Αναζωπύρωση της κρίσης στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ και γεωστρατηγικοί ανταγωνισμοί μεταξύ Άγκυρας και Μόσχας

Όπως έχουμε τονίσει και σε παλαιότερα μας άρθρα, οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου αλλά και του Καυκάσου, τείνουν να επηρεάζουν άμεσα τα γειτονικά κράτη, αφού μεταβάλουν τις ισορροπίες δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή. Μετά την ούτω καλούμενη «Αραβική Άνοιξη», τον εμφύλιο στη Συρία και την «γένεση» του Ισλαμικού Κράτους, στο ασταθές γεωπολιτικό σκηνικό έρχεται να προστεθεί μια παλαιότερη και ξεχασμένη ενδεχομένως εστία έντασης, αυτή μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν.

Οι εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών, χρονολογούνται από την εποχή της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης. Πιο συγκεκριμένα, το 1988 ξέσπασαν βίαιες συγκρούσεις μεταξύ Αρμενίων και Αζέρων, με επίκεντρο τον θύλακα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Στην εν λόγω διοικητική περιφέρεια, η πλειοψηφούσα κοινότητα των Αρμενίων, προσπάθησε με ένοπλες εξεγέρσεις να επιτύχει την ένωση της περιοχής, με το μητροπολιτικό κέντρο του Ερεβάν. Οι εξεγέρσεις αυτές κατέληξαν σε ευρείας κλίμακας συγκρούσεις το 1992, με μεγάλες απώλειες και για τις δύο πλευρές.

Θα πρέπει να καταγραφεί, ότι παρά τις αποσχιστικές προσπάθειες της Αρμενικής κοινότητας, το Ναγκόρνο-Καραμπάχ επίσημα παραμένει ακόμη, υπό την κυριαρχία της Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν.

Υπολογίζεται ότι εξαιτίας των ένοπλων συγκρούσεων, 30.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, ενώ ένα εκατομμύριο άλλοι εκτοπίστηκαν. Επιπρόσθετα, 700.000 Αζέροι αναγκάστηκαν με την βία να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες και να εγκατασταθούν «προσωρινά», στις γύρω περιοχές. Το 1994, μετά από ρωσική διαμεσολάβηση, οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία για κατάπαυση του πυρός, χωρίς όμως να υπάρξει κάποιος τελικός διακανονισμός του όλου ζητήματος. Αμέσως μετά τον τερματισμό των συγκρούσεων, οι τότε αυτονομιστικές αρμενικές δυνάμεις, ανακήρυξαν την ανεξαρτησία του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, χωρίς όμως η διεθνής κοινότητα να προχωρήσει σε διπλωματική αναγνώριση της αποσχισθείσας επαρχίας.

Σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά, και αφού έγιναν πάμπολλες προσπάθειες, με σκοπό την οριστική επίλυση του ζητήματος, οι δυο πλευρές εξακολουθούν να μην καταλήγουν σε συμφωνία. Το «ανοικτό» αυτό ζήτημα, αναμφίβολα τείνει να συντηρεί την ένταση και να προωθεί την αστάθεια στην περιοχή.

Αρκετοί μελετητές των διεθνών σχέσεων, είναι πεπεισμένοι ότι το υφιστάμενο status quo, εξυπηρετεί συγκεκριμένες γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές σκοπιμότητες. Το ζήτημα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, χρησιμοποιείται κατά κόρον από τις ηγεσίες και των δυο πλευρών, προς εξυπηρέτηση συγκεκριμένων μεσοπρόθεσμων και/ή μακροπρόθεσμων συμφερόντων τους.

Σύμφωνα με την πιο πάνω ανάλυση, οι κυβερνόντες και από τις δύο πλευρές, συνειδητά συντηρούν τον εθνικισμό και τον φανατισμό μεταξύ των λαών τους, με απώτερο σκοπό να συσπειρώνουν τις λαϊκές μάζες και έτσι να εξασφαλίζουν την πολιτική τους επιβίωση. Επιπλέον, το «ανοιχτό εθνικό» αυτό ζήτημα, τείνει να αποπροσανατολίζει τις μάζες από τα πραγματικά προβλήματα που ταλανίζουν τις συγκεκριμένες κοινωνίες. Μεταξύ των εν λόγω προβλημάτων και/ή προκλήσεων συγκαταλέγονται: η οικονομική εξαθλίωση του πληθυσμού, η άνιση κατανομή του εθνικού πλούτου, το μεγάλο δημοκρατικό έλλειμμα, η ανυπαρξία κράτους δικαίου, η ανεπαρκής προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, η έξαρση της διαφθοράς και του χρηματισμού, τα υψηλά ποσοστά εγκληματικότητας.

Η ένταση στον θύλακα του Ναγκόρνο- Καραμπάχ, φυσικά και δεν αφήνει ανεπηρέαστα, τα συμφέροντα των γειτονικών κρατών. Η αντιπαλότητα μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν, θα πρέπει να αναλυθεί στο πλαίσιο των ευρύτερων γεωστρατηγικών συμφερόντων, λαμβανομένων υπόψη των στρατηγικών επιδιώξεων της Τουρκίας και της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Η Αρμενία, όντας χριστιανικό κράτος, βρίσκει στήριξη και/ή συμπαράσταση από τη Ρωσική Ομοσπονδία. Οι στρατιωτικοί και οικονομικοί δεσμοί μεταξύ Ερεβάν και Μόσχας, ενδυναμώνονται ολοένα και περισσότερο τα τελευταία χρόνια, με το Ερεβάν να λειτουργεί ουσιαστικά ως κράτος/δορυφόρος της Μόσχας στην περιοχή. Το Αζερμπαϊτζάν από την άλλη, το οποίο εθνολογικά και πολιτισμικά κατατάσσεται στα τουρκογενή φύλα, λαμβάνει ισχυρή υποστήριξη από την Άγκυρα. Η παραδοσιακή αυτή συμπόρευση, τείνει να εξυπηρετεί τα γεωστρατηγικά συμφέροντα και των δύο πλευρών. Τούτων δοθέντων, πάγια στρατηγική επιδίωξη της Άγκυρας και του Μπακού, είναι η απώθηση της Ρωσίας από το μαλακό της υπογάστριο, όπως επίσης και ο αποκλεισμός και/ή αποδυνάμωση της όποιας Ιρανικής επιρροής, στην πλούσια σε ενεργειακά αποθέματα, περιοχή του Καυκάσου (σιιτικοί πληθυσμοί βρίσκονται διασκορπισμένοι σε όλο τον Καύκασο).

Η ένταση μεταξύ Αρμενίας – Τουρκίας, συντηρείται και από την διαχρονική άρνηση των τουρκικών κυβερνήσεων, να αναγνωρίσουν τα εγκλήματα και τις σφαγές που έλαβαν χώρα πριν ένα αιώνα, εις βάρος των Αρμενίων. Σημαντικά κράτη της διεθνούς κοινότητας (29 κράτη στο σύνολο), αναγνώρισαν την γενοκτονία των Αρμενίων, αφού αποφάσισαν ότι τα μαζικά αυτά εγκλήματα εμπίπτουν στις πρόνοιες του Άρθρου 2, της Σύμβασης για την Πρόληψη και Καταστολή Εγκλημάτων Γενοκτονίας.

Όπως γίνεται αντιληπτό, η αναθέρμανση της έντασης μεταξύ Ερεβάν/Μπακού, λειτουργεί ως καταλύτης στην περαιτέρω όξυνση των σχέσεων μεταξύ Μόσχας και Άγκυρας. Μετά την στρατιωτική εμπλοκή των δύο χωρών στη Συριακή κρίση και την συνεπακόλουθη όξυνση των σχέσεων τους, η ένταση μεταξύ Ερεβάν και Μπακού, δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο οποιαδήποτε προσπάθεια εξομάλυνσης των ήδη τεταμένων σχέσεων Ρωσίας/Τουρκίας. Τα συμφέροντα των δύο αυτών περιφερειακών δυνάμεων στην περιοχή, για ακόμη μια φορά δεν συμπλέουν, με αποτέλεσμα να εντείνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ τους. Η Υπερκαυκάσια περιοχή, κρίνεται ως ζωτικής σημασίας για αμφότερες τις πλευρές, εφόσον αποτελεί σημαντικό διάδρομο διέλευσης πετρελαίου και φυσικού αερίου, προς την Δύση. Καμία πλευρά δεν θα επιθυμούσε να δει την άλλη να αυξάνει την επιρροή της στην περιοχή και να μεταβάλλει τις γεωπολιτικές ισορροπίες, όπως αυτές καθορίστηκαν μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι η Μόσχα συγκαταλέγεται ανάμεσα στους κύριους προμηθευτές στρατιωτικού υλικού προς την Αρμενία αλλά και προς το Αζερμπαϊτζάν. Με αυτό τον τρόπο, η Μόσχα επιδιώκει από την μια να αυξήσει την επιρροή της και να ανακτήσει το κύρος της στον Καύκασο και από την άλλη να αποτρέψει τις όποιες προσπάθειες από μέρους της Τουρκίας και/ή των Δυτικών της συμμάχων, για ανάδειξη της Άγκυρας ως χωροφύλακα της περιοχής. Επιπλέον, οι συνεχείς ρωσικές πρωτοβουλίες για ειρηνική διευθέτηση του ζητήματος του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, καταδεικνύουν τον ρόλο που επιθυμεί να διαδραματίσει η Μόσχα, ο οποίος δεν είναι άλλος από την ανάδειξη της τελευταίας ως σημαντικός γεωστρατηγικός εταίρος, ο οποίος μέσω του διαμεσολαβητικού του ρόλου, δύναται να εγγυηθεί αποκλειστικά την ασφάλεια και σταθερότητα στην περιοχή.

Θεοχαρίδης Κ. Αναστάσης
Νομικός Σύμβουλος – Δικηγόρος – Πολιτικός Επιστήμονας – Διεθνολόγος