Την δύσκολη εξίσωση της μεσοπρόθεσμης βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, αναλύει σε σημερινό της σχόλιο, η JP Morgan. Οπως υποστηρίζει, οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης συναντώνται σήμερα για τρίτη φορά στις Βρυξέλλες προκειμένου να καταλήξουν σε μία λύση στο ελληνικό ζήτημα, μόνο που αυτή τη φορά η λύση δεν αφορά τόσο το πρόβλημα βραχυπρόθεσμης
χρηματοδότησης της χώρας όσο την επίλυση της δύσκολης εξίσωσης της μεσοπρόθεσμης βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Στην ανάλυσή της η JP Morgan εκτιμά πως η ανάγκη για συμφωνία στο θέμα της μεσοπρόθεσμης βιωσιμότητας του χρέους της
Ελλάδας συνδέεται περισσότερο με την διασφάλιση της παραμονής του ΔΝΤ στο “παιχνίδι” και λιγότερο με μια «εφάπαξ» λύση στο πρόβλημα.
Σύμφωνα με τον οίκο, το πρόβλημα της βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης πιθανότατα θα αντιμετωπιστεί μέσω περισσότερων εκδόσεων εντόκων γραμματίων του δημοσίου.
Όπως υπογραμμίζει, το σημερινό Eurogroup θα μπορούσε να καταλήξει σε μία συμφωνία αν οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι είναι προετοιμασμένοι να πράξουν λίγο από όλα. Σε περίπτωση που καμία αλλαγή πολιτικής δε λάβει χώρα, το ελληνικό χρέος
θα διαμορφωθεί στο 147,9% του ΑΕΠ το 2020 για να υποχωρήσει στο 135,2% του ΑΕΠ το 2022.
Στην περίπτωση συμφωνίας για λήψη ορισμένων δράσεων, όπως η μείωση κατά 90 μονάδες βάσης των επιτοκίων του ελληνικού δανείου, η χορήγηση 14 δισ. ευρώ δανείου από τον EFSF για την επαναγορά χρέους ύψους 35 δισ. ευρώ και η επιστροφή των κερδών της ΕΚΤ από τα ελληνικά ομόλογα στην κυβέρνηση της χώρας, το ελληνικό χρέος θα μειωθεί, σύμφωνα πάντα με τους υπολογισμούς της JP Morgan, στο 130,6% του ΑΕΠ το 2020 και στο 115,4% του ΑΕΠ το 2022.
Σε περίπτωση που το Eurogroup καταφέρει να συμφωνήσει σε αυτές τις αλλαγές, καταλήγει ο οίκος, τότε θα εκταμιευτεί η επόμενη δόση – μαμούθ του ελληνικού δανείου και το ΔΝΤ θα παραμείνει στο «παιχνίδι».
Ωστόσο, το κρίσιμο θέμα της αναδιάρθρωσης του χρέους που έχει στα χέρια του ο επίσημος τομέας θα πρέπει να απαντηθεί κάποια στιγμή στο μέλλον.
Σημειώνεται πως η δυναμική του ελληνικού χρέους, όπως αναλύθηκε από τη JP Morgan, προϋποθέτει πως η Ελλάδα θα μείνει εντός των στόχων όσον αφορά τις δημοσιονομικές της επιδόσεις, επιτυγχάνοντας πρωτογενές πλεόνασμα 4,5% του ΑΕΠ
σε αόριστη βάση και μέσο όρο ανάπτυξης του ΑΕΠ σε ονομαστικούς όρους στο 4,5%.