Χ. Γεωργιάδης: Πολλαπλά οφέλη από την έξοδο στις αγορές

Με απόλυτη επιτυχία στέφθηκε η επάνοδος της Κύπρου στις αγορές με μια έκδοση που επιφέρει οφέλη τόσο στην διαχείριση του δημοσίου χρέους και στα δημόσια οικονομικά, όσο και στη ρευστότητα και στην κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών και ιδιαίτερα της Τράπεζας Κύπρου, η οποία κατέχει πέραν του μισού του υφιστάμενου εσωτερικού χρέους, δήλωσε ο Υπουργός Οικονομικών Χάρης Γεωργιάδης αμέσως μετά την ανακοίνωση για έκδοση 5ετούς ομολόγου €750 εκατομμυρίων με επιτόκιο 4,75% και απόδοση 4,85%.

Η σημερινή έκδοση τρία χρόνια μετά τον αποκλεισμό της Κύπρου από τις αγορές, υπερκαλύφθηκε κατά 4 φορές συγκεντρώνοντας προσφορές ύψους €2 δις εκατομμυρίων, κάτι που επέτρεψε στην Κύπρο να εκδώσει τελικά χρέος ύψους €750 εκατ. αντί των €500 εκατ. που ήταν ο αρχικός σχεδιασμός.

Το σύνολο του νέου δανεισμού θα διοχετευθεί στην αποπληρωμή επικείμενων λήξεων εσωτερικού χρέους που φέρει με μεγαλύτερο κόστος από τον σημερινό δανεισμό.

«Αυτό σημαίνει πως θα μπορέσουμε να αναχρημαδοτήσουμε ένα σημαντικό μέρος του υφιστάμενου εσωτερικού χρέους επεκτείνοντας τη μέση διάρκεια τού, αλλά πετυχαίνοντας και χαμηλότερο κόστος εξυπηρέτησης σε σχέση με το υφιστάμενο χρέος που θα αποπληρώσουμε», τόνισε στις δηλώσεις του ο κ. Γεωργιάδης, υπογραμμίζοντας πως «το σημαντικότερο ίσως είναι το γεγονός πως με τον πιο έμπρακτο τρόπο έχει επιβεβαιωθεί η εμπιστοσύνη προς την κυπριακή οικονομία και τις προοπτικές της».

Ο κ. Γεωργιάδης κατέστησε σαφές πως «με κανένα τρόπο η επάνοδος της Κύπρου στις αγορές μετά από αρκετά χρόνια δεν σημαίνει πως η δύσκολη προσπάθεια των μεταρρυθμίσεων και της εξυγίανσης σταματά ή έχει ολοκληρωθεί».

«Αντιθέτως», είπε, «είναι λόγω ακριβώς αυτής της προσπάθειας που ξανακερδίσαμε αυτή την εμπιστοσύνη των επενδυτών και μάλιστα ένα ενάμισι χρόνο νωρίτερα απ` ότι ήταν ο στόχος αρχικά».

Ο ΥΠΟΙΚ ξεκαθάρισε πως η σημερινή έκδοση ήταν μόνο η αρχή, λέγοντας πως «η σημερινή δεν θα είναι μια μεμονωμένη πράξη, αλλά άλλο ένα βήμα προς τη συστηματική πλέον παρουσία της Κύπρου στις αγορές τη διαρκή δυνατότητα της Κύπρου να χρηματοδοτεί τις ανάγκες της».

«Συνεπώς στόχος και επιδίωξή μας είναι να υπάρξει και η επόμενη κίνηση όταν βεβαίως τα δεδομένα μας επιτρέψουν και να είναι με ακόμη καλύτερους όρους. Έτσι είναι που χαράσσεται και υλοποιείται μια στρατηγική που τελικά θα φέρει την Κύπρο σε θέση με την ολοκλήρωση του μνημονιακού προγράμματος με ένα τρόπο οριστικό και μόνιμο και χωρίς εξαρτήσεις να χρηματοδοτεί τις ανάγκες της», είπε.

Ενισχύεται η ρευστότητα της αγοράς και δη της Τράπεζας Κύπρου

Όπως είπε ο κ. Γεωργιάδης, το σύνολο αυτού του καινούργιου εξωτερικού δανεισμού θα διοχετευθεί στην αποπληρωμή υφιστάμενου εσωτερικού δανεισμού ο οποίος σήμερα κοστίζει ακριβότερα, επιφέροντας και μια άνεση τόνωση της ρευστότητας σε μια οικονομία που το έχει ανάγκη όπως κατ` επανάληψη έχω τονίσει και όπως ήταν ευθύς εξαρχής ήταν ο στόχος μας.

Τόνισε δε πως το όφελος για το τραπεζικό σύστημα θα είναι άμεσο με ενίσχυση και της ρευστότητας, αλλά και της κεφαλαιουχικής επάρκειας των τραπεζών, κυρίως της Τράπεζας Κύπρου που κατέχει πέραν του μισού από το υφιστάμενο εσωτερικό χρέος.

Εξήγησε δε πως «η κατοχή εσωτερικού κυπριακού χρέους συνεπάγεται και δέσμευση ρευστότητας αλλά και πρόβλεψη», στα βιβλία των τραπεζών.

Παράλληλα, απαντώντας σε ερώτηση αν η έκδοση αυτή υποβοηθά και την Τράπεζα Κύπρου η οποία φέρεται να προγραμματίζει έκδοση κεφαλαίου, ο κ. Γεωργιάδης, αν και είπε πως δεν θα επιθυμούσε σε δηλώσεις που αφορούν την ίδια την τράπεζα, τόνισε πως «αποτελεί γενική εκτίμηση πως η σημερινή πετυχημένη επάνοδος του κυπριακού κράτους στις αγορές προετοιμάζει και προλειαίνει το έδαφος και για μια ενδεχόμενη κίνηση των τραπεζών μας επίσης προς τις αγορές σε μια προσπάθεια ενίσχυσης της κεφαλαιουχικής τους βάσης».

Ερωτηθείς σχετικά, ο κ. Γεωργιάδης εκτίμησε πως με τη σημερινή έκδοση το μέσο κόστος δανεισμού του δημοσίου υποχωρεί κάτω από το 3%.

«Έχουμε δανειστεί με 4,75% και θα αποπληρώσουμε παλαιότερο χρέος, το οποίο κληρονομήσαμε, το οποίο έχει ονομαστικό κόστος 5,15% και πραγματικό κόστος πολύ μεγαλύτερο. Συνεπώς, θα είναι άμεσο και πολύ σημαντικό όφελος και για τα δημόσια οικονομικά, για εξοικονόμηση στους τόκους που πληρώνουμε, αλλά και συνολικά για το υφιστάμενο συνολικό δημόσιο χρέος των €18,5 δις, ακόμη μια αποφασιστική μείωση στο μέσο κόστος του», κατέληξε.