. Πική, είπε ότι υπήρχαν και θέματα που αφορούσαν το τραπεζικό σύστημα την περίοδο εκείνη, για τις οποίες ο κ. Ορφανίδης δεν έκανε καμία αναφορά στις επιστολές του.

Όπως είπε, υπήρχε σημαντική επιδείνωση στο τραπεζικό σύστημα, λόγω ύφεσης, ενώ οι τράπεζες προχώρησαν σε εξαγορές τραπεζών στο εξωτερικό, όπως στην περίπτωση της Uniastum, καθώς και στην εξαγορά ελληνικών ομολόγων που «ήταν καταστροφική και δεν έπρεπε να γίνει».

Ο κ. Δημητριάδης κλήθηκε να σχολιάσει το περιεχόμενο της επιστολής του κ. Ορφανίδη, το Δεκέμβρη του 2009, όπου εξέφραζε ανησυχία για την επιδείνωση των δημοσίων οικονομικών ενώ εισηγείτο στην Κυβέρνηση μέτρα, όπως η εναλλαξιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων και περικοπές στο μισθολόγιο.

Απαντώντας, ο κ. Δημητριάδης είπε ότι ο ρόλος ενός Κεντρικού Τραπεζίτη είναι η εποπτεία του τραπεζικού συστήματος και η επισήμανση των προβλημάτων της οικονομίας, ανέφερε όμως ότι ο ίδιος δεν θα έμπαινε στις λεπτομέρειες για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να κινηθεί η Κυβέρνηση.

Αναφορικά με άλλη επιστολή του κ. Ορφανιδή προς το Προεδρικό, το Μάιο του 2010, όπου αναφερόταν σε πιθανές υποβαθμίσεις από τους οίκους πιστοληπτικής ικανότητας, προειδοποιούσε για τον «κατηφορικό δρόμο» της οικονομίας και αναφερόταν στην ανάγκη λήψης μέτρων, ο κ. Δημητριάδης είπε ότι συμφωνεί μέχρι ενός βαθμού με τις υποδείξεις, πρόσθεσε όμως ότι ο τέως Διοικητής θα έπρεπε να επισημάνει και τις ατέλειες στον τραπεζικό τομέα.

Αναφορικά με την τελευταία επιστολή του κ. Ορφανίδη, τον Ιούλιο του 2011- όταν η Κύπρος ήταν πια εκτός διεθνών αγορών – όπου γίνεται σύγκριση της κατάστασης της οικονομίας με το 1974, ο κ. Δημητριάδης είπε ότι πρόκειται για μια δραματική επιστολή. Ο καθένας, είπε, μπορεί να κάνει το σχόλιό του για το κατά πόσο υπάρχει σύγκριση με το 1974, προσθέτοντας ότι ο ίδιος θυμάται την κατάσταση τότε, με τα πράγματα να είναι πολύ πιο δραματικά.

Ο κ. Δημητριάδης ρωτήθηκε γιατί δεν προχώρησε η Κυβέρνηση σε συμφωνία με την Τρόικα τον Ιούλιο του 2012. Είπε ότι «σίγουρα υπήρξε καθυστέρηση για την οποία εμείς ανησυχούσαμε» και πρόσθεσε ότι η Κεντρική Τράπεζα εργάστηκε για την επίτευξη συμφωνίας για το χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Ανέφερε ότι απεστάλησαν σχετικές επιστολές προς τον τέως Υπουργό Οικονομικών, τον τέως Πρόεδρο της Δημοκρατίας, καθώς και τον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Είπε ότι η ΚΤ ανέλαβε σημαντική πρωτοβουλία προς την κατεύθυνση της επίτευξης συμφωνίας και ανακοίνωσε την προκαταρκτική συμφωνία με την Τρόικα, «ουσιαστικά για να βάλουμε πίεση».

Κατέθεσε μια άκρως εμπιστευτική επιστολή προς τον τέως Πρόεδρο Χριστόφια, με ημερομηνία 5 Οκτωβρίου 2012, όπου αναφερόταν ότι το ΔΣ της ΕΚΤ διαπίστωνε σε προηγούμενη συνεδρία του ότι οι διαπραγματεύσεις των κυπριακών Αρχών με την Τρόικα προχωρούσαν αργά, ενώ επεσήμανε ως επείγουσα την κατάληξη σε συμφωνία.

Με δεύτερη εμπιστευτική επιστολή στον τέως Πρόεδρο, στις 18 Νοεμβρίου 2012, ο κ. Δημητριάδης ενημέρωνε ότι η ΚΤ έχει κατ’ αρχήν συμφωνήσει με την Τρόικα σε όλα τα θέματα που αφορούν το χρηματοπιστωτικό τομέα. Παράλληλα, έκανε έκκληση για ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης με την Τρόικα εντός των επόμενων ημερών.

Με άλλη επιστολή του, στις 19 Νοεμβρίου, προς τον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Νίκο Αναστασιάδη, ο κ. Δημητριάδης αναφερόταν στο θέμα του ELA, ζητώντας να αποφευχθούν δημόσιες αναφορές, σε περίπτωση που κατείχε εμπιστευτικές πληροφορίες, καθώς η δημόσια συζήτηση θα μπορούσε να ελλοχεύει κινδύνους. Ο Διοικητής είπε επίσης ότι είχε και τηλεφωνική επικοινωνία, τόσο με τον Πρόεδρο Χριστόφια όσο και με τον Νίκο Αναστασιάδη.

Ακολούθως ο κ. Δημητριάδης είπε ότι το μνημόνιο συναντίληψης συνομολογήθηκε στα τέλη Νοεμβρίου, όμως η τελική συμφωνία δεν επήλθε. «Είναι λυπηρό» είπε, καθώς «στο προκαταρκτικό μνημόνιο υπήρχαν 10 δις για στήριξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος», με τα οποία θα αποφεύγονταν τελικά το bail in, την απόφαση δηλαδή για «κούρεμα» των καταθετών, επιβαρύνοντας όμως το δημόσιο χρέος.