Tου δρα Στέλιου Δημητρίου*
Ο καρκίνος του πνεύμονα αποτελεί τη συχνότερη αιτία θανάτου από καρκίνο, παγκοσμίως. Μέσα από σειρά μελετών προκύπτουν στοιχεία μείωσης της θνητότητας με την εφαρμογή προγραμμάτων διαλογής (screening), με ετήσια αξονική τομογραφία θώρακος χαμηλής δόσης (low-dose CT), σε επιλεγμένα άτομα με υψηλό ρίσκο νόσησης.
Σύμφωνα με τις αμερικανικές κατευθυντήριες οδηγίες, η εξέταση διαλογής (low-dose CT) για τον καρκίνο του πνεύμονα θα πρέπει να εφαρμόζεται σε άτομα:
(α) με ιστορικό καπνίσματος τουλάχιστον για 20 pack-years, πχ. 1 πακέτο τσιγάρα την ημέρα για 20 χρόνια ή 2 πακέτα την ημέρα για 10 χρόνια (ενεργός καπνιστής ή διακοπή καπνίσματος εντός των τελευταίων 15 ετών).
(β) ηλικίας 50-80 ετών.
Σημειώνεται ότι οι εξετάσεις διαλογής δεν θα πρέπει να θεωρούνται υποχρεωτικές στους ασθενείς υψηλού ρίσκου, αλλά να τους δίνεται η δυνατότητα επιλογής, αφού συζητηθούν αναλυτικά τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα. Τα βασικά πλεονεκτήματα του προγράμματος διαλογής με low-dose CT αποτελούν:
(α) Η διάγνωση πνευμονικών καρκίνων σε αρχικό στάδιο, συμβάλλοντας στην καλύτερη πρόγνωση της νόσου και δυνητικά στη μείωση της θνητότητας. Ενδεικτικά αναφέρεται 5ετής επιβίωση σε ποσοστό της τάξης του 52% σε ασθενείς που διαγνώστηκαν με καρκίνο σταδίου Ι έναντι 5% σε ασθενείς με καρκίνο σταδίου IV.
(β) Τα τυχαία ευρήματα, μη σχετιζόμενα με καρκίνο του πνεύμονα (κυρίως η χρόνια αναπνευστική πνευμονοπάθεια και η καρδιαγγειακή νόσος, όπως πχ. η αθηρωματική νόσος των στεφανιαίων αγγείων και το ανεύρυσμα της θωρακικής αορτής). Η έγκαιρη διάγνωση και η κατάλληλη παρακολούθηση/αντιμετώπιση των εν λόγω ευρημάτων, θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη μείωση της νοσηρότητας και της θνησιμότητας των ασθενών.
Τα βασικά μειονεκτήματα του προγράμματος διαλογής αποτελούν:
(α) Tο υψηλό ποσοστό ψευδώς θετικών, τυχαίων ευρημάτων που δεν σχετίζονται με καρκίνο του πνεύμονα και που ενδέχεται να οδηγήσουν σε περαιτέρω αχρείαστες εξετάσεις και θεραπείες, αυξάνοντας σημαντικά το κόστος.
(β) Η αυξημένη έκθεση στην ιοντίζουσα ακτινοβολία, η οποία ωστόσο αυξάνει ελάχιστα τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου λόγω της ακτινοβολίας (υπολογίζεται 0,22% στις γυναίκες και 0,12% στους άνδρες μετά από 20ετές πρόγραμμα διαλογής), ενώ οι πιθανότητες εμφάνισης καρκίνου του πνεύμονα στο γενικό πληθυσμό υπολογίζονται 5,9% στις γυναίκες και 6,7% στους άνδρες και στους καπνιστές τουλάχιστον 15% (στατιστικά στοιχεία των ΗΠΑ).
(γ) H πιθανή «υπερδιάγνωση» – η διάγνωση δηλαδή και θεραπεία πνευμονικών καρκίνων που δεν θα ανακαλύπτονταν χωρίς την εφαρμογή προγράμματος διαλογής.
(δ) H εκ παραδρομής, μη διάγνωση του καρκίνου στις εξετάσεις διαλογής (missed lung cancer), κάτι που ευτυχώς παρατηρείται σπάνια.
Αξιοσημείωτο θεωρείται το γεγονός ότι η συμμετοχή ασθενών σε προγράμματα διαλογής για τον καρκίνο του πνεύμονα έχει τόσο θετική όσο και αρνητική επίδραση στη διακοπή του καπνίσματος.
Παρά ταύτα, μέσω των προγραμμάτων διαλογής, τα οφέλη στον πληθυσμό φαίνεται να είναι περισσότερα σε σχέση με τις επιβλαβείς συνέπειες, στόχος που μέχρι στιγμής φαίνεται να επιτυγχάνεται με την εφαρμογή του ετήσιου ελέγχου με low-dose CT σε επιλεγμένες ομάδες καπνιστών. Σημειώνεται ότι μέχρι στιγμής δεν πραγματοποιούνται στην Κύπρο επίσημα κι οργανωμένα, από κρατικούς φορείς, προγράμματα διαλογής για τον καρκίνο του πνεύμονα.
Όπως και στις εξετάσεις άλλων οργάνων, πχ του μαστού και του προστάτη, όπου έχει καθιερωθεί βαθμονομημένο σύστημα αξιολόγησης των ύποπτων για κακοήθεια βλαβών (BI-RADS & PI-RADS αντίστοιχα), έτσι και στην περίπτωση της εξέτασης των πνευμόνων με CT έχει προταθεί βαθμονομημένο σύστημα αξιολόγησης των πνευμονικών όζων (Lung-RADS), με στόχο την τυποποίηση, βάσει αλγορίθμων, του επανελέγχου και της διαχείρισης των ασθενών.
Η αυτοματοποίηση στην ανίχνευση, μέτρηση και χαρακτηρισμό των πνευμονικών όζων με τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών και τεχνητής νοημοσύνης, αποτελεί μια συνεχώς εξελισσόμενη πρακτική στην κλινική πράξη, στοχεύοντας στην αύξηση της εγκυρότητας και της αποτελεσματικότητας των προγραμμάτων διαλογής.
Συμπερασματικά, η συμμετοχή του ακτινολόγου στις εξετάσεις διαλογής για τον καρκίνο του πνεύμονα δεν πρέπει να περιορίζεται στη γνωμάτευση των διαγνωστικών εξετάσεων και το χαρακτηρισμό των πνευμονικών όζων. Ο ακτινολόγος οφείλει να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο σε κλινικο-εργαστηριακές συναντήσεις, συντελώντας στην καλύτερη παρακολούθηση και καθοδήγηση των ασθενών και στην πραγματοποίηση υψηλής ποιότητας προγραμμάτων διαλογής για τον πνευμονικό καρκίνο. Ελπίζουμε σύντομα αυτό να γίνει πραγματικότητα και στην Κύπρο.
** MD, EDiR
Ιατρός Ακτινοδιαγνώστης
Διαγνωστικό Κέντρο Alpha Evresis, Όμιλος ΒΙΟΙΑΤΡΙΚΗ