«Φοβόμουν να φωνάξω γιατί δεν ήξερα αν ήταν κάποιος έξω στο διάδρομο. Φοβόμουν να φωνάξω γιατί δεν ήξερα αν ήταν κάποιος εκεί έξω να με ακούσει, να με βοηθήσει… Μια λέξη μόνο… Βιασμένη. Θέλω να αποδοθεί Δικαιοσύνη. Θέλω να τιμωρηθεί για όσα έκανε εις βάρος μου, βίασε την ψυχή και το σώμα μου».
Είναι τα λόγια μας 21χρονης Ροδίτισσας, του 11ου θύματος του γυναικολόγου. Στη μήνυση που κατέθεσαν για λογαριασμό της οι δικηγόροι της, Στέλιος Αλεξανδρής και Ευαγγελία Αρνιθένου ενώπιον της Προϊσταμένης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών, περιγράφονται με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τα όσα βίωσε η 21χρονη στην καρέκλα του γυναικολόγου τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου, 2020.
Η νεαρή γυναίκα μιλάει για τα συναισθήματα της, για τους φόβους της, για την αγωνία που έζησε, ούσα σε απόγνωση, απομονωμένη σε ένα γραφείο, εγκλωβισμένη σε μια καρέκλα. Προσπαθούσε να καταλάβει αν την δεδομένη χρονική στιγμή, ο τρόπος με τον οποίο την εξέταζε ο γιατρός ήταν ιατρικώς ενδεδειγμένος ή συνέβαινε αυτό που υποψιαζόταν από την πρώτη στιγμή που διείσδυσε βιαίως με τον δάχτυλο του στον κόλπο της, αν και το πρόβλημα που την είχε οδηγήσει στην γυναικολογική καρέκλα ήταν στην εξωτερική περιοχή του αιδοίου της.
Τα σεξουαλικά υπονοούμενα
Είχε προηγηθεί μια πρώτη επίσκεψη όπου ο γυναικολόγος, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της 21χρονης, είχε προβεί σε άκομψα, σεξιστικά αστεία. «Να το βάζεις όσο πιο βαθειά μπορείς, θα σου αρέσει, ξέρεις εσύ!» της είπε αφού πρώτα της είχε προτείνει να πάρει κάποιες αλοιφές που θα την βοηθούσαν. Η νεαρή Ροδίτισσα ακολούθησε τις οδηγίες του, χωρίς όμως να δει αποτέλεσμα κι έτσι αναγκάστηκε να κλείσει νέο ραντεβού για να την εξετάσει.
Λέει στη μήνυση της: «Με ρώτησε πότε έκανα τελευταία φορά σεξ και αν πονούσα κατά την διάρκεια της σεξουαλικής μου επαφής κι αφού του απάντησα ότι δεν πονούσα, έκανε το εξής σχόλιο: “ε βέβαια εκείνη την ώρα δεν πονάς, νοιώθεις μόνο… ο πόνος είναι γλυκός!” Δεν το σχολίασα καν αλλά του τόνισα για άλλη μια φορά ότι εκεί που με εξετάζει δεν πονάω και για ποιο λόγο μου κάνει έτσι την εξέταση».
Η 21χρονη υποστηρίζει ότι ο γιατρός προσπαθούσε μετά βεβαιότητας να την φέρει σε οργασμό. Επιχείρησε να αντιδράσει αλλάζοντας την στάση του σώματος, του επισήμανε ότι αισθάνεται πόνο, όμως εκείνος συνέχισε απτόητος. Όπως αναφέρει, στην μήνυση της: «(Μου είπε) “Σςςςς, ησύχασε…θα μας ακούσουν” και τότε έπιασε το χέρι μου και το έβαλε στο πάνω μέρος της ευαίσθητης περιοχής μου μαζί με το δικό του χέρι από πάνω και άρχισε να κάνει κυκλικές κινήσεις με πίεση στην κλειτορίδα μου και προσπαθούσε επίμονα να με φέρει σε οργασμό και να με ερεθίσει, παρά τις αντιδράσεις και την δυσαρέσκεια που εξέφραζα».
Πώς κατάφερε να αντιδράσει
Μεσολάβησαν μερικά δευτερόλεπτα, μια αιωνιότητα για την ίδια ωσότου καταφέρει να αντιδράσει. Βρήκε την δύναμη να τον σπρώξει προς τα πίσω ενώ εκείνος προσπαθούσε να βρει δικαιολογίες για να συνεχίσει αυτό που ξεκίνησε, ζητώντας της να την εξετάσει από πίσω.
«Αφού πήγα να σηκωθώ, έσκυψε μπροστά και με φίλησε στο μπούτι ψηλά, δίπλα ακριβώς από την ευαίσθητη περιοχή. Τραβήχτηκα απότομα, σηκώθηκα πάνω σε κατάσταση σοκ και πήγα να πιάσω τα ρούχα μου. Ήμουν σε κατάσταση σοκ. Προσπαθούσα να μιλάω για να μην φανεί η αμηχανία και ο φόβος μου. Ήρθε κοντά μου, με τράβηξε προς το μέρος του και με αγκάλιασε, έβαλε το χέρι του μέσα από την μπλούζα μου, με χάιδεψε στη πλάτη και εκείνη τη στιγμή ένιωσα το γεννητικό του όργανο σε στύση. Ένιωσα φόβο, αηδία και, δεν ήξερα τι γίνεται, αν πρέπει να τον βρίσω, αν πρέπει να τον δείρω…»
Σοκαρισμένη και αηδιασμένη η 21χρονη στάθηκε στην στάση του λεωφορείου για να γυρίσει σπίτι της, όταν από μπροστά της πέρασε ο γυναικολόγος με το αυτοκίνητο του. Έκοψε ταχύτητα, κατέβασε το παράθυρο και της έκλεισε το μάτι. Ο εφιάλτης της δεν είχε τελειώσει.
Γύρισε στο σπίτι της και δεν μίλησε με κανέναν εκείνο το βράδυ. Στριφογύριζε στο κρεβάτι της, ένοιωθε τρομερή ταραχή και ανησυχία.
Όπως θα πει: «Ένοιωσα λίγο τυχερή μετέπειτα σε όλη την ατυχία μου που δεν έκανε κάτι χειρότερο. Ήμασταν μόνοι μας, δεν υπήρχε κανείς. Η σκηνή ήταν εφιαλτική, ένοιωθα σα να είμαι σε ταινία τρόμου. Δεν ήξερα αν εκείνη την ώρα υπήρχε κάποιος έξω στον διάδρομο. Φοβόμουν να φωνάξω γιατί δεν ήξερα αν εκείνη την ώρα ήταν κάποιος εκεί να με ακούσει, να με βοηθήσει. Δεν μπορείς να εξηγήσεις πως νοιώθεις, ούτε εσύ η ίδια δεν μπορείς να καταλάβεις τι είχε συμβεί στον εαυτό σου, στο σώμα, στην ψυχή σου… Μια λέξη μόνο… Βιασμένη. Θέλω να αποδοθεί Δικαιοσύνη. Θέλω να τιμωρηθεί για όσα έκανε εις βάρος μου, βίασε την ψυχή και το σώμα μου».