FT: Πιθανότητες φυγής μετόχων της Τρ. Κύπρου

Άρθρο της γνωστής στήλης Lex των Financial Times παρομοιάζει με  «αρκούδες» κλεισμένες σε κλουβιά τους πρώην καταθέτες της Τράπεζας Κύπρου, ιδίως τους Ρώσους, που μετατράπηκαν σε μετόχους μετά το bail-in του 2013.

Η βρετανική οικονομική εφημερίδα σχολιάζει ότι «υπάρχει πολύ πιθανή πώληση (μετοχών) να γίνει όταν ανοίξουν οι πόρτες του κλουβιού», μια αναφορά στην επανέναρξη της διαπραγμάτευσης των μετοχών της τράπεζας εντός του μήνα.

Όπως αναφέρεται, υπάρχουν πολλοί λόγοι για να βγει κανείς από την τράπεζα πουλώντας τις μετοχές του, καθώς παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί υπό τον Τζον Χούρικαν η τράπεζα εξακολουθεί να είναι σε δύσκολη κατάσταση. Γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και στις μειούμενες καταθέσεις της Τράπεζας Κύπρου, καθώς και στην «εξάρτηση από τις ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες για το 31% της χρηματοδότησής της».

Παρόλα αυτά, συνεχίζει το δημοσίευμα, δεν πρέπει να υποθέσει κανείς ότι πράγματι θα υπάρξει μεγάλο κύμα πωλήσεων. «Σε ένα ενθαρρυντικό προηγούμενο, πολλοί άνθρωποι που ακόμα είχαν καταθέσεις στην τράπεζα αποφάσισαν να τις αφήσουν εκεί όταν νωρίτερα μέσα στο έτος χαλάρωσαν οι περιορισμοί στις αναλήψεις», γράφει το άρθρο.

Παράλληλα επισημαίνεται ότι τους πρώτους εννέα μήνες του 2014 η τράπεζα κατέγραψε κέρδος 76 εκατομμυρίων ευρώ, ενώ η ανακεφαλαιοποίησή της επέτρεψε την επιτυχία στα τεστ κοπώσεως της ΕΚΤ και προσέλκυσε μεγάλα ονόματα στη μετοχική σύνθεση, όπως ο Γουίλμπουρ Ρος και ο Γιόζεφ Άκερμαν.

Κατά την ανάλυση της στήλης, πάντως, ο κύριος λόγος που οι μέτοχοι ίσως κρατήσουν τις μετοχές τους είναι η προσμονή για ανάκαμψη. Όπως εξηγείται, η αξία της μετοχής αυτή τη στιγμή υπολογίζεται σε 24 λεπτά του ευρώ, δηλαδή 0,6 φορές η λογιστική αξία. Η προοπτική αύξησης της τιμής της μετοχής της Τράπεζας Κύπρου και το κλείσιμο της διαφοράς με τη λογιστική αξία δημιουργεί πιθανότητες μεγάλου κέρδους ή έστω απάλειψης της ζημιάς επί των καταθέσεων.

Ο κίνδυνος από την άλλη πλευρά, καταλήγει το άρθρο, είναι να μην κλείσει η διαφορά μεταξύ αξίας της μετοχής και λογιστικής αξίας, όχι λόγω της ανόδου της πρώτης, αλλά λόγω της μείωσης της δεύτερης.