41 χρόνια συμπληρώνοντα σήμερα από τη παράνομη ανακήρυξη του ψευδοκράτους.
Ο Ραούφ Ντενκτάς, το βράδυ της 14ης του Νιόβρη του 1983, ενέργησε συνωμοτικά και με τις ευλογίες της Τουρκίας ενίσχυσε τα φυλάκια κατά μήκος της «Πράσινης Γραμμής», απέκοψε κάθε επικοινωνία με τα Κατεχόμενα και κάλεσε τους «βουλευτές» του σε δείπνο στο γραφείο του, όπου τους ανακοίνωσε την πρόθεσή του να ανακηρύξει το ψευδοκράτος του.
Η απόφαση του Ντενκτάς και της Άγκυρας προκάλεσαν θύελλα και αντιδράσεις και το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. με 13 ψήφους υπέρ, μια αποχή και μια εναντίον, καταδίκασε την ανακήρυξη του ψευδοκράτους.
Ακόμα και σήμερα, καμιά χώρα δεν αναγνώρισε το ψευδοκράτος, εκτός από τον υποκινητή της δημιουργίας του – την Τουρκία.
Πώς, όμως, φθάσαμε στην ανακήρυξη του ψευδοκράτους; Ας κάνουμε μια ιστορική αναδρομή για να δούμε την επεκτατική πολιτική της Τουρκίας στο νησί μας, που αρχίζει εδώ και εκατοντάδες χρόνια.
Η Τουρκία ήρθε στην Κύπρο το 1570 και έφυγε ύστερα από τρεις αιώνες, αφού παραχώρησε το νησί στη Βρετανία το 1878, για να την προστατεύει από τη Ρωσία, από την οποία ηττήθηκε στο ρωσοτουρκικό πόλεμο που έγινε τότε. Ο πληθυσμός του νησιού ήταν, σύμφωνα με την απογραφή του 1881, μόλις 186 173 κάτοικοι, από τους οποίους οι 45 000 μόνο ήταν οι Τούρκοι.
Τα πράγματα έμειναν σε σταθερό σημείο μέχρι τις 5 Νοεμβρίου 1914 όταν η Τουρκία αρνήθηκε να μπει στον πόλεμο παρά το πλευρό των δυτικών συμμάχων και η Αγγλία κήρυξε άκυρη τη συμφωνία του 1878 και προσάρτησε την Κύπρο στη Βρετανική αυτοκρατορία.
Η Τουρκία δεν αντέδρασε στην ενέργεια αυτή της Βρετανίας και σε δυο μάλιστα περιπτώσεις αργότερα την δέχτηκε αδιαμαρτύρητα: Στις 10 Αυγούστου 1920, με τη συμφωνία των Σεβρών, η οποία επικυρώθηκε αργότερα με τη συνθήκη της Λωζάνης στις 23 Αυγούστου 1923.
Με βάση τη συνθήκη αυτή, η Τουρκία εγκατέλειπε κάθε δικαίωμά της πάνω στην Κύπρο και αναγνώριζε την προσάρτηση της νήσου στην αγγλική επικράτεια. Το άρθρο 20 της συνθήκης ήταν ξεκάθαρο:
«Η Τουρκία δηλώνει ότι αναγνωρίζει την προσάρτηση της Κύπρου που ανακηρύχθηκε από τη βρετανική Κυβέρνηση στις 5 Νοεμβρίου 1914».
Τα χρόνια κυλούσαν και το νησί μας βρισκόταν υπό αγγλική κατοχή. Φθάνουμε στη δεκαετία του 1950, οπότε άρχισε ο αγώνας της ΕΟΚΑ 1955 – 59. Οι Έλληνες να επιδιώκουν με την ΕΟΚΑ την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και η Τουρκία να υποδαυλίζει το φυλετικό μίσος και να καταστρώνει σχέδια για ν’ αποκτήσει δικαιώματα στο νησί.
Έτσι ξεκίνησε έναν αγώνα αναγνώρισης κάποιων δικαιωμάτων, ενώ ο τουρκοκύπριος ηγέτης Φαζίλ Κουτσιούκ, που πηγαινοερχόταν στην Άγκυρα για οδηγίες, πρόβαλλε την αξίωση για διαμελισμό της Κύπρου στον 35ο παράλληλο, που δεν ήταν τίποτε άλλο από μια γραμμή που χώριζε στα δυο το νησί από τα Κόκκινα μέχρι το Βαρώσι, δηλαδή κάτι περίπου όπως είναι σήμερα η γραμμή Αττίλα.
Ο Κουτσιούκ δεν έκανε καμιά προσπάθεια να αποκρύψει την ανάμειξη της Τουρκίας και τους επεκτατικούς της σκοπούς. Έτσι στις 3 Φεβρουαρίου 1958 είπε σαν επέστρεψε από ένα του ταξίδι στην Άγκυρα:
«Εάν η δύναμη μας στην Κύπρο αποδειχθεί ανεπαρκής, η μητέρα πατρίδα είναι έτοιμη να έλθει σε βοήθειά μας. Δεν υπάρχει λόγος απογοήτευσης. Ο διαμελισμός θα γίνει χίλια τοις εκατό».
Εν τω μεταξύ η τουρκοκυπριακή τρομοκρατική οργάνωση ΤΜΤ άρχισε να φέρνει και οπλισμό μυστικά από την Τουρκία, για να εξοπλίσει τους Τουρκοκύπριους εξτρεμιστές και αυτούς που μισούσαν την ειρηνική συμβίωση. Ο εξοπλισμός έφερε τη διχόνοια και το αίμα. Δυο Τουρκοκύπριοι δημοσιογράφοι, που υποστήριζαν την ειρηνική συνύπαρξη και καλούσαν τους εξτρεμιστές να σκεφτούν λογικά δολοφονήθηκαν.
Ταυτόχρονα με την καθοδήγηση της Τουρκίας άρχισαν να δημιουργούνται οι πρώτοι καθαροί θύλακες των Τουρκοκυπρίων μετά την έκρηξη των διακοινοτικών συγκρούσεων το 1963, με την ΤΜΤ να προσπαθεί να επιβάλει δια πυρός και αίματος τα διαμελιστικά σχέδια της Τουρκίας. Οι Τουρκοκύπριοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους και να εγκατασταθούν σε «καταυλισμούς» στην περιοχή βόρεια της Λευκωσίας και αλλού, ενώ ταυτόχρονα όσοι υποστήριζαν τη συνύπαρξη Ελλήνων και Τούρκων εδολοφονούντο.
Επιδίωξη της Τουρκίας ήταν να παρουσιαστούν οι δυο κοινότητες ότι δεν μπορούσαν να συμβιώσουν. Συνολικά οι Τουρκοκύπριοι εκβιάστηκαν να εγκαταλείψουν τα 103 χωριά τους και να μεταβούν στους καταυλισμούς που στήθηκαν με τη βοήθεια της Τουρκίας.
Όμως η Τουρκία δεν έμεινε για πολύ στο παρασκήνιο. Η πρώτη ανοιχτή δράση της ήλθε τον Αύγουστο του 1964 με την εισβολή της στην περιοχή Κοκκίνων, όπου τα αεροπλάνα της σκόρπισαν τον όλεθρο και την καταστροφή και τον θάνατο.
Όμως τα σχέδιά της θα ολοκληρώνονταν ύστερα από μια δεκαετία, στις 20 Ιουλίου 1974. Ήταν τότε που η Τουρκία ανέλαβε στρατιωτική δράση για δεύτερη φορά, σαν βρήκε με το προδοτικό πραξικόπημα τη χρυσή ευκαιρία που περίμενε για να βάλει πόδι στο νησί.
Έτσι εισέβαλε στην Κύπρο από τις ακτές της Κερύνειας, αφού σκότωσε αθώους, λεηλάτησε τις εκκλησίες και τα σπίτια μας, έδιωξε με τη βία τους κατοίκους, εγκατάστησε το στρατό της στο νησί, που ελέγχει με τη βία των όπλων του το 36% του εδάφους μας και ταλαιπωρεί για τώρα χρόνια Έλληνες και Τούρκους.
Η Τουρκία δικαιολογήθηκε ότι ήλθε στην Κύπρο για να αποκαταστήσει τον Νόμο και την τάξη. Όμως απόδειξε τους πραγματικούς της σκοπούς όταν επέστρεψε ο εκλελεγμένος Πρόεδρος Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, επιμένοντας να κατακρατεί τους τόπους μας και του επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά στις 15 Νοεμβρίου 1983, με την ανακήρυξη του ψευδοκράτους του Ντενκτάς.
Σ’ αυτό το ψευδοκράτος, που μόνο η ίδια αναγνώρισε, μετέφερε και 120 000 και πλέον εποίκους, τους εγκατέστησε στα σπίτια μας και τους έδωσε ψευδοϋπηκοότητα, δίνοντας ακόμα μια μαχαιριά στην καρδιά της πολυβασανισμένης μας πατρίδας.
Κάθε χρόνο στήνουν πανηγύρια και να γιορτάζουν την ίδρυση του ψευδοκράτους. Έτσι ούτε και φέτος δε θα λείπουν οι εορτασμοί με αποκορύφωμα την παρέλαση του στρατού κατοχής.