Αναρμόδια συστημένη αλλά και παράνομη, χαρακτήρισαν οι νομικοί σύμβουλοι του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας Δημήτρη Χριστόφια, Άριστος Δαμιανού και Γιώργος Σεραφείμ την Ερευνητική Επιτροπή για την οικονομία γιατί ο διορισμός της υποχρεωτικά θα έπρεπε να είχε γίνει, όπως ανέφεραν, “από τον Γενικό Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας και όχι από το Υπουργικό Συμβούλιο, ως έγινε στην παρούσα περίπτωση”.
“Έπρεπε από ευθύς εξαρχής από την στιγμή που διερευνώμενο είναι και το Υπουργικό Συμβούλιο αλλά και με απαίτηση του ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης, το διορισμό να έκανε στην γέννηση της Επιτροπής ο Γενικός Εισαγγελέας”, είπε ο κ. Δαμιανού, ο οποίος επικαλέστηκε το άρθρο 2(1)(α) του περί Ερευνητικών Επιτροπών Νόμου το οποίο ρητώς αναφέρει, όπως είπε, ότι «Το Υπουργικό Συμβούλιο ή, αν διαφανεί ότι στα προς διερεύνηση ζητήματα εμπλέκονται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ή υπουργός ή αξιωματούχος που διορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή το Υπουργικό Συμβούλιο, ο Γενικός Εισαγγελέας θα έχει εξουσία – (α) να διορίζει, με Διάταγμα, Ερευνητική Επιτροπή […..]».
“Με βάση τους όρους εντολής που το διορίζον όργανο καθόρισε, δηλαδή το Υπουργικό Συμβούλιο, η Ερευνητική Επιτροπή καλείται να ερευνήσει πράξεις, αποφάσεις και/ή παραλείψεις, μεταξύ άλλων, και της παρούσας κυβέρνησης, ενώ με απαίτηση του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκου Αναστασιάδη, η έρευνα περιλαμβάνει και τον ίδιο”, πρόσθεσε.
Σε κοινή δημοσιογραφική διάσκεψη οι νομικοί σύμβουλοι του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας Δημήτρη Χριστόφια, Άριστος Δαμιανού και Γιώργος Σεραφείμ έθεσαν σειρά ερωτημάτων σε σχέση με την άρνηση της Επιτροπής να αποδεχθεί τόσο το αίτημα του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας για μετάθεση της ημερομηνίας παρουσίας του ενώπιον της Επιτροπής όσο και την γραπτή δήλωση του.
“Όλα αυτά και πολλά άλλα που περιλαμβάνονται στην γραπτή γνωμάτευση που έχουμε ετοιμάσει δυστυχώς μας οδηγούν αβίαστα στο συμπέρασμα ότι η παρούσα Ερευνητική Επιτροπή, πέρα από το έκδηλο της παρανομίας στον διορισμό της, έχει με τις πράξεις και παραλείψεις της θέσει εαυτόν σε θεσμική και νομική ανυποληψία”, είπε ο κ. Δαμιανού.
Ανέφερε επίσης ότι “τα όσα έχουν συμβεί χθες δεν είναι τίποτε άλλο από μια συμπεριφορά τυπολατρική, πρωτίστως του Προέδρου αλλά και των μελών της Ερευνητικής Επιτροπής, η οποία απλώς αποδεχόμενη το εύλογο αίτημα του τέως Προέδρου να ακουστεί ενώπιον της Επιτροπής θα αποφεύγαμε όλα τα περαιτέρω. Δυστυχώς η τυπολατρία, οι εμμονές κάποιων, οι πολιτικές σκοπιμότητες οι οποίες εκ των πραγμάτων φαίνεται να παρεισέφρησαν και στην Ερευνητική Επιτροπή οδήγησαν στο χθεσινό απευκταίο αποτέλεσμα”.
Ο κ. Σεραφείμ είπε ότι το θέμα της αρμοδιότητας συστάσεως μιας επιτροπής είναι κάτι που εξετάζεται όποτε αυτό διαγνωστεί, προσθέτοντας ότι “εμείς κάναμε την εργασία μας και εντοπίσαμε αυτή την παρανομία, την οποία το Δικαστήριο σε σωρεία αποφάσεων του καθορίζει ως θέμα δημοσίας τάξεως στο κατά πόσον θα υπάρξει ορθή και αρμόδια σύσταση μιας επιτροπής, ενός οργάνου ή άλλου σώματος”.
“Επιβάλλεται στη Δημοκρατία να άρει την παρανομία”, είπε ο κ. Σεραφείμ, προσθέτοντας, ωστόσο, ότι “ένα όργανο το οποίο παρανόμως διορίζει μια επιτροπή δεν μπορεί και νομίμως να ανακαλεί τον διορισμό της, εκτός αν η θέση είναι ότι ανακαλώ τον διορισμό γιατί θεωρώ εαυτό αναρμόδιο”.
Επικαλούμενος εκ νέου τον περί Ερευνητικών Επιτροπών Νόμο, ο κ. Δαμιανού διερωτήθηκε κατά πόσον “αληθεύει ή όχι ότι στο άρθρο 3(β) και (γ) του νόμου προνοείται, ότι «(β) Δεν διορίζεται ως Επίτροπος πρόσωπο που έχει άμεσο προσωπικό συμφέρον σε σχέση με τα ζητήματα που άπτονται της έρευνας ή πρόσωπο που έχει συγγένεια μέχρι τρίτου βαθμού με πρόσωπο που εμπλέκεται στα προς διερεύνηση ζητήματα: και ότι σε περίπτωση που κατά τη διερεύνηση διαπιστωθεί ότι συντρέχει οποιοσδήποτε από τους πιο πάνω λόγους, το Υπουργικό Συμβούλιο ή ο Γενικός Εισαγγελέας αναλόγως ποιος εξέδωσε το διάταγμα διορισμού της Επιτροπής, δύναται να ζητήσει την εξαίρεσή του” και “(γ) κάθε Επίτροπος, πριν από το διορισμό του υποχρεούται να δηλώσει ότι δεν έχει άμεσο προσωπικό συμφέρον σε σχέση με τα προς διερεύνηση ζητήματα».
“Αληθεύει, συνεπώς, ότι στην παρούσα περίπτωση, όπως έχει ήδη λεχθεί δημοσίως, μέλος της Ερευνητικής Επιτροπής διατηρεί εξ’ αγχιστείας συγγένεια με νομικό σύμβουλο της Τράπεζας Κύπρου, αφού είναι συμπέθεροι, γεγονός που θα έπρεπε να τον οδηγούσε στη μη αποδοχή του διορισμού του και/ή σε παραίτηση του και/ή σε παύση του από το διορίζον όργανο”, διερωτήθηκε επίσης.
Σε σχέση με το αίτημα του κ. Χριστόφια για μετάθεση της ημερομηνίας παρουσίας του ενώπιον της Επιτροπής, ο κ. Δαμιανού είπε ότι “υπήρξε άρνηση τους για αναβολή, χωρίς καν αντιπρόταση εκ μέρους τους για άλλη ευχερέστερη για όλες τις πλευρές ημερομηνία, παρόλο που και προφορικά τους διαβιβάστηκε η διάθεση για κάτι τέτοιο” και διερωτήθηκε “πως νομιμοποιείται η Ερευνητική Επιτροπή να ισχυρίζεται ότι ο τέως Πρόεδρος ζήτησε προνομιακή μεταχείριση όταν παρόμοια όπως την ζητηθείσα μεταχείριση ήδη υπήρξε για άλλους μάρτυρες”.
“Αληθεύει ή όχι, ότι υποδείχθηκε από τον κ. Ορφανίδη και έγινε αποδεκτή από την Επιτροπή η μεταφορά της ημερομηνίας κατάθεσης του από τις 13/8/2013 στις 23/8/2013 και ότι έγινε διευθέτηση για την ημερομηνία παρουσίας του κ. Πανίκου Δημητριάδη”, διερωτήθηκε ο κ. Δαμιανού, προσθέτοντας ότι αυτά “ούτε οι δικηγόροι του, ούτε ο τέως Πρόεδρος γνώριζαν, όταν έστελλαν την επιστολή τους, αλλιώς θα το είχαν αυτονόητα επικαλεστεί”.
Διερωτήθηκε επίσης κατά πόσον “αληθεύει ή όχι, ότι η Ερευνητική Επιτροπή αρνήθηκε δύο φορές να παραλάβει την γραπτή δήλωση του τέως Προέδρου ως μέρος της κατάθεσης του και ότι δηλώθηκε από τον κ. Πική, σε εύλογη παρατήρηση του κ. Χριστόφια ότι και στο δικαστήριο αυτό γίνεται, ότι δεν δίνονται ούτε υποβάλλονται γραπτές δηλώσεις στο Δικαστήριο; Και αυτό, την στιγμή που στον περί Αποδείξεως Νόμο, Κεφ. 9 ρητώς δίνεται τέτοια δυνατότητα σε μάρτυρα, σύμφωνα με το εκεί άρθρο 25”.
Επιπλέον, ο κ. Δαμιανού διερωτήθηκε κατά πόσον “αληθεύει ή όχι, ότι τέτοια γραπτή δήλωση γίνεται στην αρχή και αναγιγνώσκεται προς προστασία της προφορικής διαδικασίας κατάθεσης” και “ότι σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις η παρούσα Ερευνητική Επιτροπή επέτρεψε έστω κατά μέρος την ανάγνωση δηλώσεων προηγούμενων μαρτύρων”.
Ανέφερε επίσης ότι “άλλη Ερευνητική Επιτροπή που λειτουργεί παράλληλα με τον ίδιο εξουσιοδοτούντα νόμο, επέτρεψε εξ’ αρχής πριν την υποβολή ερωτήσεων ανάγνωση γραπτών δηλώσεων” και πρόσθεσε ότι “ο περί Ερευνητικών Επιτροπών προνοεί είτε για προφορική είτε για γραπτή μαρτυρία”.
Ο κ. Δαμιανού διερωτήθηκε αν “αληθεύει ή όχι, ότι η Ερευνητική Επιτροπή ουσιαστικά αρνήθηκε στον κ. Χριστόφια στοιχειώδεις κανόνες φυσικής δικαιοσύνης, δηλαδή να ακουστεί από αυτή, σε ένα άνθρωπο που φορτικά κατηγορήθηκε ενώπιον της και ως εκ της ανοικτής ακροάσεως των εργασιών της και δημόσια, με το να του δώσει το δικαίωμα να τοποθετηθεί επί αυτών των κατηγοριών πριν την απάντηση οποιωνδήποτε, αν έμεναν ασχολίαστες από την δήλωση, ερωτήσεων της Επιτροπής, ειδικά”, όπως είπε, “όταν κατά παραβίαση της ίσης μεταχείρισης και καλώς νοούμενης δεοντολογίας όρισε τον κ. Ορφανίδη ενώπιον της την επόμενη ημέρα της ημερομηνίας κατάθεσης του κ. Χριστόφια”.
Διερωτήθηκε επίσης κατά πόσον “αληθεύει ή όχι, ότι η δήλωση του Προέδρου κατατέθηκε στην ολότητα της στην Ερευνητική Επιτροπή, κάτι που παρασιωπείται παντελώς στην απόφαση της Ερευνητικής επιτροπής για προφανείς λόγους”.
Σε σχέση με την ενδιάμεση απόφαση της Επιτροπής σε σχέση με τον τέως Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο κ. Δαμιανού είπε ότι “το άρθρο 137 του Ποινικού Κώδικα, το οποίο αναφέρεται στην ενδιάμεση απόφαση της Ερευνητικής Επιτροπής, καμία εφαρμογή βρίσκει στην παρούσα περίπτωση αφού εκεί ρητώς αναφέρεται, ότι καμία εφαρμογή έχει όταν καθορίζεται ρητά κάποια άλλη ποινή ή διαδικασία σε συνάφεια με τέτοια ανυπακοή και τέτοια, όντως, καθορίζεται στον περί Διερευνητικών Επιτροπών Νόμο”.
Ερωτηθείς κατά πόσον ο διορισμός της Ερευνητικής Επιτροπής για το τραγικό συμβάν στο Μαρί έγινε από το Υπουργικό Συμβούλιο και ήταν και αυτή παράνομη, ο κ. Δαμιανού είπε ότι “αν ισχύουν ανάλογα γεγονότα ισχύει και κατά αναλογία και σε εκείνη την περίπτωση η γνωμάτευση μας”.