Το Ουκρανικό ζήτημα και παγκόσμια γεωπολιτικά παίγνια

Του Αναστάση Θεοχαρίδη*

Αναμφισβήτητα, οι επιλογές των κρατών στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα, δύνανται να καθορίζουν την εξέλιξη των διεθνών σχέσεων και την ισορροπία δυνάμεων, σε παγκόσμιο επίπεδο. Η πρόσφατη κρίση μεταξύ Ρωσίας και Δυτικών δυνάμεων, αναφορικά με το ουκρανικό ζήτημα, ανέδειξε την υποβόσκουσα καχυποψία και ανταγωνισμό που συντηρείτο για αρκετά χρόνια μεταξύ των δύο στρατοπέδων και μας υπενθύμισε ότι οι αποφάσεις των κρατών σε διεθνές επίπεδο, καθορίζονται αποκλειστικά και μόνο με βάση τα εθνικά συμφέροντα.

Μια πιο προσεκτική ανάλυση της ρωσικής απόφασης, για εισβολή και εν τέλει κατάληψη της χερσονήσου της Κριμαίας, θα αποκάλυπτε τα κίνητρα και τις επιδιώξεις της κάθε εμπλεκόμενης πλευράς.

Ο έλεγχος της Ουκρανίας, αποτέλεσε και αποτελεί ζήτημα υψίστης ζωτικής σημασίας μεταξύ των δυνάμεων της Δύσης και της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Η δημιουργία τετελεσμένων, δύναται να επιφέρει σημαντικές μεταβολές και/ή αλλαγές που θα επηρεάσουν όχι μόνο το ίδιο το Ουκρανικό κράτος αλλά και ολόκληρη την Ευρωπαϊκή περιφέρεια.

Μετά την πτώση της άλλοτε κραταιάς Σοβιετικής Ενώσης και τον συνεπακόλουθο πολιτικό μαρασμό του υπαρκτού σοσιαλισμού, η Δύση επιδόθηκε σε μια συνεχή προσπάθεια εναγκαλισμού με κράτη/συμμάχους του άλλοτε Ανατολικού στρατοπέδου. Η αύξηση της επιρροής της Δύσης επί κρατών, που προηγουμένως αποτελούσαν την ραχοκοκαλιά του Συμφώνου της Βαρσοβίας, αποτελούσε διακαή πόθο και επιδίωξη των Δυτικών δυνάμεων. Η Ρωσική Ομοσπονδία ως το διάδοχο κράτος της Ε.Σ.Σ.Δ, κατόρθωσε να διατηρήσει γεωπολιτικό έλεγχο μόνο επί εκείνων των κρατών της Ανατολικής Ευρώπης, τα οποία θεωρούνται ότι συνιστούν τον σκληρό πυρήνα της ρωσικής επιρροής, ήτοι την Ουκρανία, την Λευκορωσία και τη Μολδαβία.

Αναμφίβολα, η «επεκτατική» πολιτική των Δυτικών συμμάχων τα τελευταία 20 χρόνια, είτε μέσω της θεσμικής ενσωμάτωσης πρώην σοσιαλιστικών δημοκρατιών στους κόλπους της Ε.Ε, είτε μέσω της ένταξης των τελευταίων στο Ν.Α.Τ.Ο, εκλαμβάνεται από την Ρωσική Ομοσπονδία, ως μια προσπάθεια ελέγχου και περιορισμού του ζωτικού της χώρου. Η Ουκρανία υπήρξε το κράτος, μέσω του οποίου οι Δυτικοί επιδίωξαν να δημιουργήσουν τετελεσμένα αναφορικά με την γεωπολιτική ισορροπία δυνάμεων στην Ανατολική Ευρώπη.

Μετά από μια μακρά περίοδο οικονομικής εξαθλίωσης, η Ουκρανική οικονομία χρειαζόταν απεγνωσμένα μια γενναιόδωρη χρηματοδότηση από ξένους πιστωτές. Σε αυτό το σημείο εμφανίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία μέσω της οικονομικής βοήθειας, επιδιώκει την σταδιακή γεωπολιτική ενσωμάτωση της χώρας στο Δυτικό στρατόπεδο. Το δυτικό τμήμα της χώρας, όντας φιλοευρωπαϊκό, τείνει να υποστηρίζει σθεναρά την ενσωμάτωση του κράτους στους Ευρωπαϊκούς θεσμούς, ενώ το ανατολικό τμήμα της χώρας, στο οποίο διαβιούν ρωσικής καταγωγής πληθυσμοί, συνεχίζει να υποστηρίζει ένθερμα την διατήρηση του στενού εναγκαλισμού Μόσχας/Κιέβου.

Εν τάχει, τα ιστορικά γεγονότα είχαν ως εξής:

Ο τελευταίος φιλορώσος Ουκρανός ηγέτης, Βίκτορ Γιανουκόβιτς, ανατρέπεται από εθνικιστικές ομάδες, οι οποίες έντονα πιστεύουν και διακηρύττουν τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας. Η Ρωσία σπεύδει να εκφράσει την έντονη δυσφορία της για τα τεκταινόμενα στην Ουκρανία και να κατηγορήσει τους Δυτικούς ότι υπέθαλψαν τις αιματηρές συγκρούσεις και τις λαϊκές εξεγέρσεις. Η Ρωσική Ομοσπονδία προφασιζόμενη την ασφάλεια των Ρώσων της Κριμαίας, καταλαμβάνει στρατιωτικά την χερσόνησο και λίγες μέρες αργότερα, διενεργείτε δημοψήφισμα το οποίο «επικυρώνει» την ένωση της Κριμαίας με το μητροπολιτικό κέντρο.

Η ρωσική επιλογή της στρατιωτικής επέμβασης θα πρέπει να αναλυθεί μέσα στο ευρύτερο γεωπολιτικό πλαίσιο, έτσι ώστε να μπορέσουμε να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα. Μια ενδεχόμενη οικονομική και/ή πολιτικο-θεσμική επικράτηση της Δύσης στην Ουκρανία, θα θεωρείτο αρνητικότατη εξέλιξη για τα ρώσικα ζωτικά συμφέροντα στην περιοχή.

Μετά την κατάρρευση του Ανατολικού μπλοκ, στις αρχές της δεκαετίας του 90, υπήρξε μια σταδιακή υποχώρηση της ρωσικής επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη, εξέλιξη την οποία θέλησε να ανακόψει ο σημερινός Πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Βλαντιμίρ Πούτιν. Ο τελευταίος, γνωρίζει καλά ότι η Ρωσία δεν δύναται να παίξει ρόλο παγκόσμιας και/ή περιφερειακής δύναμης, αν επιτρέψει και/ή συναινέσει στον γεωπολιτικό «ευνουχισμό» των ζωτικών της συμφερόντων. Η αποξένωση της Ρωσίας από παραδοσιακά κράτη/δορυφόρους, θα οδηγούσε νομοτελειακά σε περαιτέρω συρρίκνωση της ρωσικής επιρροής στην περιοχή με αρνητικά συνεπακόλουθα.

Επομένως, η Ρωσική Ομοσπονδία θα έπρεπε να αντιδράσει σθεναρά κατά μια τέτοιας εξέλιξης, όπως και έπραξε. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, κάθε φορά όπου η Δύση ενεργούσε επιθετικά έναντι των ρωσικών συμφερόντων, η απάντηση ήταν άμεση. Η πρόσφατη εμπειρία στην Ουκρανία, η προ μερικών χρόνων καταστολή της εξέγερσης στην Τσετσενία, αλλά και η παλαιότερη προσπάθεια των Δυτικών να ενσωματώσουν την Γεωργία στο Δυτικό στρατόπεδο, καταδεικνύουν ότι η Ρωσική Ομοσπονδία (υπό την Προεδρία Πούτιν) δεν επιθυμεί να διαπραγματευθεί με κανένα, το καθεστώς κρατών τα οποία εμπίπτουν στην σφαίρα επιρροής της.

Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα, το οποίο ανέδειξε η κρίση στην Ουκρανία και το οποίο έχει και αυτό άμεση σχέση με τα ζωτικά συμφέροντα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, είναι η αποφυγή ενδεχόμενου θαλάσσιου αποκλεισμού της τελευταίας. Η απρόσκοπτη πρόσβαση του ρωσικού στόλου στα νερά της Μεσογείου, προϋποθέτει ελεύθερη πρόσβαση στα νερά της Μαύρης Θάλασσας. Ενδεχόμενη γεωπολιτική πρόσδεση της Ουκρανίας στο Δυτικό άρμα, θα οδηγούσε σε ναυτικό αποκλεισμό της Ρωσίας. Μια τέτοια εξέλιξη θα απέκλειε την ναυτική στρατιωτική παρουσία της τελευταίας σε περιοχές ζωτικής σημασίας για τα ρωσικά συμφέροντα, όπως επίσης θα έθετε ανυπέρβλητα εμπόδια στον εμπορικό ανεφοδιασμό της χώρας. Επομένως, η απρόσκοπτη πρόσβαση της Ρωσίας στις ανοικτές θάλασσες, περνά μέσα από την ναυτική της παρουσία στη Μαύρη Θάλασσα. Για να κατανοήσουμε την σημασία του ελέγχου της χερσονήσου της Κριμαίας, φτάνει μόνο να αναλογιστούμε ότι η σημαντικότερη ναυτική βάση της Ρωσίας βρίσκεται στην Σεβαστούπολη.

Ο οικονομικός παράγοντας έπαιξε και αυτός καθοριστικό ρόλο στην πρόσφατη ουκρανική κρίση. Πιο συγκεκριμένα, η Ρωσία αποτελεί τον κύριο προμηθευτή πετρελαίου και φυσικού αερίου της Ευρώπης, εξέλιξη η οποία επιφέρει από τη μια τεράστια οφέλη και έσοδα για τη ρωσική οικονομία, και από την άλλη συνιστά μέσο αδιαμφισβήτητης πολιτικής επιρροής της Ρωσίας στην περιοχή. Οι περισσότεροι αγωγοί, οι οποίοι μεταφέρουν το φυσικό αέριο στην Ευρώπη, περνούν μέσω Ουκρανίας και άρα ενδεχόμενος Δυτικός έλεγχος επί του ουκρανικού εδάφους, θα εκμηδένιζε το αδιαμφισβήτητο γεωπολιτικό χαρτί της πολιτικής και οικονομικής επιρροής της Ρωσίας στην περιοχή.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας νέας τάξης πραγμάτων και επανακαθορισμού των γεωπολιτικών σφαιρών επιρροής. Η γεωπολιτική σκακιέρα μεταβάλλεται συνεχώς και θα συνεχίσει να μεταβάλλεται δεδομένου ότι το παγκόσμιο σύστημα έχει εξελιχθεί από μονο-πολικό σε πολύ-πολικό. Ο ηγεμονικός ρόλος των Η.Π.Α, αν και δεν δύναται να αμφισβητηθεί ακόμη ευθέως, εντούτοις τείνει να «ξεθωριάζει» και να χρήζει επανακαθορισμού. Περιφερειακές δυνάμεις αναδύονται σε παγκόσμιο επίπεδο, οι οποίες αργά αλλά σταθερά τείνουν να αμφισβητούν την πρωτοκαθεδρία των Η.Π.Α και των συμμάχων τους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, θα πρέπει να μεριμνήσει και ίδια για την στρατιωτική της θωράκιση και ασφάλεια. Οι καχεκτικοί όμως στρατιωτικοί προϋπολογισμοί των Ευρωπαϊκών χωρών, τείνουν να επιβεβαιώνουν την ανυπαρξία οποιασδήποτε σοβαρής πρόθεσης από πλευράς Ε.Ε, να προστατεύσει επαρκώς τα ζωτικά συμφέροντα των κρατών/μελών της. Η πρόσφατη ουκρανική κρίση έχει καταδείξει το πασιφανές, ότι δηλαδή για να γίνει κάποιος σεβαστός στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα, δεν αρκεί η οικονομική και θεσμική επιρροή αλλά πρέπει να διαθέτει και τα στρατιωτικά μέσα για να προστατεύσει τα ζωτικά του συμφέροντα. Αν τα κράτη δεν διαθέτουν τα στρατιωτικά μέσα για να επιβάλουν (αν αυτό κρίνεται αναγκαίο) τη θέληση τους, τότε δεν δύναται να θεωρούνται υπολογισμοί παίκτες του διεθνούς συστήματος.

Δεν ήμασταν ούτε θα γίνουμε θιασώτες των άκρατων στρατιωτικών εξοπλισμών, η γεωπολιτική σχολή σκέψης όμως, την οποία ενστερνιζόμαστε, εκλαμβάνει το παγκόσμιο σύστημα ως οιονεί άναρχο και ανταγωνιστικό και άρα η επιβίωση του κάθε κράτους συναρτάται με την δύναμη (πολιτική/οικονομική/στρατιωτική/πολιτισμική), που αυτό δύναται να ασκήσει σε παγκόσμιο επίπεδο.

Εξάλλου όπως πολύ ορθά ανέφερε πριν χιλιάδες χρόνια ο Ιούλιος Καίσαρας «Si vis pacem, para bellum» (Αν επιθυμείς ειρήνη, προετοίμαζε πόλεμο).

**Νομικός Σύμβουλος, Διεθνολόγος, Πολιτικός Επιστήμονας