Ο Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας κ. Οδυσσέας Μιχαηλίδης απέστειλε σήμερα, 12 Απριλίου 2017, επιστολή στον Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου κ. Θεοδόση Τσιόλα με θέμα «Διεξαγωγή έρευνας κατά πόσο συντρέχουν λόγοι για διορισμό Ερευνώντα Λειτουργού». Η επιστολή κοινοποιήθηκε και στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Το πλήρες κείμενο της επιστολής του Γενικού Ελεγκτή ακολουθεί:
«Αναφέρομαι στο πιο πάνω θέμα και σε απάντηση της επιστολής σας με αρ. 05.05.008ΕΜ και ημερομηνία 7.4.2017, με την οποία μου διαβιβάσατε Προσχέδιο Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου η οποία λήφθηκε κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 5.4.2017, σας πληροφορώ ότι, ενεργώντας ως η αρμόδια αρχή με βάση τον περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμο, και αφού μελέτησα το θέμα στη βάση σχετικής γνωμάτευσης που έχω λάβει από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, με βάση το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο, δεν συντρέχουν λόγοι για διορισμό Ερευνώντος Λειτουργού για να διεξαγάγει έρευνα για πιθανή διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων από μέρους του κ. Χασαπόπουλου σε σχέση με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημερομηνίας 30.11.2016 στην υπόθεση με αρ. 7280/2013. Λόγω της δημοσιότητας που έχει λάβει το θέμα, ένεκα της διαρροής τής υπό αναφορά Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, προτού αυτή ληφθεί από την Υπηρεσία μας (και το αναφέρω τούτο για να καταστήσω σαφές ότι η διαρροή επ’ ουδενί προήλθε από τη δική μας Υπηρεσία), η παρούσα επιστολή θα δοθεί στη δημοσιότητα ώστε να αποκατασταθεί, κατά το δυνατό, το όνομα και η αξιοπρέπεια του κ. Χασαπόπουλου που αδίκως επλήγη, τόσο από τη διαρροή, όσο και από τον άκρως διαστρεβλωτικό και αήθη τρόπο με τον οποίο η υπόθεση παρουσιάστηκε από συγκεκριμένες εφημερίδες. Σχετική είναι και η ανακοίνωση που εκδόθηκε από την Υπηρεσία μας στις 7 Απριλίου 2017 σε απάντηση δημοσιεύματος της εφημερίδας «Πολίτης» το οποίο συνιστούσε μια εμφανή προσπάθεια να πληγεί η αξιοπιστία του συγκεκριμένου εξαίρετου στελέχους της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, με τη χρησιμοποίηση κατά τρόπο ελλειπτικό, επιλεκτικό και παραπλανητικό, κάποιων αναφορών που έγιναν από Επαρχιακό Δικαστήριο σε απόφασή του σε ποινική υπόθεση, στο πλαίσιο της οποίας ο λειτουργός είχε εμφανιστεί ως μάρτυρας κατηγορίας. Είχαμε δε εξηγήσει ότι η αήθης αυτή επίθεση εναντίον του λειτουργού μας, με ευσυνείδητες προσπάθειες του οποίου αναδείχθηκε πρόσφατα μεγάλος αριθμός σκανδάλων και ατασθαλιών, ούτε από απόψεως ουσίας, ούτε χρονικής συγκυρίας, μπορεί να θεωρηθεί ως στερούμενη σκοπιμοτήτων.
2. Στην υπό αναφορά Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου γίνεται επίκληση δημοσιευμάτων στον ημερήσιο Τύπο σε σχέση με την πιο πάνω απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στην οποία, όπως αναφέρει το Υπουργικό Συμβούλιο, «γίνεται δυσμενής διαπίστωση» για τη μαρτυρία του Διευθυντή Τεχνικού Ελέγχου κ. Ανδρέα Χασαπόπουλου. Το Συμβούλιο επικαλείται Αποφάσεις που το ίδιο έλαβε σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις αποφάσεων Δικαστηρίων, στις οποίες γίνονταν δυσμενείς διαπιστώσεις για τη μαρτυρία δημοσίων υπαλλήλων, και στη βάση τούτου, αποφάσισε να μου ζητήσει να εξετάσω, με βάση το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο, κατά πόσο συντρέχουν λόγοι για διορισμό Ερευνώντος Λειτουργού για να διεξαγάγει έρευνα για πιθανή διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων από μέρους του κ. Χασαπόπουλου, «σε σχέση με τη δυσμενή διαπίστωση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας για τα όσα κατέθεσε εγγράφως και προφορικώς, τα οποία παρατίθενται στην υπό αναφορά απόφασή του».
3. Στη μεταξύ μας επικοινωνία στις 8 και 10 Απριλίου 2017 μου διευκρινίσατε ότι η δικαστική υπόθεση στην οποία γίνονταν δυσμενείς διαπιστώσεις για τη μαρτυρία δημοσίων υπαλλήλων, για την οποία γίνεται αναφορά στην Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ήταν η απόφαση του Κακουργιοδικείου Λάρνακας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Mάρκου Κυπριανού κ.α. (αρ. υπόθεσης 4904/2012, 9.7.2013) για τη φονική έκρηξη στο Μαρί. Όπως δε με ενημερώσατε, για την υπόθεση εκείνη είχε γίνει αριθμός πειθαρχικών ερευνών. Συγκεκριμένα, είχαν γίνει πειθαρχικές έρευνες κατά του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Άμυνας, ενός Πρέσβη, ενός Συνταγματάρχη, ενός Αντισυνταγματάρχη και ενός Υπαστυνόμου της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. Για τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Άμυνας και τον Πρέσβη, οι οποίοι διώχθηκαν με βάση τον περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμο, η πειθαρχική έρευνα δεν εντόπισε οποιεσδήποτε ευθύνες.
4. Με βάση το άρθρο 73(1) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, δημόσιος υπάλληλος υπόκειται σε πειθαρχική δίωξη (ι) αν διαπράξει παράπτωμα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα και (ιι) αν ενεργήσει ή παραλείψει κάτι με τρόπο που ισοδυναμεί με παράβαση οποιουδήποτε από τα καθήκοντα ή τις υποχρεώσεις δημοσίου υπαλλήλου. Επίσης, με βάση το άρθρο 81(2) του ίδιου Νόμου, αν καταγγελθεί στην αρμόδια αρχή ή υποπέσει στην αντίληψη της ότι δημόσιος υπάλληλος δυνατόν να έχει διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα, η αρμόδια αρχή οφείλει να μεριμνήσει αμέσως όπως διεξαχθεί έρευνα με τον καθορισμένο τρόπο. Συνεπώς, για να διεξαγόταν έρευνα θα έπρεπε να υπάρχουν υποψίες ότι ο κ. Χασαπόπουλος, είτε έχει διαπράξει παράπτωμα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα (κάτι που δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση μας), είτε έχει ενεργήσει ή παραλείψει κάτι με τρόπο που ισοδυναμεί με παράβαση οποιουδήποτε από τα καθήκοντα ή τις υποχρεώσεις του, θέμα το οποίο σχολιάζω πιο κάτω.
5. Στην εισαγωγή της δικαστικής απόφασης αναφέρεται ότι η Ελεγκτική Υπηρεσία κατήγγειλε το 2010 στον τότε Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τον Πρόεδρο της Ένωσης Κοινοτήτων Επαρχίας Λάρνακας, ότι είχε δώσει πληροφορίες, στοιχεία ή επεξηγήσεις στο Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας σχετικά με το διαγωνισμό 1/2010, της Ένωσης Κοινοτήτων Επαρχίας Λάρνακας για το σχεδιασμό, την προμήθεια και την εγκατάσταση ολοκληρωμένης λύσης, αυτόματης καταγραφής μετρητών νερού καθώς και συστημάτων ελέγχου του δικτύου υδατοπρομήθειας στα κοινοτικά συμβούλια Κιτίου, Βορόκλινης, Ορμήδειας, Τόχνης, Μαρωνίου, Αγγλισίδων και Μαζωτού, εν γνώσει του ότι ήταν ψευδή, εσφαλμένα ή αναληθή και ότι είχε αποκρύψει πληροφορίες σε σχέση με τον συγκεκριμένο διαγωνισμό. Κατ’ ακρίβεια, η καταγγελία στον τότε Γενικό Εισαγγελέα είχε γίνει στις 12 Αυγούστου 2011 από την τότε Γενική Ελέγκτρια κα Χρυστάλλα Γιωρκάτζη. Στο προσχέδιο της σχετικής επιστολής που είχε ετοιμαστεί από τον κ. Χασαπόπουλο, η κα Γιωρκάτζη είχε κάνει κάποιες χειρόγραφες διορθώσεις και έθεσε σημειώσεις της. Ειδικότερα, στην πρώτη σελίδα υπάρχει η εξής σημείωση της: «Κατεπείγον. κ. Α. Χασαπόπουλο. Όπως πάντα, σαφής, καθαρή και αλάνθαστη επιστολή. Θα πρέπει όμως να την “κλείσουμε” ζητώντας κάτι (τι περιμένουμε από τον Γενικό Εισαγγελέα). Έχω προσθέσει μια φράση. Συμφωνείς; Αν ναι, παρ. να γίνει final και να σταλεί». Κυριότερη διόρθωση στην επιστολή ήταν η προσθήκη της φράσης «προκειμένου να αξιολογήσετε κατά πόσο υπάρχει εκ πρώτης όψεως βάση για περαιτέρω διερεύνηση» (με αποδέκτη τον τότε Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας). Ουσιαστικά, αυτό που πρόσθεσε η κα Γιωρκάτζη στην επιστολή παρέπεμπε σε εισήγηση στον τότε Γενικό Εισαγγελέα για αξιολόγηση του ενδεχομένου ύπαρξης βάσης για ποινική δίωξη. Σχετικό είναι επίσης εκ των υστέρων ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 12.1.2012 στο οποίο φαίνεται ότι η κα Γιωρκάτζη ήταν ενήμερη για το ιστορικό του θέματος και παρείχε πλήρη στήριξη στους χειρισμούς του κ. Χασαπόπουλου, τον οποίο μάλιστα χαρακτήριζε ως ένα από τους καλύτερους λειτουργούς, όχι μόνο της Ελεγκτικής Υπηρεσίας αλλά γενικότερα της δημόσιας υπηρεσίας. Ο Γενικός Εισαγγελέας διαβίβασε την υπόθεση στην Αστυνομία με επιστολή του ημερομηνίας 18.8.2011.
6. Επίσης, σε διάφορα σημεία της δικαστικής απόφασης, κάποια εκ των οποίων υπογραμμίστηκαν και από σας, περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι εξής αναφορές για την Ελεγκτική Υπηρεσία (οι υπογραμμίσεις δικές μου):
• «Ο Κατηγορούμενος δεν αντεξετάστηκε επί των ισχυρισμών του ότι υπήρχε μια αντιπάθεια από πλευράς της Ελεγκτικής Υπηρεσίας προς το πρόσωπό του γιατί ενεργούσε με ένα «πρωτοποριακό τρόπο» κερδίζοντας κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες σαν αυτοδιοίκηση. Η έλλειψη αντεξέτασης αφήνει τον ισχυρισμό του αυτό αναντίλεκτο και αποδίδει κίνητρο στις ενέργειες της Ελεγκτικής Υπηρεσίας.»
• «Αντίφαση παρατηρείται και στην θέση του (σ.σ. εννοεί τον κ. Χασαπόπουλο) ότι η Ελεγκτική Υπηρεσία εκφράζει μόνο απόψεις. Μέσω της αλληλογραφίας που η Ελεγκτική Υπηρεσία είχε με την Ένωση Κοινοτήτων Λάρνακας διαφάνηκε ότι υπήρχε απαίτηση για αλλαγή των όρων και όχι απλή εισήγηση. Ήταν διάχυτο κατά την εκτεταμένη αντεξέταση του κ. Χασαπόπουλου, Μ.Κ.2, ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα στην όλη διαδικασία ήταν η εμμονή της Ένωσης Κοινοτήτων Επαρχίας Λάρνακας στο συγκεκριμένο σύστημα υδρομετρητών με τις συγκεκριμένες προδιαγραφές, για τους αιτιολογημένους λόγους που παρέθετε στην αλληλογραφία που είχε ανταλλαγεί μεταξύ της και της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, Τεκμήρια 6Β, 10 και 15. Και όλα αυτά ενώ είχε υποστηρίξει ότι η Ένωση Κοινοτήτων Λάρνακας είχε δικαίωμα να εμείνει στις συγκεκριμένες προδιαγραφές εφόσον το δικαιολογούσε.»
• «Προφανώς ο υπερβάλλων ζήλος για αυστηρή τήρηση των κανονισμών είχε οδηγήσει στο να θεωρηθεί, από την Ελεγκτική Υπηρεσία, ότι είχαν διαπραχθεί ποινικά αδικήματα χωρίς να μελετηθεί σε βάθος το γεγονός ότι η πιλοτική εφαρμογή του συστήματος ήταν δωρεάν καθώς επίσης και όλα τα πλεονεκτήματα τα οποία είχε το συγκεκριμένο σύστημα. Η Ελεγκτική Υπηρεσία ήταν έτοιμη να διερευνήσει προφορικά ή και γραπτά παράπονα, σε σχέση με τον διαγωνισμό, αλλά δεν είχε μελετήσει καθόλου τα πλεονεκτήματα του συγκεκριμένου συστήματος, ιδιαίτερα την εξοικονόμηση στην απώλεια νερού η οποία θα ήταν οικονομικά ωφέλιμη προς τις κοινότητες και κατ επέκταση προς το κράτος. Παρά το γεγονός ότι κύριο μέλημα του Γενικού Ελεγκτή ήταν η μη διασπάθιση δημόσιου χρήματος, δεν ελέγχθηκε πόση μείωση στην απώλεια νερού θα επέφερε το συγκεκριμένο σύστημα.»
• «Η Ελεγκτική Υπηρεσία έβλεπε με σκεπτικισμό τις προσπάθειες της Ένωσης Κοινοτήτων Λάρνακας, της οποίας πρόεδρος ήταν ο Κατηγορούμενος, για την λήψη κονδυλίων από την Ευρωπαϊκή Ένωση για πρωτοποριακά προγράμματα. Οι άοκνες προσπάθειες του Προέδρου της Ένωσης Κοινοτήτων Λάρνακας είχαν οδηγήσει στη λήψη μεγάλων κονδυλίων αλλά και στη γένεση υποψιών εναντίον του. Οπόταν, έχοντας ενώπιον της, η Ελεγκτική Υπηρεσία, δυο καταγγελίες που αφορούσαν τους τεχνικούς όρους του διαγωνισμού 1/2010 για τον σχεδιασμό, την προμήθεια και την εγκατάσταση ολοκληρωμένης λύσης αυτόματης καταγραφής μετρητών νερού καθώς και συστήματος ελέγχου του δικτύου υδατοπρομήθειας στα κοινοτικά συμβούλια Κιτίου, Βορόκλινης, Ορμήδειας, Τόχνης, Μαρωνίου, Αγγλισίδων και Μαζωτού, από δυο δικηγορικά γραφεία, ουσιαστικά είχε βρει την ευκαιρία που γύρευε για να ελέγξει αν όλα γίνονταν με τον Νόμο. Είχε ζητήσει, με αλληλογραφία, διάφορες πληροφορίες σε σχέση με τις τεχνικές προδιαγραφές αλλά παράλληλα είχε απαιτήσει την τροποποίηση των όρων, παρά το γεγονός ότι μόνο σε εισηγήσεις θα μπορούσε να προβεί, έτσι που οι τεχνικές προδιαγραφές να μην ανταποκρίνονται σε αυτό που πραγματικά επιζητούσε η Ένωση Κοινοτήτων Λάρνακας, δηλαδή υδρομετρητή χωρίς οποιοδήποτε εξωτερικό μέρος ή μηχανισμό. Η Ένωση Κοινοτήτων Λάρνακας είχε προσπαθήσει, μέσω της αλληλογραφίας, να πείσει την Ελεγκτική Υπηρεσία για την ωφελιμότητα του συστήματος που ζητούσε χωρίς όμως αποτέλεσμα. Όμως η Ένωση Κοινοτήτων Λάρνακας είχε δεσμευτεί να ακυρώσει τον διαγωνισμό αν η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών το αποφάσιζε. Λόγω των όσων είχαν διαμειφθεί ο διαγωνισμός 1/2010 είχε ακυρωθεί πλην όμως η Ελεγκτική Υπηρεσία είχε ενοχληθεί από την εμμονή της Ένωσης Κοινοτήτων Λάρνακας στο συγκεκριμένο σύστημα υδρομετρητών και είχε αποφασίσει να διαβιβάσει στον Γενικό Εισαγγελέα για έρευνα των όσων είχαν εκληφθεί, από την Ελεγκτική Υπηρεσία, λανθασμένα ως αναληθή ή ψευδή στοιχεία.»
7. Απ’ όλα τα πιο πάνω σημεία, είναι πιστεύω προφανές ότι η υπόθεση καταγγέλθηκε στον Γενικό Εισαγγελέα από την Ελεγκτική Υπηρεσία και όχι προσωπικά από τον κ. Χασαπόπουλο. Αυτό δε που με προβλημάτισε είναι η αναφορά στην παράγραφο (α) της εν λόγω Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου που ζητά να εξεταστεί το ενδεχόμενο ευθύνης του κ. Χασαπόπουλου, όχι μόνο για όσα προφορικώς είπε στο δικαστήριο, αλλά και για όσα εγγράφως κατέθεσε, δηλαδή για τις υπηρεσιακές επιστολές που κατέθεσε στα πλαίσια της δίκης. Θα ήταν πιστεύω, αν μη τι άλλο, πολύ παράξενο να διωχθεί πειθαρχικά κάποιος υπάλληλος που καθηκόντως καταθέτει στο δικαστήριο επιστολές που είχε ετοιμάσει η Υπηρεσία του, άσχετα αν υπογράφει ο ίδιος, πόσο μάλλον όταν πλείστες εξ αυτών υπογράφει ο προϊστάμενος του. Σας πληροφορώ σχετικά ότι κατά τον χρόνο που διαδραματίστηκαν τα γεγονότα (2010 και 2011), ο κ. Χασαπόπουλος κατείχε τη θέση του Ανώτερου Πρώτου Λειτουργού Τεχνικού Ελέγχου. Άμεσα προϊστάμενος του ήταν ο τότε Διευθυντής Τεχνικού Ελέγχου, και φυσικά Γενική Ελέγκτρια η κα Γιωρκάτζη.
8. Είναι γεγονός ότι υπάρχουν τρία σημεία της δικαστικής απόφασης, που ουσιαστικά είναι αυτά που αφορούν τη μαρτυρία του κ. Χασαπόπουλου ενώπιον του δικαστηρίου. Συγκεκριμένα:
• Στο πρώτο σημείο το δικαστήριο κάνει αναφορά σε σύγχυση που υπήρχε στο μυαλό του κ. Χασαπόπουλο, υπό την έννοια ότι από τη μία παραδέχθηκε ερωτηθείς ότι η Ένωση Κοινοτήτων Λάρνακας δεν είχε οποιαδήποτε υποχρέωση να ενημερώσει τον Γενικό Ελεγκτή πριν την έναρξη της διερεύνησης, και από την άλλη ισχυρίστηκε ότι δεν είχε ενημερωθεί η Ελεγκτική Υπηρεσία για την εφαρμογή του πιλοτικού συστήματος και αυτό θεωρήθηκε απόκρυψη στοιχείων.
• Στο δεύτερο σημείο αναφέρεται ότι, στη βάση προηγούμενων επισημάνσεων του δικαστηρίου, η μαρτυρία του κ. Χασαπόπουλου δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ασφαλής για την εξαγωγή συμπερασμάτων σε σχέση με το παράπονο για παροχή παραπλανητικών στοιχείων ή απόκρυψη πληροφοριών.
• Στο τρίτο σημείο αναφέρεται ότι ερωτηθείς ο κ. Χασαπόπουλος, επανειλημμένα κατά την αντεξέταση, δεν αποκάλυψε ποια ήταν τα στοιχεία που είχε αποκρύψει ο Κατηγορούμενος, αφού του είχαν αποσταλεί όλα τα πρακτικά των συνεδριών της Ένωσης Κοινοτήτων Λάρνακας, ενώ από την αρχή είχε ενημερωθεί μέσω της αλληλογραφίας σε σχέση με τους τεχνικούς όρους καθώς επίσης και για τους λόγους που ζητείτο το συγκεκριμένο σύστημα. Τα έγγραφα σε ηλεκτρονική μορφή επίσης του είχαν σταλεί. Οπόταν τι απεκρύβη, διερωτάται η δικαστής, για να καταλήξει ότι η θέση του κ. Χασαπόπουλου αναφορικά με το τι είχε αποκρύψει ο Κατηγορούμενος δεν ήταν σταθερή και άλλαζε κατά την αντεξέταση με απώτερο στόχο να πετύχει η κατηγορία εναντίον του Κατηγορούμενου. Αυτή όμως η προσέγγιση, καταλήγει η δικαστής, ήταν μοιραία για την υπόθεση.
Μελετώντας ως αρμόδια αρχή τα πιο πάνω, και στη βάση και των όσων εξηγούνται στη συνέχεια, διαπιστώνω ότι δεν υπάρχουν πειθαρχικά παραπτώματα που θα μπορούσαν να συσχετιστούν με τις πιο πάνω αναφορές, ειδικά αφού δεν φαίνεται να προκύπτει ότι ο κ. Χασαπόπουλος είπε ψέματα ή παραπλάνησε το δικαστήριο, ή ότι μετέφερε στο δικαστήριο θέσεις που δεν ήταν θέσεις της Υπηρεσίας του.
9. Επειδή από την πιο πάνω αναφορά ενδεχομένως να δημιουργηθεί η εντύπωση πως θεωρώ λανθασμένους επί της ουσίας τους χειρισμούς που είχαν γίνει τότε από την Ελεγκτική Υπηρεσία, σημειώνω ότι τούτο δεν συμβαίνει. Αντίθετα, θεωρώ ότι οι τότε χειρισμοί της Υπηρεσίας μας ήταν επί της ουσίας τους ορθοί, και εξηγούμαι:
• Η όλη υπόθεση είχε ξεκινήσει μετά από καταγγελία που υποβλήθηκε στην Ελεγκτική Υπηρεσία από ιδιώτη δικηγόρο, η οποία εκπροσωπούσε πελάτες της σε προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών (ΑΑΠ) για το συγκεκριμένο διαγωνισμό (Προσφυγή με αρ. ΑΑΠ 5/2011). Σημειώνεται ότι κατά τη μετέπειτα διερεύνηση, διαπιστώθηκε ότι είχε υποβληθεί και δεύτερο παράπονο από άλλο δικηγορικό γραφείο, για λογαριασμό πελάτη τους, ο οποίος διαμαρτύρετο επειδή ο εξοπλισμός του δεν πληρούσε τις προδιαγραφές, αν και είχε πλεονεκτήματα σε σύγκριση με τον εξοπλισμό που προδιαγράφετο. Στην κατάθεση του – όπως αναφέρεται στην απόφαση του Δικαστηρίου – υποστήριξε τις θέσεις του και την εμπειρία του. Επίσης, είχαν υποβληθεί προφορικά παράπονα και από άλλες εταιρείες, όπως ανέφερε ο κ. Χασαπόπουλος στο Δικαστήριο.
• Η πιο πάνω προσφυγή αφορούσε στους όρους-έγγραφα του διαγωνισμού γιατί οι συγκεκριμένοι οικονομικοί φορείς πίστευαν ότι κάποιοι όροι του διαγωνισμού ήταν παράνομοι. Κατά τη μελέτη και ετοιμασία της υπόθεσης, η ιδιώτης δικηγόρος είχε διαπιστώσει ότι η ταυτότητα του ατόμου που είχε συντάξει τα έγγραφα του διαγωνισμού ήταν ύποπτη. Συγκεκριμένα, κατά τη μελέτη του φακέλου, η ίδια είχε μελετήσει τα ηλεκτρονικά έγγραφα που αφορούσαν τον διαγωνισμό, τα οποία είχαν σταλεί στους πελάτες της. Στην προσπάθεια της να εξακριβώσει την ταυτότητα του ατόμου που τα είχε συντάξει (με τη χρήση των «εργαλείων» του λογισμικού), εμφανίστηκε το όνομα ΧΧΧΧ ΨΨΨΨ (το έχουμε διαγράψει από την παρούσα επιστολή για σκοπούς προστασίας προσωπικών δεδομένων) και «Εταιρεία Α Ltd» (αναγραφόταν το όνομα της εταιρείας). Η ίδια η δικηγόρος είχε ενημερώσει τους πελάτες της, οι οποίοι με τη σειρά τους της είχαν αναφέρει ότι η εταιρεία αυτή ήταν ανταγωνίστρια εταιρεία στην οποία είχε ανατεθεί το πιλοτικό έργο και πιθανόν η συγκεκριμένη εταιρεία να ήταν και προσφοροδότης.
• Στο πλαίσιο της διερεύνησης της καταγγελίας, η Ελεγκτική Υπηρεσία είχε ζητήσει, μεταξύ άλλων, από τον Πρόεδρο της Ένωσης Κοινοτήτων Επαρχίας Λάρνακας τα έγγραφα της προσφοράς σε ηλεκτρονική μορφή, πλην όμως υπήρξε άρνηση στην αποστολή τους με το αιτιολογικό πως είχαν σταλεί σε γραπτή μορφή. Όταν τελικά στάλθηκαν, φάνηκε ότι κάποια έγγραφα είχαν όντως ετοιμαστεί από τον συγκεκριμένο υπάλληλο της Εταιρείας Α, γεγονός που είχε δημιουργήσει, εύλογα στον ουσιώδη χρόνο, ερωτηματικά κατά πόσο η αλληλογραφία που είχε προηγηθεί εκ μέρους του Προέδρου της Ένωσης Κοινοτήτων Επαρχίας Λάρνακας, και η οποία δήλωνε ως σύμβουλο της Ένωσης Κοινοτήτων άλλη εταιρεία, είχε σκοπό να παραπλανήσει την Ελεγκτική Υπηρεσία. Επίσης, είχε εγερθεί το ερώτημα με ποια ιδιότητα είχε ετοιμάσει μέρος των εγγράφων η συγκεκριμένη εταιρεία ενώ, όπως ο ίδιος ο Πρόεδρος της Ένωσης Κοινοτήτων Επαρχίας Λάρνακας είχε δηλώσει, ο σύμβουλος που είχε ετοιμάσει τους όρους των προδιαγραφών ήταν η δεύτερη εταιρεία.
• Επίσης, διαπιστώθηκε ότι σε σχέση με τον διαγωνισμό είχαν προμηθευτεί τα έγγραφα 26 εταιρείες, στις οποίες ναι μεν δεν συμπεριλαμβανόταν η Εταιρεία Α, συμπεριλαμβανόταν όμως μία θυγατρική της. Προέκυπτε συνεπώς το ενδεχόμενο τα έγγραφα του διαγωνισμού να είχαν ετοιμαστεί από ενδιαφερόμενο προσφοροδότη. Ως στοιχείο εναντίον του Προέδρου της Ένωσης Κοινοτήτων Επαρχίας Λάρνακας, είχε επίσης τότε αξιολογηθεί το γεγονός ότι αυτός παρέλειψε να πληροφορήσει την Ελεγκτική Υπηρεσία, όταν άρχισε να εξετάζει το θέμα, ότι η εταιρεία αυτή είχε κάνει το πιλοτικό πρόγραμμα της Ένωσης Κοινοτήτων Λάρνακας, η οποία αντιπροσώπευε άλλη εταιρεία που ήταν η μοναδική που κατασκεύαζε τους υδρομετρητές με την συγκεκριμένη τεχνολογία που προδιαγραφόταν στον διαγωνισμό.
• Ο ίδιος ο Πρόεδρος της Ένωσης Κοινοτήτων Επαρχίας Λάρνακας αποφάσισε να ανακαλέσει τον διαγωνισμό, κατά την εξέταση της προσφυγής στην ΑΑΠ και, ως εκ τούτου, η εξέταση της προσφυγής δεν ολοκληρώθηκε, αφού κατέστη άνευ αντικειμένου. Όπως μάλιστα καταγράφεται στην απόφαση της ΑΑΠ ημερομηνίας 13.7.2011 «ύστερα από διαπίστωση ότι εν δυνάμει προσφοροδότης, ο οποίος μάλιστα αγόρασε τα έγραφα του διαγωνισμού, είχε ενεργό ανάμειξη στη σύνταξη και τον καταρτισμό των όρων του διαγωνισμού, γεγονός το οποίο καθιστούσε διαβλητή τη διαδικασία του διαγωνισμού, η Αναθέτουσα Αρχή με απόφασή της ημερομηνίας 13.5.2011 ανακάλεσε την προσβαλλόμενη πράξη της προκειμένου να προβεί σε διορθωτικά μέτρα.»
• Στην πραγματικότητα, ο διαγωνισμός ουδέποτε επαναπροκηρύχθηκε, όπως παραπλανητικά είχε αναφερθεί ενώπιον της ΑΑΠ από την αναθέτουσα αρχή και καταγράφεται στην Απόφαση της ΑΑΠ ημερομηνίας 13/7/2011.
Είναι πιστεύω προφανές ότι υπήρχαν διαβλητές διαδικασίες και μεμπτοί χειρισμοί εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής, έστω κι αν αυτοί δεν ήταν τέτοιοι που θα μπορούσαν να οδηγήσουν κάποιον σε ποινική καταδίκη, όπως πλέον τελεσίδικα και αδιαμφισβήτητα αποφάσισε το δικαστήριο.
10. Είναι γεγονός ότι με την απόφαση του δικαστηρίου απορρίφθηκαν οι τότε θέσεις της Ελεγκτικής Υπηρεσίας (και της κατηγορούσας αρχής) ότι ο τότε κατηγορηθείς Κοινοτάρχης είχε δώσει πληροφορίες, στοιχεία ή επεξηγήσεις στο Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας εν γνώσει του ότι ήταν ψευδή, εσφαλμένα ή αναληθή και ότι είχε αποκρύψει πληροφορίες σε σχέση με τον συγκεκριμένο διαγωνισμό. Από την άλλη, με πλήρη σεβασμό στην απόφαση του δικαστηρίου ως προς την αθωότητα του Κοινοτάρχη (η οποία ουδόλως πλέον αμφισβητείται), θα πρέπει επί τούτου να σας αναφέρω ότι στις 29 Δεκεμβρίου 2016, δηλαδή αμέσως μετά από το πρώτο δημοσίευμα για το θέμα στην εφημερίδα «Πολίτης» στις 25 Δεκεμβρίου 2016, οπότε και η Υπηρεσία μας ενημερώθηκε για τη δικαστική απόφαση ημερομηνίας 30 Νοεμβρίου 2016, είχαμε ενημερώσει τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για σημεία της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως, κατά την άποψη μας, να μπορούσαν να δικαιολογήσουν την καταχώριση έφεσης. Δυστυχώς όμως, η προθεσμία για καταχώριση έφεσης είχε ήδη παρέλθει προτού αποστείλουμε την επιστολή μας.
Εν πάση περιπτώσει, θεωρώντας δεδομένο ότι δεν ήταν ορθές οι τότε θέσεις της Ελεγκτικής Υπηρεσίας ως προς το κατά πόσο ο τότε κατηγορηθείς, και σήμερα τελεσίδικα αθωωθείς, Κοινοτάρχης είχε δώσει πληροφορίες, στοιχεία ή επεξηγήσεις στο Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας εν γνώσει του ότι ήταν ψευδή, εσφαλμένα ή αναληθή και ότι είχε αποκρύψει πληροφορίες σε σχέση με τον συγκεκριμένο διαγωνισμό, κρίνω πως δεν θα μπορούσε εύλογα να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι υπάρχει παράπτωμα το οποίο θα μπορούσα να εξετάσω αν διέπραξε ο κ. Χασαπόπουλος ο οποίος, ως ο λειτουργός που είχε χειριστεί την υπόθεση, κλήθηκε να καταθέσει ως μάρτυρας κατηγορίας και να εξηγήσει τις θέσεις στις οποίες είχε καταλήξει η Υπηρεσία του κατά τον ουσιώδη χρόνο.
11. Έστω και εκ του περισσού τονίζω τη σημαντικότητα του θέματος αυτού για μια Υπηρεσία της οποίας λειτουργοί, παρά πολύ συχνά, καλούνται να καταθέσουν ως μάρτυρες στο πλαίσιο ποινικών ερευνών σε υποθέσεις που καταγγέλλονται από την Υπηρεσία μας, και αργότερα καλούνται να καταθέσουν ως μάρτυρες ενώπιον δικαστηρίου. Θα αντιλαμβάνεστε δε το εξαιρετικά αρνητικό κλίμα, φόβου θα έλεγα, που τείνει να δημιουργηθεί εντός της Υπηρεσίας από το ενδεχόμενο οι λειτουργοί να κινδυνεύουν με πειθαρχικές διώξεις αν το δικαστήριο προβεί σε οποιοδήποτε αρνητικό σχόλιο γι’ αυτούς.
12. Σημειώνω ότι με βάση το άρθρο 115 του Συντάγματος «η ελεγκτική υπηρεσία της Δημοκρατίας είναι ανεξάρτητος υπηρεσία της Δημοκρατίας μη υπαγομένη εις οιονδήποτε υπουργείον.» Παραταύτα, δεδομένου ότι το Υπουργικό Συμβούλιο υπέβαλε σε μένα τη συγκεκριμένη καταγγελία κατά του κ. Χασαπόπουλου, παρακαλώ όπως ενημερώσετε το Υπουργικό Συμβούλιο για τα πιο πάνω.»