Ομόφωνα η Ολομέλεια της Βουλής ψήφισε σε νόμο απόψε το κυβερνητικό νομοσχέδιο για την 7η τροποποίηση του Συντάγματος, που αποσκοπεί στην άρση του περιορισμού στην έκδοση Κυπρίων υπηκόων και επιπλέον καθιστά σαφές ότι η σύλληψη για σκοπούς έκδοσης, όταν υπάρχει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, χωρεί στη βάση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, χωρίς να απαιτείται η έκδοση τοπικού εντάλματος.
Με την ψήφιση του σχετικού νόμου, ο Πρόεδρος της Βουλής Γιαννάκης Ομήρου ανέλαβε τη δέσμευση, μετά από σχετική εισήγηση του Προέδρου του ΕΥΡΩΚΟ, Δημήτρη Συλλούρη, να φροντίσει προκειμένου να μπει στο κείμενο του νόμου ειδική αναφορά για αμοιβαιότητα ως προς την υποχρέωση αυτή, οποιασδήποτε χώρας με την οποία η Κύπρος συνάπτει αυτήν τη συμφωνία.
Στο νόμο αυτόν υπάρχει πρόνοια για την τροποποίηση του Άρθρου 11 του Συντάγματος για σκοπούς συμμόρφωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας με τις υποχρεώσεις της ως κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συγκεκριμένα για την πλήρη συμμόρφωση με τις πρόνοιες της Απόφασης-Πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2002 για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ κρατών – μελών σε ό,τι αφορά την έκδοση Κυπρίων υπηκόων και τη σύλληψη προσώπων δυνάμει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, με βάση τις συστάσεις που περιλαμβάνονται στην έκθεση αξιολόγησης της Κύπρου επί της εφαρμογής της πιο πάνω Απόφασης-Πλαισίου.
Με τον περί της Πέμπτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 2006 επετράπη η έκδοση Κυπρίων υπηκόων στη βάση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, μόνον όμως για γεγονότα που επεσυνέβησαν ή πράξεις που τελέσθηκαν μετά την ημερομηνία προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Με την έκθεση που ακολούθησε τον 4ο γύρο αξιολογήσεων της Κύπρου επί της εφαρμογής της πιο πάνω Απόφασης-Πλαισίου, διαπιστώθηκε ότι ο πιο πάνω περιορισμός, που εισήγαγε η 5η τροποποίηση του συντάγματος, παραβιάζει κατάφορα τις πρόνοιες της εν λόγω Απόφασης-Πλαισίου για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ κρατών – μελών.
Η δυνατότητα που δίδει στα κράτη – μέλη η Απόφαση-Πλαίσιο να καθορίσουν, μέσω δήλωσης που υποβάλλεται κατά το χρόνο υιοθέτησής της, χρονικό περιθώριο αναφορικά με το οποίο δεν θα επιτρέπουν την έκδοση προσώπων για πράξεις που τελέσθηκαν πριν το περιθώριο αυτό, δεν ισχύει για τα κράτη – μέλη που εντάχθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004, όπως η Κυπριακή Δημοκρατία, αφού, κατά το χρόνο υιοθέτησης της Απόφασης-Πλαισίου, δεν ήσαν ακόμα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα με σύσταση της έκθεσης αξιολόγησης, δεν πρέπει να απαιτείται η έκδοση τοπικού εντάλματος σύλληψης, όταν υπάρχει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, το οποίο αποτελεί επαρκή νομική βάση για έκδοση.
Όπως αναφέρεται στη σύσταση, προϋπόθεση για έκδοση τοπικού εντάλματος σύλληψης, παράλληλα με ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, δημιουργεί εμπόδια που δυσχεραίνουν τη δικαστική συνεργασία και είναι αντίθετη με το πνεύμα της Απόφασης-Πλαισίου.
Ανάλογη τροποποίηση για απάλειψη της ανάγκης έκδοσης τοπικού εντάλματος σύλληψης επιδιώκεται μέσω της προώθησης άλλου νομοσχεδίου που τροποποιεί τον περί του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης μεταξύ των Κρατών – Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης νόμο, το οποίο εξετάσθηκε από την επιτροπή παράλληλα με το νομοσχέδιο αυτό και αναμένεται να προωθηθεί στην Ολομέλεια του σώματος σε μεταγενέστερο στάδιο.
Κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου στη Βουλή, είχε τεθεί το ζήτημα κατά πόσο η προτεινόμενη ρύθμιση για άρση του περιορισμού στην έκδοση Κυπρίων υπηκόων συνιστά αναδρομική εφαρμογή της ποινικής νομοθεσίας.
Αναφορικά με το ζήτημα αυτό, υποστηρίχθηκε τόσο από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως όσο και από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας η θέση ότι η άρση του εν λόγω περιορισμού δεν συνιστά αναδρομική εφαρμογή της ποινικής νομοθεσίας, υπό την έννοια αρχής στο Ποινικό Δίκαιο, η οποία περιλαμβάνεται και στο Σύνταγμα, ότι “ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή άνευ νόμου”.
Έχει, επίσης, διευκρινισθεί ότι πρόκειται για διαδικαστικό ποινικό θέμα και δεν αφορά στοιχειοθέτηση ποινικού αδικήματος εκ των υστέρων για πράξεις οι οποίες κατά το χρόνο που συνέβησαν δεν συνιστούσαν ποινικό αδίκημα, αλλά αφορά πράξεις οι οποίες κατά το χρόνο που συνέβησαν συνιστούσαν ποινικά αδικήματα τόσο κατά το Δίκαιο της χώρας που ζητεί την έκδοση όσο και κατά το κυπριακό Δίκαιο και ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα αναδρομικότητας ποινικής νομοθεσίας.