Το Υπουργείο Εσωτερικών, απαντά σε ΜΚΟ οι οποίες έκαναν λόγο για μη ενδεδειγμένες συνθήκες φύλαξης μεταναστών και διευκρινίζει τα κάτωθι:
«Τις τελευταίες μέρες συγκεκριμένες ΜΚΟ υπαινίσσονται ότι οι συνθήκες φύλαξης των μεταναστών που φιλοξενούνται στα κέντρα υποδοχής στο Πουρνάρα και στην Κοφίνου δεν είναι οι ενδεδειγμένες.
Θέλουμε να υπενθυμίσουμε ότι η Κύπρος παραμένει η χώρα με το ψηλότερο αριθμό αφίξεων κατ’ αναλογία πληθυσμού μεταξύ των χωρών μελών της ΕΕ για τα τρία τελευταία χρόνια. Οι αιτητές ασύλου στη χώρα μας αισίως έφτασαν το 3,8 % του πληθυσμού όταν και σ’ αυτή ακόμα, την Ελλάδα, το αντίστοιχο ποσοστό είναι μικρότερο του 1% του πληθυσμού της χώρας.
Το δυσανάλογο του αριθμού που μας αναλογεί μας υποχρέωσε να διεκδικούμε επιτακτικά μια δικαιότερη ανακατανομή μεταξύ των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Παρά τον μεταναστευτικό υπερπληθυσμό που συναθροίστηκε στη χώρα μας, εν μέσω πανδημίας, το Υπουργείο Εσωτερικών κάνει ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό για την παροχή στέγης, σίτισης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης όλων αυτών των ανθρώπων, νόμιμων και παράνομων.
Διαμαρτύρονται οι εκπρόσωποι των ΜΚΟ ότι κρατούμε «έγκλειστους» στα κέντρα υποδοχής τους μετανάστες. Το Υπουργείο Εσωτερικών απλά υπενθυμίζει ότι παρά το μεγάλο του αριθμού, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, πετύχαμε να έχουμε μηδενικά κρούσματα κορωνοϊού ακριβώς γιατί περιορίσαμε τους μετανάστες στα κέντρα υποδοχής.
Όταν η κυβέρνηση για λόγους δημόσιας υγείας αλλά και της ασφάλειας του συνόλου του πληθυσμού, εξαγγέλλει και εφαρμόζει περιοριστικά μέτρα για τους ίδιους τους πολίτες αυτής της χώρας, δεν αντιλαμβανόμαστε με ποιο σκεπτικό ζητείται ελευθερία κινήσεων για τους μετανάστες, πολλοί εκ των οποίων μάλιστα είναι και παράνομοι.
Αναφορικά με την μεταφορά μικρού αριθμού μεταναστών από τις ξενοδοχειακές μονάδες στις οποίες διαβιούσαν τα δύο τελευταία χρόνια στα δύο κέντρα υποδοχής, αυτό κρίθηκε επιβεβλημένο επειδή σε ελέγχους διαπιστώθηκε ότι δεν πειθαρχούσαν στα περιοριστικά μέτρα με αποτέλεσμα να ελλοχεύει κίνδυνος διασποράς του κορωνοϊού.
Όσον αφορά τις συνθήκες διαβίωσης, σαφώς και στα κέντρα υποδοχής δεν υπάρχουν οι ανέσεις των ξενοδοχειακών μονάδων, πλην όμως παρά την αντικειμενική δυσκολία που αντιμετωπίζουμε με την έλλειψη εργοταξίων, ήδη στα κέντρα έχουν τοποθετηθεί πρόσθετες μονάδες υγιεινής, ενισχύεται η ηλεκτροδότηση και μεταφέρονται εκτός κέντρων όλοι οι ευάλωτοι.
Θέλουμε να επαναλάβουμε ότι οι δυνατότητες παροχής καλύτερης ποιοτικά φροντίδας είναι απόλυτα συνυφασμένες με τους αριθμούς.
Προσδοκία μας είναι, μόλις οι συνθήκες το επιτρέψουν, να επαναπατρίσουμε όσους προέρχονται από χώρες στις οποίες δεν τίθεται θέμα ασφάλειας ή κινδύνου για τη ζωή τους.
Μέχρι τότε θα καταβάλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια για την φιλοξενία τους, χωρίς όμως αυτή να θέτει σε κίνδυνο την δημόσια υγεία.»