Το Κέντρο Ελέγχουν και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ θέτει δύο διαγνωστικά κριτήρια για το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης:
Το ένα είναι η σοβαρή κόπωση διάρκειας έξι μηνών, η οποία δεν αποδίδεται σε άλλες οργανικές ή ψυχικές παθήσεις.
Το δεύτερο είναι να έχει κάποιος τουλάχιστον 4 από τα ακόλουθα συμπτώματα με διάρκεια έξι μήνες: δυσκολία στην ικανότητα συγκέντρωσης, απώλεια μνήμης, πονόλαιμο, πόνο στους λεμφαδένες, ανεξήγητους μυϊκούς πόνους, πολυαρθραλγία χωρίς πρήξιμο ή ερυθρότητα, πονοκέφαλο με πρωτόγνωρη ένταση και χαρακτηριστικά, διαταραχή στον ύπνο (π.χ. αϋπνία, ύπνος που δεν αναζωογονεί) και υπερβολική κούραση μετά από φυσιολογική άσκηση.
Σημαντικός εκλυτικός ψυχολογικός παράγοντας είναι το υψηλό στρες. Όσο πιο απαιτητικό είναι το περιβάλλον αλλά και οι προσδοκίες που το άτομο θέτει στον εαυτό του, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα το σύνδρομο να εμφανιστεί, σε συνδυασμό βέβαια με άλλους παράγοντες ευπάθειας όπως είναι η αναιμία, οι λοιμώξεις κλπ.
Η θεραπεία είναι συμπτωματική και περιλαμβάνει την ενθάρρυνση του ατόμου να μειώσει την ένταση των δραστηριοτήτων και το ψυχολογικό στρες που βιώνει, την σταδιακή έναρξη σωματικής άσκησης, τη θεραπεία του πόνου με τη χρήση αναλγητικών και αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, αλλά και τη θεραπεία των συνοδών ψυχολογικών προβλημάτων όπως είναι η κατάθλιψη, το άγχος και ο διαταραγμένος ύπνος.
Ο συνδυασμός γνωσιακής-συμπεριφορικής θεραπείας με χαμηλής δοσολογίας αντικαταθλιπτική ή/και αγχολυτική αγωγή δύναται να μειώσει σημαντικά τα ψυχολογικά συμπτώματα του συνδρόμου.