Σε απόρριψη έξι συνενωμένων αγωγών που είχαν καταχωρισθεί από ισάριθμες εταιρείες σε σχέση με την απομείωση καταθέσεων δυνάμει του «περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμο του 2013» και των μέτρων εξυγίανσης που υιοθετήθηκαν το 2013, προχώρησε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού την Τρίτη, 20 Φεβρουαρίου 2024. Οι αγωγές στρέφονταν κατά της Τράπεζας Κύπρου, της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και της Κυπριακής Δημοκρατίας (εναγόμενοι).
Με τις αγωγές τους οι έξι εταιρείες αξίωναν, μεταξύ άλλων, αποζημιώσεις για κατ’ ισχυρισμόν αμελείς πράξεις και/ή παραλείψεις της Τράπεζας Κύπρου, της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι οποίες οδήγησαν στην απομείωση των τραπεζικών τους καταθέσεων, προσβάλοντας επιπρόσθετα τη συνταγματικότητα των μέτρων εξυγίανσης που λήφθηκαν από το Κράτος επικαλούμενοι παραβίαση των δικαιωμάτων τους.
Απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς των εναγουσών εταιρειών, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι με τη λήψη των μέτρων εξυγίανσης οι καταθέτες της Τράπεζας Κύπρου, συμπεριλαμβανομένων των εναγουσών εταιρειών, δεν βρέθηκαν εντέλει σε δυσμενέστερη θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν εάν η Τράπεζα Κύπρου τίθετο σε εκκαθάριση, με το Δικαστήριο να αποδέχεται ότι το μέτρο της διάσωσης με ίδια μέσα που εφαρμόστηκε στην Τράπεζα Κύπρου ήταν το πλέον ορθό και κατάλληλο υπό τις περιστάσεις.
Ενδεικτική είναι η αναφορά του Δικαστηρίου: «Με τη λήψη των πιο πάνω μέτρων εξυγίανσης έχει επιτευχθεί η διατήρηση και συνέχιση προσφοράς των βασικών και κρίσιμων τραπεζικών εργασιών, με αποτέλεσμα να διασφαλίζεται η χρηματοοικονομική σταθερότητα του κυπριακού τραπεζικού συστήματος στην ολότητά του. Επιπλέον, έχουν προστατευθεί πλήρως οι καταθέτες που θα αποζημιώνονταν από το Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων σε περίπτωση ενεργοποίησής του, διασφαλίζοντας την άμεση πρόσβαση των καταθετών στις ασφαλισμένες καταθέσεις και δεν μετακυλίστηκε το κόστος εξυγίανσης των τραπεζών στους φορολογούμενους. Αποφεύχθηκε επίσης το ενδεχόμενο χιλιάδες εργαζομένων της Τράπεζας Κύπρου και της Λαϊκής Τράπεζας να βρεθούν στην ανεργία, αφού αυτό θα ήταν το αποτέλεσμα της κατάρρευσης των τραπεζικών αυτών ιδρυμάτων.»
Αποτέλεσε επίσης εύρημα του Δικαστηρίου ότι εάν δεν λαμβάνονταν τα μέτρα εξυγίανσης και η Τράπεζα Κύπρου τίθετο σε εκκαθάριση «η Κυπριακή Δημοκρατία θα τίθετο σε ανυπέρβλητη, δεινή οικονομική κατάσταση με καταστροφικές συνέπειες για τους καταθέτες και πιστωτές των τραπεζών, για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και το κοινωνικό σύνολο.»
Ως προς το θέμα της ισχυριζόμενης παραβίασης των δικαιωμάτων των εναγουσών εταιρειών, το Δικαστήριο, αναφερόμενο σε προηγούμενη νομολογία, έκρινε ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε παραβίαση σημειώνοντας ότι «ο λόγος για τον οποίο εξαιρέθηκαν ορισμένες κατηγορίες καταθέσεων, όπως οι καταθέσεις των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, σχολείων και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ήταν η προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας και εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, για την προάσπιση της εκπαίδευσης και του φιλανθρωπικού έργου. Είναι λοιπόν φανερό ότι αιτιολογήθηκε πλήρως ο λόγος για τον οποίο εξαιρέθηκαν οι ανωτέρω κατηγορίες καταθέσεων από τις πρόνοιες των διαταγμάτων που εκδόθηκαν βάσει του Νόμου. Κατ’ επέκταση δεν τίθεται ζήτημα άνισης μεταχείρισης των εναγουσών εταιρειών, ώστε να παραβιάζεται η αρχή της ισότητας ή της ίσης κατανομής βαρών.»
Αναφορικά με τους ισχυρισμούς των εναγουσών περί αδικαιολόγητης καθυστέρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας να αποταθεί στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υποβολή του σχετικού αιτήματος, καθώς και ότι «το αίτημα για δανεισμό από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, όπως και ο χρόνος υποβολής του, ήταν μια πολιτική απόφαση της τότε Κυβέρνησης και τέτοιου είδους αποφάσεις εκφεύγουν του ελέγχου του Δικαστηρίου και δεν εμπίπτουν στις πράξεις ή παραλείψεις για τις οποίες μπορεί να φέρει ευθύνη για αποζημίωση η Κυπριακή Δημοκρατία».
Τέλος, το Δικαστήριο δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε αμέλεια και/ή απάτη από την Κυπριακή Δημοκρατία και απέρριψε στην ολότητα τους τις έξι συνενωμένες αγωγές, επιδικάζοντας έξοδα προς όφελος της Δημοκρατίας.
Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας την υπόθεση χειρίστηκε η κα Ζακελίνα Ερωτοκρίτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας και ο κ. Άγγελος Παναγή, Δικηγόρος.