Ο Υπουργός Οικονομικών κ. Χάρης Γεωργιάδης, μιλώντας στην εκπομπή «Πρωινό Δρομολόγιο» του Τρίτου Προγράμματος του ΡΙΚ, αναφέρθηκε στο νομοσχέδιο για το κρατικό μισθολόγιο, στην αποπαγοποίηση των προσλήψεων καθώς και στην πρόταση για αποκρατικοποίηση της Cyta.
Σχετικά με το νομοσχέδιο για το κρατικό μισθολόγιο ο κ. Γεωργιάδης είπε συγκεκριμένα: «Το νομοσχέδιο θα τύγχανε νέας νομοθετικής επεξεργασίας και απομένουν κάποια πράγματα για να ολοκληρωθεί η διαδικασία. Ελπίζω να είναι ολοκληρωμένος ο έλεγχος μέχρι το τέλος της εβδομάδας. Μένουν κάποια πράγματα να διευκρινιστούν. Θέλω να θυμίσω ότι είχε γίνει νομοτεχνικός έλεγχος πριν από ένα και πλέον χρόνο, όμως στις αρχές του καλοκαιριού η Νομική Υπηρεσία έκρινε ότι πρέπει να ξαναδεί κάποιες πτυχές και αυτό γίνεται. Ελπίζουμε ότι αυτός ο δεύτερος έλεγχος θα ολοκληρωθεί με θετικό τρόπο για να μπορέσει και η Βουλή να λάβει τις τελικές αποφάσεις. Από πλευράς Κυβέρνησης δεν μπορώ παρά να υπερτονίσω ακόμη μια φορά τη σημασία της προώθησης τέτοιων ρυθμίσεων.
Τα πράγματα σε σχέση με την οικονομία μας σιγά-σιγά βελτιώνονται. Μπορούμε να αντέξουμε, συνεπώς, κάποιες βελτιώσεις σχεδόν σε όλα τα ζητήματα, όπως για παράδειγμα τις φορολογικές ελαφρύνσεις που αγγίζουν το σύνολο των πολιτών. Όμως αυτό που δεν μπορεί, ποτέ, η κυπριακή οικονομία να αντέξει, και δεν μπορούμε να το επιτρέψουμε, είναι να επιστρέψουμε στις παλιές διαδικασίες και στις παλιές νοοτροπίες».
Μιλώντας συγκεκριμένα για το μισθολόγιο, ο Υπουργός Οικονομικών εξήγησε ότι η νομοθετική παγιοποίηση των αυξήσεων, των προσαυξήσεων, της ΑΤΑ έσπρωχναν διαχρονικά το μισθολόγιο προς τα επάνω με ένα ρυθμό που υπερέβαινε κατά πολύ τις επιδόσεις και τις αντοχές της οικονομίας. «Υπήρχε δηλαδή μια συνολική αύξηση στο μισθολόγιο που δεν ήταν βιώσιμη και συνέβαλε μαζί με άλλους παράγοντες, βέβαια, στον εκτροχιασμό της οικονομίας μας. Από το τέλος του έτους, λοιπόν, και αν δεν μεσολαβήσει κάποια άλλη ρύθμιση, επιστρέφουμε στα παλιά και δεν θα είναι ζήτημα απόφασης της Κυβέρνησης, ή του Υπουργείου Οικονομικών, αν θα δοθούν ή δεν θα δοθούν και σε ποια έκταση θα δοθούν. Αυτομάτως, και ασχέτως επιδόσεων και αντοχών της οικονομίας, θα απελευθερωθούν όλα όσα συνθέτουν το μισθολόγιο».
Σε ό,τι αφορά τις προσλήψεις ο Υπουργός Οικονομικών τόνισε ότι θα αρχίσουν και οι προσλήψεις ένα χρόνο αργότερα. Συγκεκριμένα ανέφερε: «Χαίρομαι όταν βλέπω και στον Τύπο πλέον να εκφράζεται μια αυστηρή προσέγγιση σε σχέση με τις προσλήψεις. Να εξηγήσω ότι οι προσλήψεις, που έχουν προωθηθεί τώρα, είναι μια μερική αντικατάσταση αυτών που έχουν αποχωρήσει. Δεν είναι καθαρή αύξηση, αλλά αν έχουν φύγει δέκα άτομα θα προσληφθούν τρία. Ο τομέας της υγείας, της εκπαίδευσης και της δικαιοσύνης εξαιρείται πλήρως και δεν ισχύει η ρύθμιση αυτή. Εκεί ένας φεύγει, ένας προσλαμβάνεται. Αυτοί οι τομείς δεν επηρεάστηκαν ποτέ και αναφέρομαι στους εκπαιδευτικούς, στους γιατρούς και τους νοσοκόμους καθώς και στους δικαστές».
Επίσης, ο κ. Γεωργιάδης υπογράμμισε πως αν δεν ρυθμιστούν οι αυξήσεις, οι προσαυξήσεις, οι προσλήψεις προσωπικού με έναν τρόπο λογικό όπως είναι αυτός που προτείνεται, αργά ή γρήγορα θα αντιμετωπίσουμε ξανά πρόβλημα. Όπως είπε: «Πέρα από τους στενά δημοσιονομικούς υπολογισμούς, υπάρχουν κι άλλοι πολιτικοί λόγοι, λόγοι κοινωνικής δικαιοσύνης που επιβάλλουν, επιτέλους, να προχωρήσουμε σε αυτή τη λογική ρύθμιση που δεν απαγορεύει την απόδοση αυξήσεων, ούτε και τις προσλήψεις, αλλά τις επιτρέπουν με τρόπο ώστε να συνάδουν με τις επιδόσεις της οικονομίας».
Κληθείς να σχολιάσει επιφυλάξεις που μπορεί να προβάλουν τα κόμματα για να ψηφίσουν το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, ο κ. Γεωργιάδης είπε ότι παρατηρείται κάποια καθυστέρηση. «Θέλω να είμαι αισιόδοξος ότι με την επαναλειτουργία της Βουλής και με τις αναγκαίες διευκρινήσεις που θα δοθούν, θα ανάψει το πράσινο φως».
Σχετικά με την ετοιμασία πρότασης για την αποκρατικοποίηση της Cyta ο κ. Γεωργιάδης ανέφερε: «Τα νομοσχέδια που αφορούν τη Cyta δεν είχαν εξασφαλίσει στήριξη από την προηγούμενη Βουλή. Τα αποσύραμε για να τα ξαναδούμε αλλά ακόμη δεν έχουμε κάτι έτοιμο. Θεωρούμε ότι η Cyta εξακολουθεί να είναι ο τελευταίος ουσιαστικά τηλεπικοινωνιακός οργανισμός στον ευρωπαϊκό χώρο που λειτουργεί ως προέκταση της δημόσιας υπηρεσίας. Πρέπει να μετοχοποιηθεί, δηλαδή να μετατραπεί σε εταιρεία και στη συνέχεια με μια μερική αποκρατικοποίηση να προσελκύσουμε ένα στρατηγικό επενδυτή, ο οποίος μαζί με το κράτος που θα κρατήσει και μερίδιο και συμμετοχή να διαχειριστούν αυτόν τον σημαντικό, για την οικονομία μας, οργανισμό με όρους εμπορικούς ιδιωτικού τομέα και όχι δημόσιας υπηρεσίας».
Αναφορικά με την αύξηση των μισθών των μελών των Διοικητικών Συμβουλίων (ΔΣ) ο κ. Γεωργιάδης ανέφερε: « Αν ισχύει ότι η αύξηση θα κάνει κάποιον να εργάζεται περισσότερο, τότε θα ισχύει για όλους. Ήταν μια συμβολική αύξηση, σ’ ένα συμβολικό επίδομα που λαμβάνουν μελή των ΔΣ. Έγινε μια προσπάθεια τον περασμένο Ιούνιο από την Κυβέρνηση για διορισμό ατόμων με επαγγελματικά προσόντα και όχι οποιαδήποτε άλλα προσόντα στα ΔΣ και καλώ να εξεταστούν όλοι ένα προς ένα. Η απόφαση για αύξηση είχε γίνει γνωστή και δημοσιευθεί την ίδια μέρα του διορισμού τους, άσχετα αν τα ΜΜΕ το πήραν είδηση δυο μήνες μετά. Είναι 280 ευρώ αύξηση τον μήνα έχοντας σημαντικές απαιτήσεις από αυτά τα άτομα. Η Κυβέρνηση αναλαμβάνει την ευθύνη των αποφάσεών της και η οποιαδήποτε κριτική άποψη είναι σεβαστή».
Ερωτηθείς, τέλος, τι θα γίνει με τα αιτήματα πολλών ανθρώπων που επλήγησαν από την οικονομική κρίση με το ενδεχόμενο να δοθούν κάποιες αποζημιώσεις, ο Υπουργός Οικονομικών είπε:
«Έχουμε ήδη ξεκινήσει, λόγω της βελτίωσης της κατάστασης της οικονομίας μας, να προσφέρουμε κάτι πίσω στους εργαζόμενους, π.χ. με την κατάργηση της έκτακτης φορολογίας που πλήρωναν οι εργαζόμενοι τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα, αλλά και οι εργοδότες τους. Αν αναφέρεστε στους ιδιοκτήτες ακινήτων εκεί υπάρχει πάρα πολύ σημαντική ελάφρυνση βαρών που είχαν επιβληθεί στην πορεία κορύφωσης της κρίσης. Ο ρόλος του Υπουργείου Οικονομικών δεν είναι να αποφασίζει τις προτεραιότητες σε σχέση με το πώς θα ξοδέψουμε τον προϋπολογισμό μας. Ο ρόλος του Υπουργείου Οικονομικών είναι να προβεί σε τεκμηριωμένες εκτιμήσεις όσον αφορά τη δυνατότητα, το ύψος των δαπανών μέσα από αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου και ψήφιση του προϋπολογισμού από τη Βουλή».