Αναλύοντας τα σενάρια για το μέλλον, η βρετανική εφημερίδα κάνει λόγο ακόμη και για πιθανότητα παραίτησης της κυβέρνησης ή αντικατάστασης του Γιάννη Βαρουφάκη.
Με ένα παιχνίδι πόκερ, το οποίο η Ελλάδα παίζει για να χάσει καθώς φανέρωσε πολύ νωρίς τα καλά χαρτιά της και πλέον δεν μπορεί να μπλοφάρει, παρομοιάζει άρθρο του Guardian τη διαπραγμάτευση για το ελληνικό χρέος.
«Το μέλλον της Ευρώπης εξαρτάται σε κάτι που φαίνεται απίθανο: τη συμφωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Γερμανία», γράφει ο οικονομολόγος και αρθρογράφος Ανατόλι Καλέτσκι στη βρετανική εφημερίδα.
Κατά την άποψή του, μία συμφωνία θα μπορούσε να γίνει πιο εύκολα αντικείμενο διαπραγμάτευσης αν και οι δύο πλευρές επικεντρώνοντας στην πρώτη προτεραιότητά τους και συμβιβάζονταν σε ό,τι αφορά τους δευτερεύοντες στόχους. «Δυστυχώς, τα ανθρώπινα λάθη δείχνουν πως λειτουργούν ενάντια σε μία τέτοια λογική λύση».
Στη συνέχεια, ο Καλέτσκι, αναφέρεται στη λάθος στρατηγική της νέας ελληνικής κυβέρνησης μέχρι τώρα και ιδιαίτερα στις κινήσεις του Γιάννη Βαρουφάκη, για τον οποίο αναφέρει ότι κάνει ακριβώς το αντίθετο από ότι θα περίμενε κανείς, με απρόβλεπτες διακυμάνσεις ανάμεσα στην επιθετικότητα και την αδυναμία.
«Η στρατηγική του είναι να κρατά ένα όπλο στο δικό του το κεφάλι και μετά να απαιτεί λύτρα για να μην τραβήξει τη σκανδάλη», γράφει χαρακτηριστικά. «Οι αξιωματούχοι της Γερμανίας και της Ευρωπαϊκής Ενωσης βλέπουν την μπλόφα του. Και το αποτέλεσμα είναι οι δύο πλευρές να έχουν κολλήσει σε μία αντιπαράθεση που κάνει αδύνατη τη σοβαρή διαπραγμάτευση», προσθέτει.
«Αν ο Βαρουφάκης είχε υιοθετήσει ανάλογη στρατηγική για την Ελλάδα, θα επέμενε πεισματικά στη συζήτηση για τη διαγραφή χρέους μέχρι την τελευταία στιγμή και μετά θα έκανε πίσω σε αυτό το θέμα αρχής, με αντάλλαγμα σημαντικές παραχωρήσεις σε ότι αφορά τη λιτότητα και τις μεταρρυθμίσεις. Ή θα μπορούσε να είχε υιοθετήσει μία λιγότερο επιθετική στρατηγική. Να αποδεχθεί από την αρχή τη γερμανική θέση ότι τα χρέη είναι ιερά και μετά να δείξει ότι η λιτότητα θα μπορούσε να χαλαρώσει χωρίς καμία μείωση της ονομαστικής αξίας του ελληνικού χρέους. Ομως, αντί να επιδιώξει με συνέπεια οποιαδήποτε στρατηγική, ο Βαρουφάκης κινήθηκε ανάμεσα στην περιφρόνηση και το συμβιβασμό, χάνοντας την αξιοπιστία και με τους δύο τρόπους», σημειώνεται.
«Η Ελλάδα ξεκίνησε τη διαπραγμάτευση επιμένοντας ότι η διαγραφή χρέους είναι «κόκκινη γραμμή». Αλλά αντί να επιμείνει σε αυτή τη θέση, ακολουθώντας την τακτική του Ντράγκι, εγκατέλειψε αυτό το αίτημα μέσα σε λίγες ημέρες. Μετά ακολούθησε η άσκοπη πρόκληση της άρνησης των συνομιλιών με την Τρόικα, παρότι αυτά τα τρία θεσμικά όργανα είναι πολύ πιο φιλικά προς τα ελληνικά αιτήματα από ότι η γερμανική κυβέρνηση», αναφέρει.
Οσο για τη συνέχεια, θεωρεί ως πιο πιθανό σενάριο να αποδεχθεί σύντομα ο ΣΥΡΙΖΑ την ήττα του, να επανέλθει η χώρα σε ένα πρόγραμμα τύπου Τρόικα, απλά χωρίς τη λέξη «Τρόικα».
«Μία άλλη πιθανότητα θα ήταν η κυβέρνηση να εφαρμόσει μονομερώς κάποια από τα ριζοσπαστικά πλάνα της για μισθούς και δημόσιες δαπάνες. Αν η Ελλάδα το δοκιμάσει αυτό, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η ΕΚΤ θα διακόψει την έκτακτη χρηματοδότηση προς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα μετά από την εκπνοή του προγράμματος της Τρόικα στις 28 Φεβρουαρίου. Με αυτή τη διορία να πλησιάζει, η ελληνική κυβέρνηση πιθανότατα θα υποχωρήσει, όπως συνθηκολόγησαν η Κύπρος και η Ιρλανδία όταν αντιμετώπισαν αντίστοιχες απειλές.
Μία τέτοια συνθηκολόγηση της τελευταίας στιγμής θα μπορούσε να σημαίνει παραίτηση της ελληνικής κυβέρνησης και αντικατάστασή της από τεχνοκράτες εγκεκριμένους από την ΕΕ, όπως έγινε το 2012 στην Ιταλία με τον Μπερλουσκόνι. Σε ένα λιγότερο τραβηγμένο σενάριο, ο Βαρουφάκης θα μπορούσε να αντικατασταθεί ενώ η υπόλοιπη κυβέρνηση θα επιβιώσει. Η μόνη άλλη πιθανότητα, αν και όταν αρχίσουν οι ελληνικές τράπεζες να καταρρέουν, θα ήταν η έξοδος από το ευρώ».