Απολαμβάνοντας όλο και περισσότερη επιρροή μετά από την αναδιάρθρωση του Συντάγματος το 2017, ο τούρκος Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν φαίνεται πως θέλει να αναθεωρήσει τους βασικούς νόμους της χώρας.
Οπως και πριν από τέσσερα χρόνια, η νέα του απόφαση έχει δημιουργήσει αναταράξεις, αλλά αυτή τη φορά, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η αντιπολίτευση, οι αναταράξεις είναι αυτό στο οποίο ποντάρει ο Ερντογάν.
Ο Πρόεδρος υποσχέθηκε να αναδιαμορφώσει τα «απομεινάρια» των νόμων που συνέταξε η στρατιωτική χούντα το 1982, κάτι το οποίο μπορεί -αρχικά- να φανεί ως σημαντική βελτίωση στη δημοκρατικότητα της χώρας. Παρόλα αυτά, η αντιπολίτευση αναφέρει πως ο Ερντογάν προσπαθεί να μεταπηδήσει από το φλέγον θέμα της παραπαίουσας οικονομίας της χώρας, αλλά και της δημοσκοπικής του πτώσης. «Ολα αυτά αποτελούν παραπέτασμα καπνού από τα πραγματικά προβλήματα» ανέφερε ο Αλί Μπαμπακάν, πρώην ΥΠΟΙΚ της κυβέρνησης Ερντογάν και πρόεδρος του αντιπολιτευτικού κόμματος DEVA.
Τα κίνητρα στα οποία αναφέρεται ο Μπαμπακάν και οι άλλοι ηγέτες των κομμάτων της αντιπολίτευσης συμφωνούν με την κοινοβουλευτική αριθμητική: Η ισλαμιστική και εθνικιστική συμμαχία του Ερντογάν απέχει 23 θώκους από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία που χρειάζονται οι δραστικές νομοθετικές αλλαγές. Οι κινήσεις του Ερντογάν φαίνεται, επίσης, πως -σύμφωνα με συνταγματική πηγή της χώρας η οποία θέλησε να παραμείνει ανώνυμη- θα του δώσουν την ικανότητα να μετατρέψει την Τουρκία σε δικτατορία.
«Οι δικτάτορες δε θέλουν ένα Σύνταγμα το οποίο βασίζεται στα ανθρώπινα δικαιώματα», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ηγέτης της αντιπολίτευσης του CHP.
H κριτική του Ερντογάν κατά του παρόντος Συντάγματος στοχοποιεί μια οργάνωση που δημιουργήθηκε από τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας και η οποία παρακολουθεί τα Πανεπιστήμια. Η πραγματική εφαρμογή της πολιτικής του Ερντογάν, όμως, έχει ξεπεράσει ακόμη κι αυτή την οργάνωση, αφού έχει δώσει στον εαυτό του την ικανότητα να αναθέτει Πρυτάνεις, ενώ δεκάδες φοιτητές οι οποίοι αντέδρασαν σε μία πρόσφατη τέτοια ανάθεση στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου, συνελήφθησαν.
Η δημοτικότητα του Ερντογάν έχει καταρρακωθεί λόγω των πολιτικών του συγκρούσεων με την ΕΕ και τις ΗΠΑ, αλλά και την κατάσταση της οικονομίας και την άθλια αντιμετώπιση της πανδημίας. Η ανεργία και οι τιμές έχουν επιδείξει αύξηση, και το κόμμα του “ΑΚ” έχασε πρόσφατα τις τοπικές εκλογές στην Πόλη και την Αγκυρα.
Η Τουρκική οικονομία των $750 δισεκατομμυρίων μπορεί να ανέκαμψε γρηγορότερα από πολλές από την πανδημία, αλλά το κόστος ήταν τεράστιο. Ο γαμπρός του Ερντογάν, Μπεράτ Αλμπαϊράκ, ο οποίος παραιτήθηκε το Νοέμβριο, είχε ξοδέψει $100 δισεκατομμύρια εκ των αποθεμάτων της χώρας για την υποστήριξη της τουρκικής λίρας.
Τα στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια με αρνητικά επιτόκια μπορεί να έδωσαν έναυσμα στην οικονομία, αλλά κράτησαν τον πληθωρισμό σε διψήφια ποσοστά και τελικά οδήγησαν το νόμισμα σε κατάρρευση.
Μετά την απομάκρυνση του Αλμπαϊράκ από την κεντρική τράπεζα της χώρας, ο Ερντογάν ανέφερε πως η χώρα θα πρέπει να «καταπιεί το φαρμάκι» των υψηλών επιτοκίων.