Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε σήμερα την εμπορική συμφωνία που συνήφθη από την Ευρωπαϊκή Ένωση με το Ηνωμένο Βασίλειο, δίνοντας τέλος στο επίπονο κεφάλαιο του Brexit.
Στην ψηφοφορία, που πραγματοποιήθηκε χθες βράδυ, 660 βουλευτές ενέκριναν το κείμενο τη συμφωνίας, 5 το καταψήφισαν και 32 απήχαν, σύμφωνα με τα επίσημα αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν σήμερα.
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν χαιρέτισε σήμερα την έγκριση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο της εμπορικής συμφωνίας με τη Βρετανία.
«Η TCA (Trade and Cooperation Agreement, Συμφωνία Εμπορίου και Συνεργασίας) σηματοδοτεί τη θεμελίωση μιας ισχυρής και στενής εταιρικής σχέσης με το Ηνωμένο Βασίλειο», ανέφερε η φον ντερ Λάιεν σε ανάρτησή της στο Twitter.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ δήλωσε ότι η Βρετανία παραμένει «σημαντικός φίλος και εταίρος» της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
«Χαιρετίζω εγκάρδια τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τη συμφωνία εμπορίου και συνεργασίας ΕΕ-ΗΒ. Σηματοδοτεί ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός στις σχέσεις ΕΕ-ΗΒ και ανοίγει μια νέα εποχή», ανέφερε ο Μισέλ σε ανάρτησή του στο Twitter.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον έκανε λόγο για «το τελευταίο βήμα ενός μεγάλου ταξιδιού» που «προσφέρει σταθερότητα στη νέα μας σχέση με την ΕΕ ως εμπορικών εταίρων ζωτικής σημασίας, στενών συμμάχων και ισότιμων κυρίαρχων». «Είναι τώρα καιρός να στραφούμε στο μέλλον και την οικοδόμηση ενός πιο παγκόσμιου Ηνωμένου Βασιλείου», ανέφερε ο Τζόνσον.
Το πράσινο φως των ευρωβουλευτών σε αυτή την εμπορική συμφωνία που συνήφθη με δυσκολίες στις 24 του περασμένου Δεκεμβρίου, απέκτησε χαρακτήρα επείγοντος: η προσωρινή εφαρμογή του κειμένου, που τέθηκε σε ισχύ από τις αρχές του έτους, λήγει την Παρασκευή. Και το Ηνωμένο Βασίλειο είχε αποκλείσει κάθε παράτασή του.
Η ψηφοφορία, ύστερα από μια κοινοβουλευτική συζήτηση πέντε ωρών, συνοδεύτηκε από την διαδικασία έγκρισης ενός μη δεσμευτικού ψηφίσματος, στο οποίο οι βουλευτές χαρακτηρίζουν το Brexit «ιστορικό λάθος».
Κρίση εμπιστοσύνης
Οι σχέσεις μεταξύ Λονδίνου και Βρυξελλών επηρεάστηκαν βαθιά από την απόφαση της Βρετανίας να εγκαταλείψει την ενιαία αγορά, που έγινε επίσημη από την 31η Ιανουαρίου του 2020 αλλά ουσιαστικά τέθηκε σε ισχύ από τις αρχές του έτους.
Σε επίπεδο εμπορικών συναλλαγών, οι ευρωπαϊκές εξαγωγές προς το Ηνωμένο Βασίλειο μειώθηκαν κατά 20,2% ενώ οι βρετανικές εισαγωγές στην ΕΕ σημείωσαν πτώση κατά 47% κατά τους δυο πρώτους μήνες του 2021, σύμφωνα με τη Eurostat.
Σε αυτό έρχεται να προστεθεί μια κρίση εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο εταίρων, ύστερα από πολλές αποφάσεις της Ντάουνινγκ Στριτ που έθεσαν εν αμφιβόλω την προηγούμενη συμφωνία που συνήφθη με την ΕΕ, τη συνθήκη του 2019 για το Brexit, που ουσιαστικά οργάνωσε το «διαζύγιο».
Οι Ευρωπαίοι επικρίνουν κυρίως το Λονδίνο ότι παραβίασε το ιρλανδικό πρωτόκολλο που περιλαμβάνεται σε αυτή τη συνθήκη, αναβάλλοντας ορισμένους τελωνειακούς και υγειονομικούς ελέγχους που έπρεπε να τεθούν σε ισχύ μεταξύ της βρετανικής επαρχίας της Βόρειας Ιρλανδίας και του υπόλοιπου Ηνωμένου Βασιλείου, προκειμένου να αποφευχθεί μια επιστροφή των συνόρων στην ιρλανδική νήσο.
Σε μια ένδειξη διαμαρτυρίας, οι ευρωβουλευτές καθυστερούσαν να ορίσουν ημερομηνία για να δοθεί πράσινο φως στην εμπορική συμφωνία
«Η πιστή εφαρμογή είναι ουσιώδης», επέμεινε σήμερα η φον ντερ Λάιεν, που έχει ήδη διαβεβαιώσει ότι η ΕΕ «δεν θα διστάσει» «εάν είναι απαραίτητο» να χρησιμοποιήσει έναντι του Λονδίνου τα μονομερή διορθωτικά μέτρα που προβλέπονται στη συμφωνία.
Μεταξύ των δύο πλευρών της Μάγχης συνεχίζουν να υπάρχουν και άλλα σημεία προστριβής, όπως η πρόσφατη διαμάχη για την προμήθεια των εμβολίων της AstraZeneca, ή ακόμα και η απειλή της Γαλλίας να προχωρήσει σε «αντίποινα» σε βάρος των βρετανικών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών εάν η μετά το Brexit συμφωνία για την αλιεία δεν τεθεί σε ισχύ.