Ο υδράργυρος κτυπάει κόκκινο και το θερμόμετρο πάει να σπάσει. Ακόμα ένα ζεστό πρωινό Σάββατο του Αυγούστου. Ανήσυχη ηρεμία στην Λευκωσία. Ο δείκτης του ρολογιού μόλις έχει χτυπήσει 7 π.μ. και άρχισαν να ξεπροβάλουν τα πρώτα αμάξια στους δρόμους της νεκρής, πλέον, πρωτεύουσας.
Κάποιοι από την νεολαία κοιμούνται, αφού, μόλις πριν λίγες ώρες πήγαν για ύπνο. Ανάλωσαν το βράδυ τους σε κάποιο νυχτερινό κέντρο καταναλώνοντας τεράστιες ποσότητες αλκοόλ, κάτω από τον δυνατό ήχο της μουσικής.
Άλλοι ξύπνησαν πρωί – πρωί για να ετοιμάσουν τα πράγματα τους, να επισκεφτούν μια παραλία για να δροσιστούν, μη αντέχοντας άλλο την ανυπόφορη αυτή ζέστη.
Σε μία γωνιά ενός κεντρικού δρόμου ξεπροβάλουν κάποιες μαύρες φιγούρες, διαφορετικές, αλλά σίγουρα κάτι που αλλάζει την ρουτίνα της ημέρας. Ξαφνικά, με γρήγορες κινήσεις κάτι φορτώνουν στα αμάξια και στην συνέχεια επιβιβάζονται και αυτοί και ξεκινούν προς το άγνωστο. Τους ακολουθάω…
Απομακρύνονται με τα αυτοκίνητα τους από την Λευκωσία. Μετά από αρκετό δρόμο πλησιάζουν στον κυκλικό κόμβο την Λάρνακας. Η δεξιά λωρίδα που οδηγεί στο πλέον πασίγνωστο σημείο της πόλης, των beachbar, των frozenyogurt, των νεοκύπριων, κατάμεστη. Αυτοί όμως φαίνεται να έχουν αντίθετη άποψη. Κρατάνε την αριστερή λωρίδα που οδηγεί στην ελεύθερη περιοχή Αμμοχώστου.
Όσο περνά η ώρα, η κίνηση στους δρόμους αυξάνεται. Όμως τα αμάξια αυτής της ομάδας ξεχωρίζουν. Ακολουθούν το ένα το άλλο, σαν τα άγρια πουλιά που ταξιδεύουν ενάντια στον άνεμο με ένα στόχο. Στην αυτοκινητοπομπή τους ενώνονται και άλλα αμάξια, με τον ίδιο ακριβώς ρυθμό.
Μετά από αρκετή απόσταση, φτάνουν όπως φαίνεται στον προορισμό τους. Αγνοούν για άλλη μια φορά την πλειοψηφία του κόσμου που τους οδηγεί στις πασίγνωστες παραλίες της ελεύθερης Αμμοχώστου.
Φτάνουν σε μια εκκλησία. Γρήγορα – γρήγορα ξεφορτώνουν τα αμάξια. Ετοιμάζουν τις σημαίες και τα πανό. Σε λίγα δευτερόλεπτα η ομάδα αυτή των ατόμων μεγαλώνει. Συρρέουν από όλες τις γωνιές του ναού άτομα και στοιχίζονται στις γραμμές τους. Ένας χείμαρρος δημιουργείται …
Οι Ελληνικές σημαίες ορθώνονται ψηλά. Κυματίζουν στον αέρα περήφανες. Και τότε η ιαχή “Ισαάκ – Σολωμέ δεν θα ξεχνώ σας ποτέ”, σκίζει τον αέρα και αναταράζει την βουβαμάρα.
Ισαάκ; Σολωμέ; Οι σκέψεις μου περιτριγυρίζουν για λίγα λεπτά αυτά τα ονόματα. Η μνήμη με ταξιδεύει μερικά χρόνια πίσω. Μα ναι; Πως γίνεται να ξεχάσαμε τους δύο αυτούς νεαρούς λεβέντες; Και όμως, μας αναγκάσανε να ξεχάσουμε …
Έρχομαι πάλι στο παρόν. Τα παιδιά με τις μαύρες μπλούζες έφυγαν. Δεν τα βρίσκω. Ακούω από το βάθος μια ακόμα δυνατή ιαχή «Τούρκοι δεν ξεχνώ». Αυτοί θα είναι. Τρέχω και τους φτάνω. Μα που πάνε πάλι; Διασχίζουν όλη την πόλη, με αυστηρή πειθαρχία και βλέμμα γεμάτο θέληση. Ο ζεστός ήλιος δεν τους πτοεί.
Οι κάτοικοι αναγκάζονται να βγουν από τα σπίτια τους και να χειροκροτήσουν με δάκρυα στα μάτια, την ανδρεία αυτών των παιδιών. Υποκλίνονται μπρος στο μεγαλείο τους.
Έφτασαν στο κοιμητήριο, εκεί όπου βρίσκονται θαμμένοι οι δύο ηρωομάρτυρες μας. Σε μια γωνιά, για να ξεχωρίζουν από τους σαλτιμπάγκους, χαρτογιακάδες πολιτικάντηδες που τρέχουν τις κάμερες από πίσω. Χάνομαι στις σκέψεις με το άκουσμα του Εθνικού Ύμνου, να με συνεπαίρνει σε άλλες εποχές…
Μια φωνή με συνεφέρνει. Ένα νεαρό παιδί με τα μαύρα, αυτής της ομάδας, μου φωνάζει «Φίλε, θέλεις να έρθεις μαζί μας;». Χωρίς δεύτερη σκέψη είπα «ΝΑΙ» και επιβιβάστηκα στο αμάξι του.
Δεν ήξερα που πάμε, δεν ήξερα ποιοι ήταν. Αλλά το ένστικτο μου, μου έλεγε ότι κάνω το σωστό. Όλα τα αμάξια κινούνται και πάλι μαζί, προς κάποιο συγκεκριμένο σημείο. «Φτάσαμε» φωνάζει ένας.
Κάποιος άλλος φωνάζει «γρήγορα κάτω, να ετοιμαστούν οι σημαίες». Τα άτομα στοιχίζονται πάλι. Οι σημαίες ξανά ψηλά, κυματίζουν περήφανες και το γαλάζιο σμίγει με αυτό του ουρανού.
Ξαφνικά, το ωραίο γαλάζιο, σπάει το κόκκινο στο βάθος, με μισοφέγγαρο και αστέρι στην μέση. Έχουμε φτάσει στο οδόφραγμα. Μα ναι, συλλογιέμαι! Εδώ ήταν που άφησαν την τελευταία τους πνοή τα δύο παλληκάρια.
Που είναι ο κόσμος; Πως γίνεται όλοι να ξεχάσαμε; Γιατί κανείς δεν θυμάται τα δύο παλληκάρια που θυσιάστηκαν για εμάς; Ντροπή μας!
Μα ποιοι είναι επιτέλους αυτοί που σήμερα είναι εδώ. Τότε αντικρίζω στην πλάτη τους τέσσερα κεφαλαία γράμματα με αρχαιοελληνική γραφή. «Ε.ΛΑ.Μ.» … Πανικός και φόβος με κυρίευσαν …
Είναι αυτοί που κακολογούν τα κανάλια … Είναι αυτοί που βρίζουν οι πολιτικοί … Είναι αυτοί που κακοχαρακτηρίζουν οι εφημερίδες … Ωχ θεέ μου που έμπλεξα …
Και ξαφνικά η λογική δίνει σφαλιάρα στην σκέψη μου! Μα αυτοί δεν είναι όλα αυτά που ακούω! Τότε διερωτώμαι και πάλι, μήπως δεν είδα σωστά; Και τότε ένα σύνθημα επιβεβαιώνει αυτό που είδα. «ΕΛΑΜ».
Τρελό παιχνίδι στο μυαλό μου. Αυτά που είδα έρχονται σε αντίθεση με αυτά που έχω ακούσει … Τι να πιστέψω; Αυτά τα παιδιά με τα μαύρα είναι όμως εδώ και εκτελούν το χρέος όλων μας. Είναι εδώ στην θέση όλων μας, εν τη απουσία μας. Θα έπρεπε να ντρεπόμαστε να τους κακολογούμε … Αυτοί πράττουν αυτό που θα έπρεπε να κάνουμε όλοι μας!
Αυτά, τα παιδιά με τα μαύρα, είναι βγαλμένα λες από κάποια άλλη εποχή. Παρέμειναν αμόλυντα από τις σύγχρονες σειρήνες της εποχής που μολύνουν τον λαό μας. Είναι εδώ για να μας αφυπνίσουν όλους εμάς που κοιμηθήκαμε.
Τι θα γινόταν, σκέφτηκα, αν σε αυτή την κοινωνία δεν υπήρχαν και αυτοί; Ποιος άλλος θα νοιαζόταν; Σε μια εποχή που όλοι προσκύνησαν, αλλαξοπίστησαν και έγιναν άπιστοι, αυτοί είναι οι μόνοι που παρέμειναν πιστοί. Οι τελευταίοι πιστοί…
Τότε, αρπάζω μια σημαία στα χέρια μου και με περηφάνια, όπως με δίδαξαν αυτά τα παιδιά, την υψώνω τον αέρα. Ακολούθησα την καρδιά μου και άφησα πίσω τα «θα». Προχωράω μαζί τους, στις γραμμές τους, εμπρός πάντα εμπρός …
Γεάδης Γεάδη
Εκπρόσωπος Τύπου
Εθνικού Λαϊκού Μετώπου (Ε.ΛΑ.Μ.)