Οι αμοιβές και τα φιλοδωρήματα των προσώπων που αποτελούσαν την Ανώτατη Εκτελεστική Διεύθυνση της Τράπεζας Κύπρου βρέθηκαν σήμερα στο επίκεντρο της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον της ερευνητικής επιτροπής για την Οικονομία.
Ενώπιον της επιτροπής κλήθηκαν και κατέθεσαν σήμερα τα μέλη της Επιτροπής Αμοιβών της Τράπεζας Κύπρου Ανδρέας Πίττας, Άννα Διογένους και Μάνθος Μαυρομμάτης.
Όπως αναφέρθηκε στη σημερινή ακροαματική διαδικασία, σύμφωνα με το σχετικό Πρωτόκολλο λειτουργίας των τραπεζών η Επιτροπή Αμοιβών χειρίζεται τις πολιτικές χρηματικών παροχών, μισθοδοσίας και αποζημίωσης, για τα ανώτατα στελέχη των τραπεζών.
Αναφέρθηκε, επίσης, ότι η Επιτροπή Αμοιβών θα έπρεπε να αποτελείται αποκλειστικά από μη εκτελεστικά μέλη και η πλειοψηφία των μελών θα έπρεπε να ήταν ανεξάρτητα, δηλαδή να μην έχουν κατά τα τελευταία τρία έτη σημαντική επιχειρηματική σχέση με την Τράπεζα.
Το 2009 προστέθηκε και ο όρος σύμφωνα με τον όποιο, δεν επιτρεπόταν τα μέλη της επιτροπής να πάρουν δάνειο από την τράπεζα πέραν των 500 χιλιάδων ευρώ προκειμένου να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους.
Πρώτος κατάθεσε ο Ανδρέας Πίττας, ο οποίος διετέλεσε σύμβουλος της Τράπεζας Κύπρου από το 1999 έως το Μάιο του 2008, οπόταν υπέβαλε την παραίτηση του. Ο κ. Πίττας διετέλεσε, επίσης, μέλος και Πρόεδρος της Επιτροπής Αμοιβών της Τράπεζας.
Απαντώντας σε ερώτηση, ο κ. Πίττας είπε ότι οι αμοιβές των στελεχών της Τράπεζας παραχωρούνταν με βάση τους σχετικούς κανονισμούς του πρωτοκόλλου που διέπει τη λειτουργία των τραπεζών και των συμβουλών που ζήτησε και πήρε η τράπεζα από ξένους οίκους.
Όπως είπε, η Επιτροπή Αμοιβών συνεστήθη το 2004 ενώ το 2005, και με τη βοήθεια του Οίκου Μακκίνζι, διαμορφώθηκε μια ειδική πολιτική σε ό,τι αφορά τις αμοιβές και τα ωφελήματα που παραχωρούνταν στην τράπεζα Κύπρου.
Ανέφερε ότι οι αμοιβές των ανωτάτων στελεχών της τράπεζας παραχωρούντο με βάση τα καθήκοντα του κάθε στελέχους και τις αμοιβές που παραχωρούντο για τις ίδιες θέσεις που κατείχαν στελέχη άλλων τραπεζών. «Τα φιλοδωρήματα παραχωρούντο ανάλογα με τη θέση του καθενός, με τη δουλεία του και με τα αποτελέσματα που έφερνε στην τράπεζα», είπε.
Είπε ότι ο ίδιος είχε πάρει προσωπικό δάνειο από την τράπεζα Κύπρου το 2010 ύψους 300 χιλιάδων ευρώ με επιτόκιο 6,25% και πρόσθεσε ότι το 2008 η εταιρεία του είχε παρατράβηγμα ύψους 12,6 εκ. ευρώ και δάνειο 3 εκ. ευρώ τα οποία ήταν εξασφαλισμένα «από το Α μέχρι το Ω» με υποθήκες και προσωπική του εγγύηση, όπως είπε.
Ο κ. Πίττας είπε ότι παραιτήθηκε από την Επιτροπή όταν έπαψε να θεωρείται ανεξάρτητο μέλος.
Ερωτηθείς εάν υπήρχε λογική αναλογία μεταξύ του βασικού μισθού και του φιλοδωρήματος που ελάμβαναν τα ανώτατα στελέχη της τράπεζας, είπε ότι κατά τη γνώμη του υπήρχε αυτή η λογική αναλογία.
Όπως είπε, το 2005 διαμορφώθηκε μια Ανώτατη Εκτελεστική Διεύθυνση που αποτελείτο από τον Ανώτατο Εκτελεστικό Διευθυντή Ανδρέας Ηλιάδη, τον Αναπληρωτή Ανώτατο Εκτελεστικό Διευθυντής Χαρίλαο Σταυράκη και τον Πρώτο Γενικό Διευθυντή Γιάννη Κυπρή.
Η Επιτροπή Αμοιβών, πρόσθεσε, προέβη σε συμφωνία και υπέγραψε συμβόλαια με τα πιο πάνω άτομα.
Με βάση τη συμφωνία, είπε, ο κ. Ηλιάδης ελάμβανε μισθό 190 χιλιάδων λιρών και φιλοδώρημα 84% επί του μισθού του που αντιστοιχούσε σε 160 χιλιάδες. Ο κ. Σταυράκης ελάμβανε μισθό 142 χιλιάδων και φιλοδώρημα 70% του μισθού που αντιστοιχούσε σε 100 χιλιάδες περίπου. Ο κ. Κυπρή θα ελάμβανε μισθό 125 χιλιάδων και φιλοδώρημα 60% του μισθού το οποίο ανήρχετο στις 75 χιλιάδες.
Απαντώντας σε ερώτηση, είπε ότι τα φιλοδωρήματα παραχωρούνταν με βάση την κερδοφορία της τράπεζας, την αναλογία του κόστους προς τα έσοδα και την αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Εάν δεν πληρούνται αυτοί οι όροι τότε αφαιρείτο 10% από το φιλοδώρημα που θα έπαιρνε ένα ανώτατο στέλεχος, είπε.
Όπως είπε, τους μισθούς των γενικών διευθυντών τους καθόριζαν οι εκτελεστικοί και μετά τους παρουσίαζαν στην επιτροπή Αμοιβών όπου συνήθως εγκρίνονταν.
Ανέφερε ότι οι μισθοί και τα ποσοστά των φιλοδωρημάτων επί των μισθών είχαν καθοριστεί με βάση γραπτή συμφωνία και με συμβόλαια πενταετούς διάρκειας με ισχύ από το 2005 μέχρι το 2008. Ο κ. Πίττας είπε ότι η περίοδος από το 2005 μέχρι το 2008 και πριν αρχίσει η παγκόσμια οικονομική κρίση ήταν τα χρυσά χρόνια για την Τράπεζα Κύπρου.
Όπως είπε, τα τρία χρόνια ήταν πολύ κερδοφόρα και ποσό 450 χιλιάδων κατανεμήθηκε στους 3 ανώτατους διευθυντές για τα εξαιρετικά αποτελέσματα της προηγούμενης τριετίας.
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Γιώργος Πικκής επικαλούμενος στοιχεία που εξασφάλισε η Επιτροπή, ανέφερε ότι το 2006 η αμοιβή και τα βραχυπρόθεσμα ωφελήματα του κ. Ηλιάδη ανέρχονταν στις 384 χιλιάδες ενώ έλαβε φιλοδώρημα 323 χιλιάδες και μερικά άλλα ωφελήματα. Όπως είπε, η συνολική του αμοιβή για το συγκεκριμένο χρόνο ανερχόταν στις 791 χιλιάδες.
Το 2007, συνέχισε ο κ. Πικκής, οι συνολικές αμοιβές του κ. Ηλιάδη ανέρχονταν σε 1,2 εκ. ευρώ στα οποία περιλαμβάνονταν η μισθοδοσία του 456 χιλιάδων ευρώ περίπου και φιλοδώρημα 735 χιλιάδες ευρώ.
Σε παρατήρηση του κ. Πικκή ότι είναι ακατανόητο να παίρνει ένα στέλεχος 1,2 εκ. ευρώ ως συνολικές απολαβές μέσα σε ένα χρόνο, ο κ. Πίττας είπε ότι μπορεί να ακούγεται εξωπραγματικό, εντούτοις δεν είναι εξωπραγματικό αυτό το ποσό, όπως είπε, εάν συγκριθεί με τα ποσά που λαμβάνουν όσοι κατέχουν την ίδια θέση σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Μεγάλη Βρετανία και η Γερμανία.
«Ο κ. Ηλιάδης θα μπορούσε να βρει τότε δουλεία στην Ελλάδα και νομίζω του είχαν προσφερθεί θέσεις – μεταξύ 1,5 και 2,5 εκ .ευρώ. Αυτές ήταν οι τρέχουσες απολαβές τραπεζιτών που εργάζονταν σε τράπεζες στη Μεγάλη Βρετανία και τη Γερμανία» πρόσθεσε.
«Έγιναν προσπάθειες να βρούμε και άλλους αλλά ήταν πιο ακριβοί από τον κ. Ηλιάδη», κατέληξε.
Στη συνέχεια, κατέθεσε η Άννα Διογένους, η οποία υπήρξε μέλος του ΔΣ της τράπεζας Κύπρου από το 2002 μέχρι το 2013 και διετέλεσε μέλος της Επιτροπής Απολαβών από το 2004-2006 και Πρόεδρος της ίδια Επιτροπής από το 2008 μέχρι το 2010.
Κληθείσα να σχολιάσει το ότι το 2006 η εταιρεία της είχε οφειλές προς την Τράπεζα Κύπρου ύψους 23.6 εκ. ευρώ εκ των οποίων τα 13,5 εκ. ευρώ δεν ήταν καλυμμένα, είπε ότι η εταιρεία της είναι μεγάλος πελάτης της τράπεζας από την ίδρυση της, προσθέτοντας ότι το ποσό αυτό καλυπτόταν από προσωπικές εγγυήσεις.
Ερωτηθείσα εάν η ίδια ήταν ανεξάρτητο μέλος λαμβανομένου υπόψη των μεγάλων δανείων που είχε πάρει η εταιρεία της από την Τράπεζα, η κα. Διογένους είπε ότι πληρούσε όλους τους όρους της ανεξαρτησίας, προσθέτοντας ότι ο όρος σύμφωνα με τον οποίο τα μέλη της επιτροπής δεν θα έπρεπε να έχουν δάνεια από την τράπεζα που να ξεπερνούν τις 500 χιλιάδες είχε τεθεί μετά το 2009.
Προηγουμένως, αυτός ο όρος δεν λαμβανόταν υπόψη σαν κριτήριο ανεξαρτησίας, πρόσθεσε. Όπως είπε, μόλις τέθηκε αυτός ο κανονισμός για τις 500 χιλιάδες και έπαψε να θεωρείται ανεξάρτητη το 2010 αποχώρησε από την Επιτροπή.
Ανέφερε, επίσης, ότι η πολιτική αμοιβών ήταν διαφανής και κοινοποιείτο στην ετήσια έκθεση και στην ιστοσελίδα της τράπεζας.
Απαντώντας σε άλλη ερώτηση, είπε ότι σήμερα οι κανονισμοί λένε ότι το φιλοδώρημα δεν μπορεί να είναι πέραν του 50% του μισθού.
Κληθείς να σχολιάσει τις υψηλές απόλαβες και τα φιλοδωρήματα του κ. Ηλιάδη, είπε ότι ο κ. Ηλιάδης εργαζόταν για 20 χρόνια στην Ελλάδα και είχε πολύ επιτυχημένη πορεία.
«Όταν ήρθε στην Κύπρο ο μισθός που ελάμβανε ήταν πολύ υψηλός σε αναλογία με τους μισθούς των κυρίων Σταυράκη και Κυπρή και το Συμβούλιο αποφάσισε να δώσει μικρότερο βασικό μισθό στον κ. Ηλίαδη σε σύγκριση με αυτό που έπαιρνε στην Ελλάδα και υψηλότερο μισθό στους Σταυράκη και Κυπρή για να πλησιάσουν οι μισθοί», είπε.
Κληθείσα να σχολιάσει το ότι παρά τη κάθετη μείωση της κερδοφορίας της τράπεζας Κύπρου εντούτοις η συνολική αμοιβή του κ. Ηλιάδη μαζί με τα φιλοδωρήματα αυξήθηκε το 2009 από 1,1 εκ. ευρώ σε 2.5 εκ .ευρώ ενώ ανάλογες αυξήσεις στη μισθοδοσία δόθηκαν και στους Σταυράκη και Κυπρή, η κα. Διογένους είπε ότι δεν γνωρίζει για το ποσό των 2 εκ. ευρώ.
Η κα. Διογένους είπε ότι το συμβόλαιο του κ. Ηλιάδη το 2009 αναφέρεται σε βασικό μισθό 654 χιλιάδες ευρώ «και εξ όσων γνωρίζω το 2009 δεν είχε πάρει φιλοδώρημα».
Απαντώντας σε άλλη ερώτηση, είπε ότι «το κλίμα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να γίνουν μειώσεις μισθών όμως μειώσεις φιλοδωρημάτων έγιναν από τους ίδιους τους εκτελεστικούς».
Είπε ότι το 2008 δεν πήραν φιλοδώρημα με δική τους πρωτοβουλία παρόλο που προβλεπόταν στο συμβόλαιο τους. Το 2009, πρόσθεσε, το ποσό που αναλογούσε στο φιλοδώρημα που δικαιούνταν το πληρώθηκαν το μισό σε μετρητά και το άλλο μισό σε μετοχές , «άρα μειωθήκαν οι απολαβές τους και εκ τότε δεν έλαβαν φιλοδωρήματα», είπε.
Ερωτηθείσα εάν η πολιτική αμοιβών της επιτροπής ενεθάρρυνε την υπερβολική ανάληψη κινδύνων από ανώτατα εκτελεστικά στελέχη της τράπεζας, απάντησε αρνητικά σημειώνοντας ότι «η τράπεζα Κύπρου πάντα ήταν πολύ προσεκτική».
Ακολούθως, κατέθεσε ο Μάνθος Μαυρομμάτης, ο οποίος διετέλεσε μη εκτελεστικό και ανεξάρτητο μέλος του ΔΣ της τράπεζας και μετέπειτα διετέλεσε αρχικά μέλος της Επιτροπής Αμοιβών και μετέπειτα Πρόεδρος της Επιτροπής την περίοδο 2010 – 2012.
Όπως είπε προκειμένου να μην υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία για την ανεξαρτησία του φρόντισε ούτως ώστε όλες οι οικονομικές υποχρεώσεις του να είναι με άλλες τράπεζες έτσι ώστε να μην υπάρχει οποιαδήποτε εξάρτηση από την τράπεζα Κύπρου.
Κληθείς να σχολιάσει το γεγονός ότι ο βασικός μισθός του κ. Ηλιάδη αυξήθηκε το από το 2007 έως το 2009 από 456 χιλιάδες σε 665 χιλιάδες ευρώ παρά το ότι η τράπεζα είχε πάρει την κατιούσα, ο κ. Μαυρομάτης είπε ότι όταν το 2009 έγινε το νέο συμβόλαιο του κ. Ηλιάδη κρίθηκε ότι το φιλοδώρημα του 84% επί του μισθού ήταν πολύ υψηλό και έπρεπε να μειωθεί στο 50% όπως ήταν η προτροπή της Κεντρικής Τράπεζας.
Κληθείς να σχολιάσει ότι η συνολική αμοιβή του κ. Ηλιάδη αυξήθηκε από 1,1 εκ ευρώ σε 2,5 εκ ευρώ το 2009, παρά την πτώση της κερδοφορίας της τράπεζας, είπε ότι είναι γι΄αυτό το λόγο που έγινε η αλλαγή του τρόπου υπολογισμού των φιλοδωρημάτων «για να μην ενθαρρύνει την αλόγιστη ανάληψη κινδύνου».
«Γι΄ αυτό και το 2010 αποφασίστηκε όπως το οποιοδήποτε ποσό για φιλοδώρημα θα πληρώνεται 50% σε μετρητά και το άλλο 50% σε μετοχές και το 2011 αποφασίστηκε ότι το οποιοδήποτε φιλοδώρημα θα ήταν μόνο σε μετοχές σε βάθος τριετίας», είπε.
Καταλήγοντας και ερωτηθείς σχετικά με την πορεία της τράπεζας Κύπρου, ο κ. Μαυρτομμάτης χαρακτήρισε ως μειονέκτημα και λάθος το γεγονός ότι γεγονός ότι δεν υπήρχε μεγάλος ιδιώτης μέτοχος στην τράπεζα Κύπρου προκειμένου να λειτουργήσει ως αντίβαρο στη δύναμη των εκτελεστικών διευθυντών οι οποίοι ήταν και μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου.
Η επόμενη συνεδρία της Επιτροπής θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη, 10 Ιουλίου, στις 10 π.μ., στην οποία έχει κληθεί να καταθέσει ο Διευθυντής Διαχείρισης Κινδύνων Νικόλας Καρυδάς.
Στις 12 Ιουλίου, καταθέτουν οι πρώην πρόεδροι του ΔΣ της Τράπεζας Ελευθέριος Ιωάννου, στις 9.30 π.μ. και ο Θεόδωρος Αριστοδήμου στις 11.15 π.μ, ενώ στις 15 Ιουλίου, στις 10 π.μ., έχει κληθεί να καταθέσει ο Πρόεδρος του Συνδέσμου κατόχων Αξιογράφων Φοίβος Μαυροβουνιώτης,
Στις 16 Ιουλίου, στις 10 π.μ, θα καταθέσει το μέλος του ΔΣ της Τράπεζας Κύπρου Ευδόκιμος Ξενοφώντος, στις 17 Ιουλίου, στις 10 π.μ., ο τέως πρόεδρος της Τράπεζας Κύπρου Αντρέας Αρτέμης και στις 22 του μήνα, επίσης στις 10 π.μ., ο πρώην Ανώτατος Εκτελεστικής Διευθυντής της Τράπεζας Κύπρου Ανδρέας ηλιάδης.