Δρ. Ανδρέας Πουλλικκάς
Πρόεδρος Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας Κύπρου
Οι πρόσφατες αυξανόμενες θερμοκρασίες και η αυξανόμενη συχνότητα ακραίων καιρικών φαινομένων ενισχύουν τις ανησυχίες σχετικά με την καταλληλότητα των σημερινών ενεργειακών συστημάτων στην περιοχή της Μεσογείου για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Για αυτό, η προώθηση της ενεργειακής μετάβασης στην περιοχή της Μεσογείου αφορά την μετατροπή του υφιστάμενου ενεργειακού συστήματος σε ένα σύστημα παραγωγής ενέργειας χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και είναι ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Ωστόσο, τα ορυκτά καύσιμα εξακολουθούν να κυριαρχούν στο ενεργειακό μείγμα της περιοχής, ενώ οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας καλύπτουν μόνο ένα μικρό μερίδιο της συνολικής ζήτησης. Επιπλέον, η μετάβαση στην πράσινη ενέργεια στις μεσογειακές χώρες αποτελεί σημαντική ευκαιρία για τον εκσυγχρονισμό της περιφερειακής οικονομίας και την προώθηση της ανάπτυξης, της απασχόλησης και της τεχνολογικής προόδου. Ωστόσο, παρά όλα αυτά οφέλη, η ενεργειακή μετάβαση στην περιοχή της Μεσογείου αντιμετωπίζει διάφορες προκλήσεις. Μία από τις προκλήσεις αφορά την αύξηση του πληθυσμού στην περιοχή και την αναμενόμενη οικονομική ανάπτυξη, με αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση της κατανάλωσης πρωτογενούς ενέργειας, ιδίως στις χώρες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής.
Για να αντιμετωπιστεί η περίπλοκη ισορροπία μεταξύ της ενεργειακής ασφάλειας, της οικονομικής ανάπτυξης και της βιωσιμότητας, οι κυβερνήσεις στην περιοχή της Μεσογείου χρειάζεται να αναλύσουν τα αποτελέσματα της πρόσφατης ενεργειακής κρίσης και να εφαρμόσουν στρατηγικές για τον μετριασμό των επιπτώσεων, διερευνώντας νέες ή προσαρμοσμένες οδούς ενεργειακής μετάβασης. Αυτό αποτελεί σύνθετη πρόκληση, καθώς οι επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης ποικίλλουν σημαντικά σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, με κάθε χώρα να αντιμετωπίζει μοναδικές προκλήσεις. Η Ιταλία, για παράδειγμα, είχε πληγεί σοβαρά από την αύξηση του ενεργειακού κόστους, κυρίως λόγω της μεγάλης εξάρτησής της από τις εισαγωγές ενέργειας, οι οποίες αντιπροσωπεύουν τα τρία τέταρτα της κατανάλωσης ενέργειας. Για αυτό κατά το 2022 η Ιταλία είχε στραφεί προσωρινά στον άνθρακα λόγω των υψηλών τιμών του φυσικού αερίου. Η Ελλάδα είχε επίσης επηρεαστεί σημαντικά. Το 2020, οι εισαγωγές ενέργειας της Ελλάδας από τη Ρωσία αποτελούσαν σημαντικό μερίδιο της κατανάλωσης ενέργειας, σημαντικά υψηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ. Για να μειώσει τη σημαντική ενεργειακή εξάρτησή της, η Ελλάδα έχει ξεκινήσει μια σειρά στρατηγικών μέτρων μεταξύ άλλων τις εγκαταστάσεις αποθήκευσης υγροποιημένου φυσικού αερίου στη Ρεβυθούσα, την προώθηση συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας και την αύξηση των ηλεκτρικών διασυνδέσεων. Το Μαρόκο όπως και η Κύπρος είχαν επίσης πληγεί από την ενεργειακή κρίση λόγω της μεγάλης εξάρτησής τους από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα. Στον Λίβανο, με υψηλή εξάρτηση από τις εισαγωγές ενέργειας και με ένα αναποτελεσματικό οικονομικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι αυξανόμενες τιμές της ενέργειας είχαν και έχουν επιδεινώσει σοβαρά τις υφιστάμενες προκλήσεις της διαθεσιμότητας ενέργειας και της φτώχειας.
Από την άλλη, χώρες όπως η Αλγερία, η Αίγυπτος και το Ισραήλ είχαν ανακαλύψει νέες ευκαιρίες από την αυξανόμενη ζήτηση για τις εξαγωγές ενέργειας τους. Για παράδειγμα, η ΕΕ, το Ισραήλ και η Αίγυπτος το 2022 κατέληξαν σε συμφωνία για την αύξηση των πωλήσεων υγροποιημένου φυσικού αερίου από το Ισραήλ και την Αίγυπτο σε χώρες της ΕΕ, ενώ η Ιταλία συμφώνησε με την Αλγερία να λάβει περισσότερες ετήσιες ποσότητες φυσικού αερίου από ότι προηγουμένως. Αυτές οι νέες ευκαιρίες έχουν επίσης αυξήσει τα κίνητρα για αυτές τις χώρες να προχωρήσουν σε περαιτέρω εξερεύνηση ενεργειακών πόρων και επιπλέον αύξηση της παραγωγής φυσικού αερίου. Καθώς η Ευρώπη αναζητά εναλλακτικές πηγές ενέργειας, η γεωγραφική εγγύτητα, οι άφθονοι πόροι και οι υφιστάμενες ενεργειακές υποδομές των χωρών της περιοχής της Μεσογείου τις καθιστούν ελκυστική επιλογή για τις προσπάθειες διαφοροποίησης των προμηθευτών φυσικού αερίου της ΕΕ. Για τις μεσογειακές χώρες παραγωγής φυσικού αερίου, οι υψηλές τιμές ενέργειας και η αυξημένη ζήτηση από την ΕΕ παρουσιάζουν ελκυστικές οικονομικές ευκαιρίες, ιδίως δεδομένων των οικονομικών και πολιτικών προκλήσεων σε χώρες όπως η Αλγερία, η Λιβύη και η Αίγυπτος. Αυτές οι ευκαιρίες, ωστόσο, δεν θα πρέπει να αποσπούν την προσοχή από το στόχο της ενεργειακής μετάβασης για επενδύσεις σε αειφόρες ενεργειακές τεχνολογίες όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τα συστήματα αποθήκευσης ενέργειας, οι τεχνολογίες υδρογόνου καθώς επίσης και σε επενδύσεις διασυνοριακών ηλεκτρικών διασυνδέσεων, για το μεσοπρόθεσμο έως μακροπρόθεσμο μέλλον. Χρειάζεται, επίσης, η εναρμόνιση των ρυθμιστικών πλαισίων των μεσογειακών χωρών ως απαραίτητη προϋπόθεση λαμβάνοντας υπόψη τις εμπειρίες που έχουν αποκτηθεί κατά την ενοποίηση των ενεργειακών δικτύων της ΕΕ.
Οι μεσογειακές χώρες πρέπει να επανεξετάσουν προσεκτικά τις στρατηγικές τους για τη μεταρρύθμιση των ενεργειακών τους συστημάτων και να επανασχεδιάσουν τις πορείες απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές, προκειμένου να καταστήσουν την ενεργειακή τους μετάβαση πιο ανθεκτική στο πλαίσιο των ανησυχιών για την ενεργειακή ασφάλεια, των γεωπολιτικών αβεβαιοτήτων και των απροσδόκητων ενεργειακών κρίσεων. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για χώρες όπως η Αλγερία και η Λιβύη, όπου επί του παρόντος δίνεται περιορισμένη έμφαση στην προώθηση της ενεργειακής μετάβασης. Μέχρι την ολοκλήρωση της ενεργειακής μετάβασης τα αποθέματα φυσικού αερίου στην περιοχή της Μεσογείου μπορούν να αποτελέσουν μια μεταβατική λύση. Χρειάζεται όμως ένα κοινό στρατηγικό σχέδιο που θα λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων: (α) τη σύνδεση των χωρών της Μεσογείου με τις Ευρωπαϊκές χώρες μέσω ηλεκτρικών διασυνδέσεων, (β) τη σύνδεση των χωρών της Μεσογείου με τις Ευρωπαϊκές χώρες μέσω αγωγών φυσικού αερίου ή/και εικονικών αγωγών φυσικού αερίου, (γ) την ένταξη αειφόρων ενεργειακών τεχνολογιών σε όλες τις χώρες της Μεσογείου, (δ) τη χρήση υδρογόνου μετά το 2030, το οποίο θα παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και από την αναμόρφωση φυσικού αερίου, (ε) την εξαγωγή ηλεκτρισμού προς τις Ευρωπαϊκές χώρες, και (στ) μακροπρόθεσμα την εξαγωγή υδρογόνου προς τις Ευρωπαϊκές χώρες.
Η διερεύνηση πιθανών οδών περιφερειακής συνεργασίας για την ενεργειακή μετάβαση της περιοχής της Μεσογείου απαιτεί καλή κατανόηση της ποικιλομορφίας της περιοχής. Πολλές χώρες διαφέρουν σημαντικά ως προς τα επίπεδα οικονομικής ανάπτυξής τους και τα πρότυπα παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας. Αυτό καθιστά τον προσδιορισμό και την κατανόηση των προϋποθέσεων που διαμορφώνουν τις προτεραιότητες κάθε χώρας το απαραίτητο σημείο εκκίνησης για προβληματισμούς σχετικά με τον τρόπο προώθησης της περιφερειακής συνεργασίας. Για τις ευρωπαϊκές μεσογειακές χώρες, φιλόδοξα σχέδια της ΕΕ, όπως το REPowerEU, παρέχουν στρατηγική αναφορά για τη διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας, την επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασής τους και τους στόχους ενεργειακής απόδοσης. Σε αυτή τη βάση, τα εθνικά πλαίσια πολιτικής για την ενέργεια και το κλίμα στις περισσότερες ευρωπαϊκές μεσογειακές χώρες έχουν προχωρήσει αρκετά. Πέρα από τις προσπάθειες διαφοροποίησης για τη βραχυπρόθεσμη ενεργειακή τους ασφάλεια, η στρατηγική εστίαση της ΕΕ βασίζεται στην επιταχυνόμενη χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και του πράσινου υδρογόνου. Δεδομένων των φυσικών συνθηκών σε πολλά κράτη μέλη της ΕΕ, σημαντικά μερίδια αυτής της ανανεώσιμης ενέργειας θα πρέπει να προέλθουν από εισαγωγές. Πολλές χώρες στην περιοχή της Μεσογείου βρίσκονται στην κατάλληλη θέση για να αποτελέσουν βασικούς προμηθευτές ενέργειας της ΕΕ, δεδομένων των εξαιρετικών συνθηκών παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και της γεωγραφικής τους εγγύτητας.
Ενώ δυνητικά ανοίγονται νέοι δρόμοι συνεργασίας μεταξύ των δύο ακτών της Μεσογείου, η επίτευξη αυτής της συνεργασίας εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση, δεδομένων των αποκλινουσών πολιτικών και οικονομικών προτεραιοτήτων των διαφόρων χωρών. Επιπλέον, πτυχές όπως οι σημαντικές διαφορές στη δομή των αγορών ηλεκτρισμού, η περιορισμένη προσβασιμότητα στη χρηματοδότηση έργων καθαρής ενέργειας, η έλλειψη υποστηρικτικού ρυθμιστικού και πολιτικού περιβάλλοντος και η έλλειψη μέσων για την ελαχιστοποίηση των κινδύνων, καθιστούν αυτές τις συνεργασίες δύσκολες. Δεδομένου του σύνθετου περιφερειακού περιβάλλοντος και του συνόλου των προκλήσεων για μια ανθεκτική ενεργειακή μετάβαση στη Μεσόγειο, οι τρέχουσες προσπάθειες κυβερνητικών θεσμών, δεξαμενών σκέψης και διεθνών οργανισμών να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν καλά προσαρμοσμένες ενεργειακές πολιτικές και να ξεπεράσουν τα εμπόδια στο δρόμο μιας ενεργειακά διασυνδεδεμένης περιοχής, δεν είναι ακόμη επαρκείς. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο δεδομένου ότι η μόνη παράμετρος που μπορεί δυνητικά να υπονομεύσει όλες τις άλλες προσπάθειες, και είναι δύσκολο να προβλεφθεί ή να μετρηθεί, ειδικά με τον πρόσφατο πόλεμο στη Λωρίδα της Γάζας, είναι η γεωπολιτική παράμετρος. Για αυτό, η φιλοδοξία πρέπει να είναι η δημιουργία ανθεκτικών οδών ενεργειακής μετάβασης για τη Μεσόγειο, οι οποίες μπορούν να προστατεύσουν το ενεργειακό σύστημα από γεωπολιτικές αναταράξεις και να καταστήσουν την ενέργεια μοχλό συνεργασίας, ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή της Μεσογείου.