Έχουν περάσει πάνω από έξι χρόνια από τότε που η Ελλάδα, κλυδωνιζόμενη από ένα μεγάλο φορτίο δημόσιου χρέους, αναγκάστηκε να στραφεί στους εταίρους της στην ευρωζώνη και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για μια διάσωση.
Ως το τέλος του έτους, αν οι δανειστές δεν καταφέρουν να καταλήξουν σε συμφωνία, το ΔΝΤ μπορεί να αποφασίσει τελικά να αποχωρίσει από το πρόγραμμα διάσωσης και να αφήσει την Ευρώπη να βάλει η ίδια τάξη στα προβλήματα της.
Το σημείο τριβής αφορά το αν η Ελλάδα, η οποία έχει ήδη προχωρήσει σε τεράστια δημοσιονομική σύσφιξη από τότε που ξεκίνησε η διάσωση, θα πρέπει να επιτύχει και να διατηρήσει ένα ακόμα πολύ φιλόδοξο στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος από το 2018 και έπειτα, γράφουν στο σημερινό κύριο άρθρο τους οι Financial Times.
Το ΔΝΤ τάσσεται, ορθά, ενάντια στην πρόταση αυτή. Μια τέτοια πολιτική θα δημιουργούσε τον κίνδυνο να καταπνίξει μια εκκολαπτόμενη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και να μεταθέσει για αργότερα την μείωση του βάρους του χρέους.
Το Ταμείο έχει επίσης δίκιο ότι η Ελλάδα χρειάζεται πιθανότατα περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, είτε με διαγραφή της ονομαστικής αξίας ή με μείωση της καθαρής παρούσας αξίας μέσω αλλαγών στις ωριμάνσεις και τα επιτόκια, για να καταφέρει να βγει από τη σημερινή δύσκολη θέση.
Συνολικά, το Ταμείο έχει διαδραματίσει θετικό ρόλο ως ένας από τους δανειστές της Ελλάδας. Θα ήταν κρίμα να αποχωρήσει. Αλλά αν οι κυβέρνησης της ευρωζώνης επιμείνουν στην εφαρμογή μη παραγωγικών πολιτικών που θα επιδεινώσουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα με την βιωσιμότητα του χρέους και που είναι αντίθετες με την προσέγγιση τους στη δημοσιονομική πολιτική σε άλλες χώρες της Ε.Ε., το ΔΝΤ θα έχει δίκιο να φύγει.
Το Eurogroup προβλέπει ότι η Ελλάδα θα επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018. Ένας τέτοιος στόχος μπορεί να είναι εφικτός για ένα έτος, εφόσον υπάρχει αρκετή υποκείμενη δυναμική στην οικονομία. Αλλά το να συνεχίσει να τον επιτυγχάνει «για το μεσοπρόθεσμο διάστημα», όπως προβλέπει το σχέδιο, είναι σίγουρα δονκιχωτικό για μια οικονομία με χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης και εύθραυστη επιχειρηματική και καταναλωτική εμπιστοσύνη.
Μια προσεκτική, καλά ζυγισμένη προσαρμογή για να επιστρέψει η κυβέρνηση στη βιωσιμότητα, είναι ένα ζήτημα. Αλλά είναι κάτι εντελώς διαφορετικό η βάναυση επιμονή στην επίτευξη πλεονασμάτων για πολλά χρόνια.
Η ελληνική οικονομία έχει αναπτυχθεί για δύο διαδοχικά τρίμηνα: δεν πρόκειται για μια τόσο σημαντική ώθηση ώστε να είναι κανείς βέβαιος ότι θα αντέξει μια αέναη δημοσιονομική περιστολή.
Η κατάσταση είναι αρκετά αλλόκοτη για την ευρωζώνη για δύο λόγους.
Πρώτον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αρχίζει να κινείται σταδιακά προς τη θέση ότι η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να στηρίξει την ανάπτυξη, ειδικά στις χώρες που έχουν το δημοσιονομικό περιθώριο. Ακόμα και για ελλειμματικές χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, η Επιτροπή αναγνώρισε σοφά ότι δεν έχει οικονομικό ή πολιτικό νόημα να προσπαθήσει να τους επιβάλει ένα αντιπαραγωγικό δημοσιονομικό σφίξιμο. Οπότε το να συνεχίζει να επιμένει στην λιτότητα στην Ελλάδα φαίνεται αυθαίρετο και άδικο.
Δεύτερον, παρά την αλλεργία τους απέναντι στην δημοσιονομική χαλαρότητα, αρκετές κυβερνήσεις της ευρωζώνης, ειδικά η Γερμανία, τάσσονται με θέρμη υπέρ της παραμονής του ΔΝΤ στο πρόγραμμα διάσωσης εξαιτίας της αξιοπιστίας που φέρνει η παρουσία του. Αν το Ταμείο δεν κάνει πίσω, όπως θα όφειλε, το Βερολίνο θα πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στην συμμετοχή του ΔΝΤ και στη διατήρηση του στόχου του 3,5% για το πρωτογενές πλεόνασμα της Ελλάδας.
Η Γερμανία, η οποία δεν έχει επιδείξει την ανάλογη δέσμευση στην χρήση της δημοσιονομικής πολιτικής για τη στήριξη της ανάπτυξης, πρέπει να διαλέξει με μεγάλη προσοχή. Η απομάκρυνση του ΔΝΤ από την διάσωση της Ελλάδας, δεδομένου ότι οι δανειστές του επίσημου τομέα θα συνεχίσουν να εμπλέκονται στη χώρα για δεκαετίες, θα ήταν ένα βήμα προς τα πίσω, τόσο όσον αφορά τις άμεσες επιλογές μέτρων, όσο και στην ποιότητα της λήψης αποφάσεων μακροπρόθεσμα.
Η Ε.Ε. έχει ορθά υιοθετήσει μια πιο ισορροπημένη στάση τελευταία στα δημοσιονομικά ελλείμματα κρατών μελών. Η αλλαγή αυτή πρέπει να εφαρμοστεί και στην Ελλάδα.