Του Παναγιώτη Σταυρινίδη*
Τι κέρδισα; Μαθήματα. Πολλά μαθήματα. Μαθαίνεις αρχικά ότι δεν απέκτησες ξαφνικά περισσότερη σοφία, ούτε περισσότερη ορθότητα λόγου. Βήμα απέκτησες. Ένα βήμα στο δημόσιο διάλογο με ημερομηνία λήξης που μένει να καθοριστεί ποια είναι αυτή. Ομολογώ ότι ο πειρασμός να θεωρήσεις τον εαυτό σου σημαντικότερο απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα, είναι μεγάλος. Ίσως γι’ αυτό έπρεπε κάθε βράδυ για 70 μέρες να σκέφτεσαι πως τα φώτα δεν αποτελούν συνάρτηση της σημασίας που έχει ο λόγος σου. Αλλά το περιεχόμενο αυτού.
Μαθήματα αφοσίωσης.
Μαθαίνεις από τον (άνεργο εδώ και καιρό) οικοδόμο την λέξη αφοσίωση. Η αλήθεια είναι ότι φεύγοντας από εκεί ευχήθηκα αρχικά να μην γνώριζα ποτέ εκείνη την οικογένεια, εκείνο το ζευγάρι. Η πολιτική ήταν τόσο μακριά από την αφοσίωση του άντρα στη γυναίκα του που σβήνει. Μα πόση πίστη σε έναν άνθρωπο, σε έναν άντρα και μια γυναίκα. Αδιανόητο. Ήταν οι πρώτες μέρες και ήταν μια από τις στιγμές που σκέφτηκα αν έπρεπε να συνεχίσω.
Συνέχισα.
Όπως ξεκινήσαμε. Θυμάστε τις αποσκευές; Αυτά ήταν μόνο. Περίμεναν όμως και άλλα μαθήματα. Σε ένα συνοικισμό, σε δυο δωμάτια όλα κι όλα, δεκατέσσερα πλάσματα να ζουν μαζί. Εφτά μεγάλοι και εφτά μικροί, μας εξήγησε η γιαγιά. Λίγο πριν το Πάσχα, βρέφη στις αγκαλιές και μεγαλύτερα εγγόνια να φροντίζουν την άρρωστη γιαγιά. Μαθαίνεις την αξιοπρέπεια και φεύγεις χωρίς να πεις λέξη.
Οι μέρες περνούν. Στο καφενείο νιώθεις ότι μόλις έκανες την πρώτη σου πολιτική γκάφα καθώς προσπαθείς να πληρώσεις. Εδώ είσαι στο σπίτι μας, ακούς; Στο σπίτι μας δεν πληρώνεις. Υπακούς αμήχανα και παρατηρείς μια άλλη μορφή συλλογικότητας. Κανένας δεν πληρώνει για το δικό του καφέ. Όλοι βιάζονται. Βιάζονται να πληρώσουν ο ένας για τον άλλον. Και ξέρεις ότι όλοι είναι φτωχοί. Μα και τόσο πλούσιοι συνάμα.
Πολλές ώρες στο αυτοκίνητο. Εκεί σου δίνεται ο χρόνος να βάλεις τα πράγματα σε τάξη. Θυμάσαι την κυρία που σε δέχτηκε στο σπίτι της. Κάθεσαι και το γλυκό του κουταλιού είναι μπροστά σου πριν προλάβεις να αρνηθείς ευγενικά. Σου μιλά για την ανάγκη να βρεθεί μια λύση και να ξαναζήσουμε μαζί, όπως τότε. Γνωρίζεις στα λόγια της την χαρά μια άλλης εποχής. Η Εμινέ, ο Χασάν, ο Οσμάν, ήταν στο βλέμμα της. Χάσαμε τα αδέρφκια μας, ψιθυρίζει. Φεύγοντας μαθαίνεις ότι έχασε και τον άντρα της. Σαράντα χρόνια πριν.
Ήταν και οι συγκεντρώσεις. Κόσμος, πολύς κόσμος σκέφτεσαι. Για όσους αναρωτιούνται, η αλήθεια είναι ότι κάθε φορά τρόμαζα. Ήμουν πεπεισμένος ότι στην καλύτερη θα άνοιγα το στόμα μου και δεν θα ακουγόταν τίποτε. Και ότι στην χειρότερη, θα ακουγόταν η μεγαλύτερη πολιτική ανοησία που ειπώθηκε ποτέ. Αυτός ο φόβος δεν έφυγε ποτέ, ακόμα και σήμερα.
Το γιούδιν μου.
Ήταν και η επίσκεψη στο χωριό. Γνώριμα μέρη, καλοκαίρια, Πάσχα και Χριστούγεννα. Ήταν όλα εκεί αλλά δεν ήταν όλοι εκεί. Στο σπίτι του παππού μένουν τώρα ξένοι εργάτες. “Καλά πλάσματα” μου είπε η θεία που με έσφιγγε ολοένα και πιο σφικτά στην αγκαλιά της. “Το γιούδι μου” έλεγε ξανά και ξανά, “το γιούδι μου”. Εκεί δεν είσαι τίποτε άλλο, είσαι το γιούδι της.
Ήταν κι άλλα, πολλά άλλα. Ίσως όταν οι σκέψεις μπουν σε μια τάξη να μπορέσω να μοιραστώ περισσότερα. Υπήρξαν στιγμές χαράς, αγάπης, θυμού, απογοήτευσης, γέλιου, ελπίδας. Μάλλον το τελευταίο κρατώ περισσότερο. Την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.
Και τώρα τι;
Καθώς η προεκλογική φτάνει προς το τέλος της, οι ίδιες σκέψεις με τις οποίες ξεκινήσαμε έρχονται στο μυαλό μου, εβδομήντα ημέρες πριν:
Με τι αποσκευές;
Καμιά. Μονάχα την ελεύθερη σκέψη και την έγνοια για το αύριο.
Συνεχίζουμε.
*Υποψήφιος Ευρωβουλευτής ΑΚΕΛ, Λέκτορας Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου