Στα 6,4 δισ. ευρώ υπολογίζονται οι κεφαλαιακές ανάγκες των ελληνικών τραπεζών βάσει των stress tests που διενήργησε η Τράπεζα της Ελλάδας.
Παρά τη διχογνωμία με την τρόικα, καθώς το ζήτημα των τραπεζών έχει αναδειχθεί σε μεγάλο αγκάθι στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, όπως αναφέρει η Κεντρική Τράπεζα «οι κεφαλαιακές ανάγκες που προέκυψαν για το σύνολο των ελληνικών εμπορικών τραπεζών εκτιμήθηκαν σύμφωνα με το Βασικό σενάριο σε 6,4 δισ. ευρώ».
Οι κεφαλαιακές ανάγκες κάθε τράπεζας προσδιορίστηκαν σύμφωνα με το Βασικό Σενάριο, το οποίο προβλέπει ύφεση 4,2% το 2013, και ανάπτυξη 0,6%, 2,9% και 3,7% για κάθε έτος μέχρι το 2016.
Οι κεφαλαιακές ανάγκες ανά τράπεζα διαμορφώνονται ως εξής:
Eurobank: 2,945 δισ. ευρώ
Εθνική: 2,183 δισ. ευρώ
Τρ. Πειραιώς: 425 εκατ. ευρώ
Alpha Bank: 262 εκατ. ευρώ
Attica Bank: 397 εκατ. ευρώ
Πανελλήνια Τράπεζα: 169 εκατ. Ευρώ.
Η Τράπεζα της Ελλάδος «θεωρεί ότι, μέσα σε φυσιολογικά επίπεδα οικονομικής αβεβαιότητας, οι εκτιμηθείσες κεφαλαιακές ανάγκες για τον χρονικό ορίζοντα της άσκησης (Ιούνιος 2013-Δεκέμβριος 2016) καλύπτονται από αποθέματα ασφαλείας που έχουν ήδη ενσωματωθεί στην άσκηση και ενέργειες περιορισμού των κεφαλαιακών αναγκών (π.χ. τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα σε μελλοντικές αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, την αναγνώριση αναβαλλόμενης φορολογίας, την πώληση στοιχείων ενεργητικού, κ.λπ.), καθώς και από τα κονδύλια του ΤΧΣ που δεν έχουν ακόμη χρησιμοποιηθεί.»
Παράλληλα, η Τράπεζα της Ελλάδος «ζήτησε από τις τράπεζες να υποβάλουν, το αργότερο μέχρι τις 15 Απριλίου 2014, σχέδιο κεφαλαιακής ενίσχυσης με βάση τα αποτελέσματα του βασικού σεναρίου και με χρονοδιάγραμμα υλοποίησης το συντομότερο εύλογο χρονικό διάστημα».
Στο εισαγωγικό σημείωμα η ΤτΕ ξεκαθαρίζει ότι «υιοθέτησε μια αυστηρή προσέγγιση, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι τα ευρήματα θα είναι επαρκώς συντηρητικά, χρησιμοποιώντας τα αποτελέσματα όπως προέκυψαν από την ανεξάρτητη διαγνωστική μελέτη της BlackRock Solutions στα χαρτοφυλάκια δανείων των τραπεζών. Σημειώνεται ότι η νέα μελέτη της BlackRock ήταν πιο διευρυμένη, σε όρους μεθοδολογίας, δειγμάτων και ανάλυσης σε σύγκριση με την αντίστοιχη άσκηση του 2011.»