Του Αναστάση Θεοχαρίδη*
Σε συνέχεια του άρθρου της περασμένης εβδομάδας, προσπαθούμε να αναλύσουμε περαιτέρω την ρόλο που δύναται να παίξει η θρησκεία μέσα στο άναρχο και συγκρουσιακό πλαίσιο των διεθνών σχέσεων.
Ο Kenneth Waltz, στο έργο του «Man, the State and War» διατύπωσε μια ρεαλιστική αντίληψη σχετικά με τις διακρατικές σχέσεις, η οποία αναδεικνύει ως βασικό της στοιχείο την ισορροπία δυνάμεων και επιπλέον στοχεύει στην εξασφάλιση του εθνικού συμφέροντος σε ένα οιονεί-αναρχικό παγκόσμιο σύστημα. Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι Waltz διατύπωσε αυτές τις απόψεις κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, περίοδος κατά την οποία δεν διδόταν και μεγάλη σημασία στον παράγοντα θρησκεία και κατ’ επέκταση αμφισβητείτο ο καταλυτικός ρόλος της τελευταίας στις διεθνείς σχέσεις. Η πρόσφατη εμπειρία, μας έχει αποδείξει ότι η θρησκεία παίζει καταλυτικό ρόλο στο ξέσπασμα και/ή υποδαύλιση βίαιων συγκρούσεων.
Επιπλέον, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι η θρησκεία έχει άμεσο και αποφασιστικό αντίκτυπο στις αντιλήψεις των εκάστοτε ηγετών σχετικά με τις πολεμικές συρράξεις. Έτσι, δεν θα ήταν υπερβολικό να ισχυριστεί κάποιος ότι ο Χριστιανισμός έχει ασκήσει σημαντική επιρροή στις αντιλήψεις των κοσμικών ηγετών περί πολέμου. Σύμφωνα λοιπόν με το Χριστιανικό δόγμα, ο πόλεμος εκλαμβάνεται ως αποτέλεσμα της αμαρτίας, παρόλα αυτά ο πόλεμος δεν είναι πάντοτε «αμαρτωλός». Σε ένα πόλεμο όπου το πρωταρχικό κίνητρο είναι η αυτοάμυνα του έθνους, δεν νομιμοποιείται οποιαδήποτε κριτική περί «αμαρτωλού καταντήματος». Να υπενθυμίσουμε απλά τις συχνές αναφορές περί “Ανώτατου Πατέρα” και «Ευλογημένου Έθνους», κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Τζορτζ Μπους. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι, αυτή ήταν μια προσπάθεια για να νομιμοποιηθεί η εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν. Σε κάθε περίπτωση, όποια ερμηνεία και αν αποφασίσουμε να ενστερνιστούμε, η επιρροή της θρησκείας στις αντιλήψεις των ηγετών περί ένοπλων συγκρούσεων, είναι αδιαμφισβήτητη και αδιαπραγμάτευτη.
Όσον αφορά το Ισλάμ και τις αναφορές του περί πολέμου, μια ενδεχόμενη «Τζιχάντ» θα μπορούσε να νομιμοποιηθεί αν διακηρυσσόταν από έναν δίκαιο και ευσεβή πολιτικό ηγέτη. Δυστυχώς, όπως και στην περίπτωση του Χριστιανισμού, η «Τζιχάντ» έχει πολλές φορές χρησιμοποιηθεί καταχρηστικά για να εξυπηρετήσει προσωπικές ατζέντες και αλλότρια συμφέροντα. Για παράδειγμα, ο Σαντάμ Χουσεΐν ήταν ένας κοσμικός εθνικιστής και σε καμία περίπτωση ένας ευσεβής μουσουλμάνος ηγέτης, που όταν τον βόλευε, διακήρυξε ιερό πόλεμο (Τζιχάντ) ενάντια στους αλλόθρησκους εχθρούς του έθνους. Ο όρος «Τζιχάντ» παραπέμπει σε ένοπλη σύγκρουση και δύναται να είναι είτε σε μορφή άμυνας είτε να περιλαμβάνει επιθετικές δραστηριότητες, με απώτερο σκοπό να απελευθερωθούν οι αδελφοί μουσουλμάνοι από την καταπίεση. Σε γενικές γραμμές, το Κοράνι δεν απαιτεί από τους Μουσουλμάνους να “γυρίσουν και το άλλο μάγουλο”, όταν δεχτούν επίθεση από ξένο εχθρό, αλλά ούτε προβλέπει οι Μουσουλμάνοι να υπερβαίνουν τα όρια της ορθής διεξαγωγής του πολέμου, όταν ο πόλεμος επιβάλλεται και είναι δικαιολογημένος.
Επομένως κρίνεται ως επιτακτική η ανάγκη να αναγνωρίσουμε ότι το Ισλάμ διακατέχεται από τις ίδιες αντιλήψεις με τον Χριστιανισμό, σχετικά με την έννοια του πολέμου. Και οι δύο θρησκείες τείνουν να δικαιολογούν πιθανούς πολέμους, όταν πρωταρχικός τους στόχος είναι η αυτοάμυνα του έθνους. Τούτων καταγραφέντων, τόσο η Ισλαμική όσο και η Χριστιανική πίστη και παράδοση έχουν καταχρηστικά χρησιμοποιηθεί για την εκπλήρωση προσωπικών φιλοδοξιών.
Σε ό, τι αφορά τον Ινδουισμό και τις αντιλήψεις του δόγματος αυτού περί πολέμου, θα μπορούσαμε να ανατρέξουμε στο δόγμα του Ahimsa, για να εκμαιεύσουμε πληροφορίες. Η παγιωμένη αντίληψη κατά της χρήσης βίας, είναι διάχυτη στην Ινδουιστική παράδοση. Παρ ‘όλα αυτά, η γενική αυτή στάση του Ινδουισμού κατά των συγκρούσεων, δεν θα πρέπει να μεταφράζεται ως προ-αποφασισμένος πασιφισμός. Στο Ινδουιστικό δόγμα, υπάρχουν επίσης ειδικοί κανόνες που αφορούν τον πόλεμο και τη βία, πρακτικές οι οποίες θεωρούνται νόμιμες, εφόσον ο πρωταρχικός σκοπός είναι η αυτοάμυνα.
Ο Κομφουκιανισμός από την άλλη πλευρά, ασχολείται κυρίως με θέματα που αφορούν τη δομή της πολιτικής εξουσίας και ειδικότερα την εξουσία του αυτοκράτορα. Το κεντρικό ζήτημα σύμφωνα με Κομφουκιανισμό είναι κατά πόσον έχουμε να κάνουμε με πόλεμο ή «τιμωρία». Υπό αυτά τα δεδομένα, η «τιμωρία» χαρακτηρίζεται ως η μόνη νόμιμη μορφή πολέμου, υπό την έννοια ότι σε έναν τέτοιο πόλεμο, η ηθική της πολιτικής τάξης βρίσκεται σε κίνδυνο.
Σε μια τέτοια περίπτωση, η «τιμωρία» κρίνεται ως απαραίτητη και, συνεπώς, μια επίθεση έναντι του εχθρού δύναται να νομιμοποιηθεί όταν διαταραχθεί η αρμονία των σχέσεων μεταξύ του αυτοκράτορα και των πιστών. Με άλλα λόγια, ο Κομφουκιανισμός επικεντρώνεται στην ηθική κατάπτωση μιας κοινωνίας και τον θεωρεί ως τον πλέον σημαντικό λόγο για να εμπλακεί το έθνος σε έναν πόλεμο.
Μέχρι στιγμής, έχουμε παρατηρήσει ότι η θρησκεία και ο πολιτισμός είναι παράγοντες στενοί συνδεδεμένοι με την έννοια της σύγκρουσης. Και οι δύο συνιστώσες περιλαμβάνουν τις πεποιθήσεις μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων περί εγκόσμιας ζωής και πίστης, καθώς και πώς τα μέλη/πιστοί αυτής της ομάδας αντιλαμβάνονται τους γειτονικούς τους πολιτισμούς. Ενώ ο παράγοντας πολιτισμός ενσωματώνεται στις παραδόσεις και την ιστορία των ανθρώπων και συχνά μπορεί να εξηγηθεί με συγκεκριμένα εμπειρικά στοιχεία, η θρησκεία είναι περισσότερο θέμα πίστης και δεν εξηγείται πάντοτε με συγκεκριμένες πρακτικές. Κατά συνέπεια, πρέπει να κατανοήσουμε ότι η πίστη αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της νοοτροπίας των ανθρώπων και ως εκ τούτου δύναται να συμβάλει αποφασιστικά όχι μόνο στο ξέσπασμα ενός πολέμου, αλλά και στη διαχείριση των όποιων βίαιων συγκρούσεων. Αποτελεί κοινή παραδοχή, ότι οι πλείστες θρησκείες κάνουν άμεσες αναφορές στην έννοια του πολέμου και στην ανάγκη προστασίας της πίστης.
Το πιο σημαντικό όμως συμπέρασμα από όλα τα πιο πάνω είναι ότι όλες οι προαναφερθείσες θρησκείες επιτρέπουν ένα «δίκαιο» πόλεμο.
Το παράδοξο είναι ότι, αν και όλες οι θρησκείες καταδικάζουν τους «άδικους» και/ή «παράνομους» πολέμους, οι πιο τρομακτικές συγκρούσεις έχουν τις ρίζες τους σε έναν ανεξέλεγκτο θρησκευτικό φανατισμό. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, γίναμε όλοι μάρτυρες της αναβίωσης του παράγοντα θρησκεία στις διεθνείς σχέσεις, εξέλιξη η οποία σταδιακά οδηγεί σε περαιτέρω τάση για θρησκευτικό φανατισμό και βίαιη αμφισβήτηση του υπάρχοντος συστήματος διακυβέρνησης.
Επομένως, η ανάλυση των διεθνών συγκρούσεων θα πρέπει να γίνεται με παράλληλη εξέταση των θρησκευτικών/πολιτιστικών κινήτρων και/ή παραγόντων που συνέβαλαν στην άνδρωση του σημερινού θρησκευτικού φανατισμού.
*Νομικός Σύμβουλος, Διεθνολόγος, Πολιτικός Επιστήμονας