Πρόδρομος Γ.Προδρόμου
Βουλευτής Λευκωσίας ( ΔΗΣΥ)
Το ζήτημα της αστυφιλίας δεν είναι βέβαια καινούριο. Από την αρχή του προηγούμενου αιώνα ο αστικός πληθυσμός στην Κύπρο είχε αρχίσει να παρουσιάσει ταχύτερη αύξηση από τον αγροτικό. Ήδη μετά το 1960 δεν είχε απλά μικρότερη αύξηση, αλλά άρχισε να παρουσιάζει καθαρή μείωση.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι από 81% που ήταν το 1901, περιορίστηκε σε 64% το 1960 και έπεσε κάτω από το μισό μετά το 1974. Ας σημειωθεί ότι το 1974 είχαμε και ένα φαινόμενο βίαιου εξαστισμού, με τις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμού που προκάλεσε η τουρκική κατοχή. Σήμερα, με τα στοιχεία του 2011, είναι πια λίγο πιο κάτω από το ένα τρίτο, δηλαδή 32,6%.
Η αστυφιλία είναι κλασικό παράγωγο της αναπτυξιακής διαδικασίας σε όλο τον κόσμο, εδώ και αιώνες. Εντούτοις σε κάθε κοινωνία αποκτά ιδιαίτερες διαστάσεις και μπορεί να έχει διαφορετικές συνέπειες. Ειδικότερα, όμως, σε καιρό βαριάς οικονομικής κρίσης, μέσα στη σημερινή συγκυρία, αξίζει σίγουρα να μας απασχολήσει. Η περισυλλογή και οι περικοπές δημόσιων δαπανών χτυπούν κάποτε περισσότερο τους ανθρώπους που εξακολουθούν να ζουν σε απομακρυσμένες και σχετικά απομονωμένες αγροτικές κοινότητες. Με αποτέλεσμα να επιτείνουν τις τάσεις φυγής και τον πληθυσμιακό και άλλο μαρασμό τους.
Η άλλη όψη του νομίσματος της αστυφιλίας είναι η εγκατάλειψη και ίσως απερήμωση της υπαίθρου και των αγροτικών πληθυσμών. Κάποιοι από τους ομορφότερους τόπους της χώρας μας βρίσκονται εδώ και αρκετά χρόνια σε κατάσταση μαρασμού ή και παρακμής.
Σύμφωνα με τα στοχεία της περσινής Απογραφής, 38.876 άνθρωποι, δηλαδή 4,6% του συνολικού πληθυσμού της χώρας μας ζούσαν σε κοινότητες με λιγότερους από 500 κατοίκους. Ενώ εκείνοι που ζούσαν σε κοινότητες με πληθυσμό χαμηλότερο των 1000 κατοίκων ήταν 70.798 άνθρωποι ή 8,4% του συνολικού πληθυσμού. Στο άλλο άκρο 275.386 ή 33% του πληθυσμού ζούσαν σε τρεις αστικές περιφέρειες με πληθυσμό πέραντων 50.000 κατοίκων.
Μπορεί, λοιπόν, με διεθνή δεδομένα να μπορούσε να θεωρηθεί ότι ολόκληρος ο πληθυσμός της Κύπρου δεν είναι παρά μια μετρίου μεγέθους πόλη και αυτό συνάγεται όχι μόνο λόγω μεγεθών, αλλά κάπως και λόγω αποστάσεων, ωστόσο δεν παύουν να υπάρχουν πολλές χιλιάδες ανθρώπων οι οποίοι ζουν σε καθαρά αγροτικές κοινότητες πολύ μικρού μεγέθους και σε σημαντική απόσταση από τα αστικά κέντρα.
Πρέπει εδώ να κάνουμε μια διάκριση. Οι αριθμοί δεν λένε πάντα όλη την αλήθεια. Το ζήτημα της απομόνωσης και των ιδιαίτερων προβλημάτων των μη αστικών περιοχών και οικισμών έχει να κάνει με ένα λογικό συσχετισμό απόστασης και μεγέθους. Δηλαδή, καθόλου τυχαία, οι μικρότερες σε πληθυσμό κοινότητες (που παρουσιάζουν και τις περισσότερες ελλείψεις και τα μεγαλύτερα προβλήματα) είναι εκείνες που βρίσκονται και σε μεγαλύτερη απόσταση από τα αστικά κέντρα. Γι’αυτόν ακριβώς το λόγο είναι που σταδιακά, ακόμα και αν αρχικά δεν ήταν, έγιναν μικρότερες σε μέγεθος.
Μια κάποια αντίφαση των συστηματικών αναπτυξιακών προσπαθειών που έγιναν στις προηγούμενες δεκαετίες –διότι έγιναν μεγάλες προσπάθειες και επενδύσεις- ήταν ότι, για παράδειγμα, φτιάξαμε σχετικά καλό οδικό δίκτυο και έτσι μειώθηκε συχνά η απόσταση σε χρόνο, αφού όμως προηγουμένως ο νεαρότερος πληθυσμός είχε ήδη φύγει. Υπάρχουν κοινότητες που σήμερα τις χωρίζει από τις πόλεις χρόνος που δεν είναι απαγορευτικός για την καθημερινή μετακίνηση για επαγγελματικούς λόγους, αλλά στο μεταξύ δεν υπάρχουν εκεί οι κάτοικοι εκείνοι που θα τους ενδιέφερε η συντομότερη οδική πρόσβαση…
Σε κάποιες περιπτώσεις φτιάχτηκαν ή ανακαινίσθηκαν και βελτιώθηκαν σχολεία, τα οποία μετά από μερικά χρόνια δεν είχαν πια παιδιά…
Την περασμένη Κυριακή είχα βρεθεί στην κοινότητα του Πεδουλά που διαθέτει ένα πολύ ωραίο και ιστορικό σχολικό κτήριο το οποίο, δυστυχώς, παρά το ότι ανακαινίσθηκε πρόσφατα δεν λειτουργεί πια σαν σχολείο…
Στην ίδια εκείνη περιοχή της Μαραθάσας και της Πιτσιλιάς θα δούμε και σημαντικές διαφορές ανάμεσα σε κοινότητες που κατάφεραν να κρατήσουν κάποιου είδους εξωγεωργική δραστηριότητα, για παράδειγμα κάποια ξενοδοχεία, από άλλες κοινότητες που δεν ευλογήθηκαν με τέτοια αγαθή τύχη ιδιωτικής πρωτοβουλίας ή και κάποτε και τοπικών ευεργετών και βιώνουν αυτή τη διαφορά.
Θα μπορούσα ακόμα να παραθέσω πλήθος εμπειριών από άλλες δοκιμαζόμενες περιοχές, στην επαρχία της Πάφου, όπου έτυχε να βρεθώ πολλές φορές τον τελευταίο καιρό εξαιτίας της προεκλογικής προσπάθειας μας. Αλλά δεν θα ήθελαν να παρέμβω στα ειδικά ενδιαφέροντα των συναδέλφων εκείνης της εκλογικής περιφέρειας…
Αυτή η απόσταση και η σχετικά δύσκολη πρόσβαση στα αστικά κέντρα δεν σημαίνει μόνο μια διαφορετική ζωή –η οποία έχει και σημαντικά πλεονεκτήματα και κάποτε πολλοί την αναπολούν ή και τη ζηλεύουν- αλλά είναι δυστυχώς απόσταση από:
– υπηρεσίες περίθαλψης και ιατροφαρμακευτικής αρωγής,
– εκπαιδευτικές και άλλες επιμορφωτικές ευκαιρίες, ιδιαίτερα για τα παιδιά και τους νέους,
– ευκαιρίες οικονομικής απασχόλησης,
– εξυπηρέτησης από τα διοικητικά και άλλα κέντρα.
Αυτή η μεγαλύτερη απόσταση σημαίνει μοιραία και λιγότερες ευκαιρίες.
Εξάλλου, αυτό είναι και το κύριο αίτιο για τη δημιουργία ενός φαύλου κύκλου. Αφού η απουσία ή δύσκολη πρόσβαση σε ουσιώδεις υπηρεσίες και ευκαιρίες του σύγχρονου βίου συχνά σπρώχνει τους νέους σε νέα ρεύματα αστυφιλίας. Ενώ η αποψίλωση του αγροτικού πληθυσμού έχει ως συνέπεια την ακόμη δυσκολότερη ή περισσότερο δαπανηρή κάλυψη αυτών των ίδιων σχετικά μακρινών ή απομονωμένων οικισμών.
Δεν θα σας κουράσω απαριθμώντας ιδιαίτερα και κάποτε οξύτατα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι των μικρών κοινοτήτων απομακρυσμένων περιοχών, οι οποίοι μάλιστα έχουν συνήθως ιδιαίτερες ανάγκες αφού είναι μάλλον ηλικιωμένοι. Είμαι σίγουρος ότι όλοι σε αυτή την αίθουσα γνωρίζουμε καλά το ζήτημα από πολλές και καθημερινές εμπειρίες σε επαφή με την εκλογική περιφέρειά μας. Με την εξαίρεση ίσως της ελεύθερης Αμμοχώστου, όλη η υπόλοιπη Κύπρος παρουσιάζει τέτοια ζητήματα, με ιδιαίτερη ένταση σε περιοχές με υψόμετρο στον κεντρικό ορεινό μας όγκο.
Υπάρχουν εξάλλου και περιοχές που δεν φιλοξενούν μόνο μικρούς, αλλά και μεσαίους οικισμούς και όπου το πρόβλημα να συγκρατήσουν τον πληθυσμό τους δεν είναι μικρότερο. Ένα παράδειγμα είναι η περιοχή της Σολέας, όπου υπάρχουν και μεσαίου μεγέθους κοινότητες που εδώ και δεκαετίες περιμένουν να ανηφορίσει ο νέος δρόμος.
Υπάρχει πράγματι μεγάλη ανάγκη για να ολοκληρωθεί η οδική αρτηρία προς το Τρόοδος, με σύγρονες προδιαγραφές. Είναι προϋπόθεση για να έχει βάσιμα κίνητρα όχι μόνο να διατηρηθεί, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις και –γιατί όχι- να αυξηθεί ο πληθυσμός μιας τόσο ξεχωριστής και όμορφης περιοχής της Κύπρου. Σε μιαν ανάλογη εξέλιξη, θα ήταν πραγματικά «επαναστατική» ιδέα –εφόσον υλοποιηθεί- η πρόταση για τη σύνδεση περιοχής του Τροόδους με τελεφερίκ…
Τα ερωτήματα είναι κάποτε αμίληκτα:
– Πώς καταφέρνει η Πολιτεία να εξασφαλίσει με λειτουργικό και βολικό τρόπο παροχή ιατροφαρμακευτικών υπηρεσιών σε τέτοιους ευαίσθητους πληθυσμούς με μεγάλη ένταση της τρίτης ηλικίας;
– Πώς ανταποκρίνεται το κράτος στη διασφάλιση ίσων ευκαιριών εκπαίδευσης στα λιγοστά παιδιά και νέους που ακόμα μένουν εκεί κοντά στη γη και στις ρίζες τους;
– Τι γίνεται σήμερα, σε καιρούς κρίσης και περισυλλογής, με ιδιαίτερες πρόνοιες, όπως είναι τα επιδόματα θέρμανσης που είναι ζωτικής σημασίας για τους κατοίκους των ορεινών περιοχών;
– Πώς μπορούν γενικά αυτοί οι άνθρωποι να συμμετέχουν σχετικά ισότιμα στα αγαθά και τις ευκαιρίες του σύγχρονου βίου;
Έχω βέβαια συναίσθηση της βάσιμης αντίρρησης που υποβόσκει στη σημερινή μας συζήτηση… Εδώ ο κόσμος χάνεται με αυστηρή περισυλλογή και περικοπές που δυστυχώς σαρώνουν ολόκληρο τον πληθυσμό της Κύπρου, πώς περιμένουμε να μιλήσουμε για επενδύσεις, ειδικές υπηρείες και διευκολύνσεις του πληθυσμού που με κόπο κρατιέται στην ύπαιθρο;
Το να κάνουμε σήμερα γενικές διαπιστώσεις και όπως είναι εφικτό πλήθος εισηγήσεων, μπορεί να φανεί ανεδαφικό. Είναι όμως κάτι άλλο που δεν είναι καθόλου ανεδαφικό και είναι μάλιστα επιβαλλόμενο. Να μιλήσουμε για την ενεργητική ένταξη των απομακρυσμένων αυτών περιοχών και κοινοτήτων σε αυτό που θα πρέπει τα επόμενα χρόνια να είναι ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο για την Κύπρο.
Εξάλλου, δεν πρέπει να υποβαθμίσουμε καθόλου μιαν εμπειρία που προκύπτει διεθνώς σε άλλες χώρες που δοκιμάζονται βαρειά από την οικονομική κρίση. Εξαιτίας της κρίσης και της σαρωτικής αναδιάταξης του οικονομικού ιστού, παρατηρείται κάποτε και σε κάποιες περιπτώσεις ρεύμα αντίστροφο προς την αστυφιλία (δεν είναι τυχαίο που δεν υπάρχει λέξη γι’ αυτό!). Σε κάποιες χώρες και κάποιες περιοχές νέοι κυρίως άνθρωποι εγκαταλείπουν τα αστικά κέντρα και ψάχνουν να εγκατασταθούν στην ύπαιθρο αναζητώντας εκεί και νέες οικονομικές δραστηριότητες ή, κάποτε, ακόμα και επιστροφή σε γεωργικές ή κτηνοτροφικές ασχολίες.
Το κλειδί για μια πολιτική που θα εντάξει αυτές τις περιοχές και κοινότητες σε ένα νέο αναπτυξιακό σχεδιασμό είναι η ευρηματικότητα. Χρειάζονται νέες ιδέες και διαφορετική αντιμετώπιση κάποιων στερεότυπων. Προσωπικά χρόνια τώρα με απασχολεί το ερώτημα: βλέποντας ότι η χώρα μας παρά την ανάπτυξη και την ευημερία, πριν ακόμα την κρίση, εξακολουθούσε να είναι κάπως «μονθεματική» οικονομία, διερωτάται κανείς : δεν θα μπορούσαμε στην Κύπρο να έχουμε, για παράδειγμα, μια αξιόλογη αγροδιατροφική βιομηχανία;
Λαμβάνοντας υπόψη την τροπή των πραγμάτων με τις διεθνείς τάσεις σε υγιεινή και επιλεκτική διατροφή, δεν θα μπορούσε η Κύπρος να αναδείξει ξεχωριστά προϊόντα ποιότητας που να είναι διεθνώς εμπορεύσιμα; Θα μπορούσε. Εκτός του ότι υπάρχουν και κάποια τοπικά έστω περιορισμένα παραδείγματα, σας καλώ να σκεφτείτε τι έχει πετύχει, για παράδειγμα, ένα μικρό νησί όπως η Χίος με την τεράστια γκάμα προϊόντων από μαστίχα…
Αλλά ακόμα και στη συμβατική –αν μπορώ να την αποκαλέσω έτσι- γεωργική πολιτική, υπάρχουν στο πρόγραμμα του νέου Προέδρου πολύ ενδιαφέρουσες και πιστεύω αποτελεσματικές ιδέες, μέτρα και προτάσεις πολιτικής. Περιμένουμε ότι όσο θα εφαρμόζονται σταδιακά, θα αλλάξουν πολλά πράγματα και θα κάνουν την κυπριακή ύπαιθρο έναν καλύτερο τόπο για να ζουν οι άνθρωποι και να εξασφαλίζουν ένα ψηλότερο βιοτικό επίπεδο. Αυτή είναι προϋπόθεση και για να συγκρατηθεί ο πληθυσμός, αλλά και για να δημιουργηθούν καλύτερες συνθήκες και ευκαιρίες για όλους τους κατοίκους της υπαίθρου. Εφόσον εφαρμοστεί η συγκεκριμένη στρατηγική αγροτικής ανάπτυξης που έχει εξαγγελθεί, θα ενισχυθεί πολύ και ο οικονομικός και ο κοινωνικός ιστός της υπαίθρου.
Σημειώνω από το εθνικό στρατηγικό σχέδιο για τον αγροτικό τομέα με ορίζοντα το 2020:
– Παραχώρηση φορολογικών και άλλων κινήτρων για την εξασφάλιση γης από κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, με στόχο κυρίως την εξυπηρέτηση νέων αγροτών.
– Παραχώρηση κινήτρων υποκατάστασης και συνένωσης παραγωγικών μονάδων, καθώς και άλλων στοχευμένων προγραμμάτων για νέους αγρότες.
– Προώθηση υποδομών με στόχευση την ανάπτυξη και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής, με χρηματοδότηση από ευρωπαϊκά προγράμματα,
– Δημιουργία επιχειρηματικών ευκαιριών και προσέλκυση επενδύσεων για τουριστική αξιοποίηση της ενδοχώρας.
– Προώθηση της οργάνωσης των ίδιων των παραγωγών με σύσταση και Αγροτικού Επιμελητηρίου που θα λειτουργεί ως φορέας εκπαίδευσης –κατάρτισης και συλλογικής διιαπραγμάτευσης. Έτσι θα μπορούσε να ενισχυθεί και να βελτιωθεί η παραγωγή, αλλά και να προωθηθεί η εμπορία μέσα από λογική αυτο-οργάνωσης.
– Δημιουργία Ηλεκτρονικού Εμπορικού Μητρώου και ηλεκτρονικού δημοπρατηρίου για εξυγίανση του συστήματος εμπορίας αγροτικών προϊόντων και την προστασία τόσο του παραγωγού όσο και του καταναλωτή.
– Ολοκληρωμένο σύστημα αγροτικής ασφάλισης με στόχο τη διαφύλαξη ενός ελάχιστου εισοδήματος του αγρότη και με συνεπικουρεία κονδυλίων από την Ε.Ε.
– Ώθηση της αγροτικής ανάπτυξης με εφαρμογή των Αγροτικών Αναπτυξιακών και Ασφαλιστικών Σεδίων και Ενισχύσεων.
– Διακανονισμό των οφειλών προς το κράτος και με συμψηφισμό των οφειλών του κράτους προς αγρότες.
– Ένταξη των εφοδίων της πρωτογενούς παραγωγής στο χαμηλότερο δυνατό συντελεστή Φ.Π.Α. Τέτοια εφόδια είναι οι ζωοτροφές, τα λιπάσματα, τα φυτοφάρμακα, τα αγροτικά μηχανήματα κ.οκ.
– Βελτίωση του συντελεστή επιστροφής Φ.Π.Α.
– Μείωση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος.
– Απλοποίηση των διαδικασιών και διαφάνεια, με την υιοθέτηση του θεσμού «αγροτικής εφέσεως» κατά το ιρλανδικό σύστημα.
Ενώ γενικότερα και εφ’όσον μπορέσει να εξασφαλίσει κάποιες απαραίτητες υποδομές, το κράτος θα μπορούσε στα επόμενα χρόνια να ενθαρρύνει την αποκέντρωση υπηρεσιών, εταιρειών του ιδιωτικού τομέα κ.ο.κ. Υπάρχουν τομείς και υπηρεσίες που θα μπορούσε βάσιμα να έχει αποτελέσματα η ενθάρρυνση της εγκατάστασης της έδρας τους εκτός πόλεως.
Ένα άλλο κεφάλαιο που θα μπορούσε να ενισχύσει αυτές τις περιοχές και να αναχαιτήσει ή και αναστρέψει το ρεύμα αστυφιλίας είναι η περίφημη «πράσινη ανάπτυξη». Όπως είναι βεβαίως και ο αγροτουρισμός, στον οποίο παρά τις σημαντικές προσπάθειες που έγιναν, νομίζω ότι υπάρχουν ακόμα μεγάλα περιθώρια.
Ενισχυτικό θα είναι ακόμα να ανακαλύψουμε και να εφαρμόσουμε αποτελεσματικά και κάποιες πολιτικές πολιτιστικού τουρισμού, οι οποίες εκτός του γενικότερου τεράστιου οφέλους που μπορεί να έχουν για την Κύπρο, μπορεί να έχουν και ιδιαίτερη στόχευση στην ύπαιθρο.
Εξάλλου, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μίλησε συχνά για θεματικά πάρκα. Τέτοια θεματικά πάρκα ως πυρήνες εμπλουτισμού του τουριστικού προϊόντος δεν είναι αποκλειστικότητα των παράλιων περιοχών. Τουναντίον μπορεί να υπάρξουν γόνιμες ιδέες και για την αξιοποίηση και της φύσης και πολιτιστικών μνημείων και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές και τους ορεινούς όγκους.
Κεντρικός άξονας της πολιτικής της νέας κυβέρνησης, όπως έχει εξαγγελθεί και αναμένουμε να υλοποιηθεί, είναι εκτός από την αναζωογόνηση και την έξυπνη (και εξαγωγική) εξειδίκευση της γεωργικής παραγωγής, η σύνδεση αγροτικής οικονομίας με τον τουρισμό και την πράσινη ανάπτυξη.
Έτσι μόνο θα ξεπεράσουμε το αναποτελεσματικό ευχολόγιο και τις κούφιες παραινέσεις που είναι κάποτε η επωδός των συζητήσεων για το πρόβλημα της αστυφιλίας.
Έτσι μόνο θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε πραγματικές προϋποθέσεις όχι μόνο για να συγκρατηθεί οικειοθελώς και ευδοκίμως ο πληθυσμός στην ύπαιθρο, αλλά ίσως και για να ενισχυθεί από νέους ανθρώπους που θα επιθυμούν να εγκαταλείψουν ένα αστικό περιβάλλον που σταδιακά παρουσιάζει τα δικά του προβλήματα και κάποτε απωθητικά στοιχεία.
Διότι η πραγματική αποκατάσταση ενός ενιαίου ζωτικού χώρου στην Κύπρο, με ζωή και δημιουργία και μακρυά από τα αστικά κέντρα, δεν εξασφαλίζεται τόσο με ειδικές επιχορηγήσεις και άλλες δαπάνες (που κάποτε είναι βέβαια απαραίτητες), αλλά κυρίως από την πραγματική και αυτοδύναμη αναζωογόνηση του κόσμου της υπαίθρου.