Αυτοί που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στον ύπνο ενδέχεται να είναι πιθανότερο να υποστούν εγκεφαλικό επεισόδιο, καρδιακή προσβολή ή άλλη εγκεφαλοαγγειακή ή καρδιαγγειακή νόσο, όπως αποκαλύπτουν νέα ερευνητικά δεδομένα.
Η μελέτη αυτή, που δημοσιεύτηκε χτες στο Neurology της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας, αναδεικνύει τη σχέση του ύπνου με την εμφάνιση καρδιαγγειακών ασθενειών και εγκεφαλικού επεισοδίου.
Ο επικεφαλής συντάκτης της μελέτης Λίμινγκ Λι του Πανεπιστημίου του Πεκίνου στην Κίνα τόνισε ότι, αν ήταν δυνατή η παροχή συμπεριφορικής θεραπείας στα άτομα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες ύπνου, τα ποσοστά εγκεφαλικού επεισοδίου, καρδιακής προσβολής και άλλων συναφών ασθενειών θα μειώνονταν σημαντικά σε αυτόν τον πληθυσμό.
Στην παρούσα έρευνα συμμετείχαν 487.200 άτομα από την Κίνα με μέσο όρο ηλικίας τα 51 έτη. Όσοι έλαβαν μέρος δεν είχαν προηγούμενο ιστορικό εγκεφαλικού επεισοδίου ή καρδιακής νόσου κατά την έναρξη της μελέτης. Οι ίδιοι ρωτήθηκαν αν είχαν κάποιο από τα ακόλουθα τρία συμπτώματα διαταραγμένου ύπνου την περίοδο των τελευταίων τριών εβδομάδων:
Το 11% των ατόμων ανέφεραν δυσκολίες στην έλευση και τη διατήρηση του ύπνου, το 10% μίλησε για πρώιμη πρωινή αφύπνιση και το 2% των ατόμων δεν μπορούσε να διατηρήσει τη συγκέντρωσή του λόγω έλλειψης ύπνου. Οι μελετητές δεν διερεύνησαν αν πράγματι οι συμμετέχοντες πληρούσαν τα διαγνωστικά κριτήρια της αϋπνίας. Συνολικά σε όλη τη διάρκεια της μελέτης καταγράφηκαν 130.032 περιστατικά εγκεφαλικού, καρδιακής προσβολής και άλλων παρόμοιων ασθενειών.
Αυτοί που είχαν και τα τρία συμπτώματα της αϋπνίας ήταν 18% πιθανότερο να εμφανίσουν αυτές τις νόσους από τους ανθρώπους που δεν είχαν κανένα από τα συμπτώματα. Εκείνοι που είχαν δυσκολία αποκλειστικά στην έλευση και τη διατήρηση του ύπνου ήταν 9% πιθανότερο να υποστούν εγκεφαλικό ή να εμφανίσουν καρδιακή νόσο από αυτούς που δεν είχαν αυτό το πρόβλημα. Από τα 55.127 άτομα που είχαν αυτό το σύμπτωμα, τα 17.650 (32%) υπέστησαν εγκεφαλικό ή διαγνωστήκαν με κάποια καρδιακή νόσο, συγκριτικά με τους 112.382 (26%) των 432.073 ανθρώπους που δεν είχαν αυτό το σύμπτωμα της αϋπνίας. Όσοι ανέφεραν πρώιμη πρωινή αφύπνιση και ότι δεν μπορούσαν να ξανακοιμηθούν μετά από αυτή διέτρεχαν 7% μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν αυτά τα ιατρικά προβλήματα σε σχέση με αυτούς που δεν είχαν αυτό το πρόβλημα. Οι άνθρωποι που ανέφεραν ότι είχαν πρόβλημα στο να μένουν συγκεντρωμένοι κατά τη διάρκεια της ημέρας είχαν 13% μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης εγκεφαλικών και καρδιακών νοσημάτων συγκριτικά με αυτούς που δεν είχαν αυτό το σύμπτωμα.
Ο Λι υπογραμμίζει την ανάγκη διεξαγωγής περαιτέρω έρευνας και τονίζει ορισμένους περιορισμούς του συγκεκριμένου εγχειρήματος. Αφενός τα συμπτώματα βασίστηκαν σε αυτοαναφορές των συμμετεχόντων, επομένως η ακρίβειά τους μπορεί να αμφισβητηθεί και αφετέρου δεν τους ρώτησαν για ύπνο ο οποίος δεν τους προσέφερε ξεκούραση, ένα επίσης πολύ συχνό σύμπτωμα της αϋπνίας.