Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών έχει επιδείξει ασυγχώρητη ανοχή αναφορικά με τα κρούσματα σεξουαλικής παρενόχλησης και επίθεσης στα γραφεία του ανά τον κόσμο, αγνοώντας τις καταγγέλλουσες υπαλλήλους και επιτρέποντας στους δράστες να συνεχίζουν ανενόχλητοι να παρενοχλούν τα θύματά τους, προστατευμένοι από ένα καθεστώς ατιμωρησίας, αναφέρει σημερινό δημοσίευμα του Guardian.
Σύμφωνα με το αποκαλυπτικό ρεπορτάζ της εφημερίδας, δεκάδες υπάλληλοι και πρώην υπάλληλοι του ΟΗΕ περιγράφουν μια κουλτούρα σιωπής σε ολόκληρο τον οργανισμό και ένα ελλιπές σύστημα υποβολής παραπόνων που στρέφεται ενάντια των θυμάτων.
Από τους υπαλλήλους που έλυσαν τη σιωπή τους στους δημοσιογράφους του Guardian, 15 δήλωσαν ότι έχουν βιώσει ή καταγγείλει σεξουαλική παρενόχληση ή επίθεση μέσα στα τελευταία πέντε χρόνια. Τα αδικήματα ποικίλλουν και περιλαμβάνουν από λεκτική παρενόχληση μέχρι ακόμα και βιασμό.
Επτά από τις γυναίκες υπέβαλαν επίσημη καταγγελία για το τι συνέβη, μια οδό που σπάνια ακολουθούν τα θύματα, είτε επειδή φοβούνται μήπως χάσουν τη δουλειά τους είτε επειδή είναι πεπεισμένα ότι δεν θα συμβεί τίποτε.
«Αν υποβάλεις καταγγελία, η καριέρα σου έχει πρακτικά τελειώσει, ειδικά αν είσαι σύμβουλος», εξηγεί μια σύμβουλος στον Guardian η οποία ισχυρίζεται ότι παρενοχλήθηκε από τον προϊστάμενό της την περίοδο που εργαζόταν στο Παγκόσμιο Πρόγραμμα Τροφίμων. «Είναι κάτι που απλά δεν λέγεται», τονίζει.
Ο ΟΗΕ παραδέχτηκε ότι η απροθυμία υποβολής καταγγελίας αποτελεί πρόβλημα, αλλά δήλωσε ότι ο γενικός γραμματέας του οργανισμού Αντόνιο Γκουτέρες «έχει δώσει προτεραιότητα στην αντιμετώπιση της σεξουαλικής παρενόχλησης και στην εφαρμογή μιας πολιτικής μηδενικής ανοχής».
Υπάλληλοι που εργάζονται σε περισσότερες από 10 χώρες μίλησαν στον Guardian υπό το καθεστώς ανωνυμίας, εν μέρει επειδή δεν τους επιτρέπεται να μιλήσουν δημοσίως βάσει των κανόνων για το προσωπικό του ΟΗΕ και εν μέρει για τον φόβο αντιποίνων.
Τρεις γυναίκες που κατήγγειλαν σεξουαλική παρενόχληση ή σεξουαλική επίθεση, όλες από διαφορετικές υπηρεσίες, είπαν ότι έκτοτε έχουν εξαναγκαστεί να εγκαταλείψουν τη δουλειά τους ή έχουν απειληθεί με τερματισμό της σύμβασής τους μέσα στο περασμένο έτος. Οι φερόμενοι ως δράστες, που περιλαμβάνουν έναν ανώτατο αξιωματούχο του ΟΗΕ, παραμένουν κανονικά στις θέσεις τους.
Μία από τις γυναίκες, η οποία ισχυρίζεται ότι βιάστηκε από ένα ανώτερο ιεραρχικά μέλος του προσωπικού του ΟΗΕ ενώ εργαζόταν σε μια απομακρυσμένη περιοχή, δήλωσε στον Guardian: «Δεν υπάρχουν άλλες επιλογές για να δικαιωθώ και έχασα ήδη τη δουλειά μου».
Όπως τόνισε, παρά τις ιατρικές αποδείξεις και τις καταθέσεις των μαρτύρων, η εσωτερική έρευνα του ΟΗΕ αποφάνθηκε ότι δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να στηρίζουν τον ισχυρισμό της. Μαζί με τη δουλειά της, η ίδια καταγγέλλει ότι έχασε και τη βίζα της και ότι πέρασε μήνες στο νοσοκομείο λόγω του άγχους που της προκάλεσε το τραύμα που υπέστη. Αν επιστρέψει στην πατρίδα της φοβάται ότι θα διωχθεί από τις τοπικές αρχές.
Σε απόρρητα έγγραφα που εξασφάλισε ο Guardian, δύο από τις γυναίκες εκφράζουν ανησυχία για την πορεία των ερευνών. Ισχυρίζονται ότι η ομάδα έρευνας του ΟΗΕ, η υπηρεσία εσωτερικής εποπτείας (OIOS), παρέλειψε να μιλήσει με μάρτυρες-κλειδιά. Λένε επίσης ότι οι μεταγραφές των καταθέσεων περιέχουν σφάλματα και ότι υπήρξε διαρροή πληροφοριών από τις έρευνες.
Κατά τη διάρκεια των ερευνών, είχε επιτραπεί στους φερόμενους ως δράστες να παραμείνουν σε ανώτερες θέσεις, διατηρώντας κατά συνέπεια τη εξουσία να επηρεάζουν τις διαδικασίες.
Μια γυναίκα που δέχθηκε επίθεση ενώ δούλευε για τον ΟΗΕ είπε στον Guardian ότι ο διαμεσολαβητής της υπηρεσίας την πληροφόρησε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα περισσότερο για να προωθήσει την καταγγελία της, επειδή δεχόταν απειλές από ανώτερο αξιωματούχο του ΟΗΕ.
Επτά άλλα θύματα που μίλησαν στο Guardian δέχθηκαν συμβουλές από διαμεσολαβητές ή συναδέλφους να μην προσπαθήσουν να υποβάλουν καταγγελία.
Τέσσερις υπάλληλοι που εργάστηκαν πρόσφατα στον ΟΗΕ, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων που δεν υπέβαλαν επίσημες καταγγελίες, δήλωσαν ότι δεν τους δόθηκε επαρκής ιατρική περίθαλψη ή ψυχολογική υποστήριξη.
Μια γυναίκα που έχασε τη δουλειά της, αποκάλυψε στους δημοσιογράφους ότι την εξέτασαν τρεις διαφορετικοί γυναικολόγοι το πρώτο 24ωρο μετά την επίθεση, επειδή η ιατρική ομάδα όπου την παρέπεμψε αρχικά ο ΟΗΕ δεν είχε τις απαιτούμενες γνώσεις για να αντιμετωπίσει τέτοιες περιπτώσεις. Επίσης, υπογράμμισε ότι δεν της κανόνισαν ραντεβού με ψυχολόγο παρά μόνο έξι εβδομάδες αργότερα.
«Ήμουν σε μια μανιακή κατάσταση. Τη μια στιγμή ήμουν ψύχραιμη και ήξερα ακριβώς τι πρέπει να κάνω και την αμέσως επόμενη έτρεμα και έκλαιγα υστερικά», είπε.
Ο δικηγόρος που ανέλαβε την υπόθεση της καταγγέλουσας είπε στον Guardian ότι το θύμα είχε «σημαντικό αριθμό αποδεικτικών στοιχείων» και ότι, μέχρι σήμερα, δεν έχει δικαιωθεί ακόμη από το σύστημα των Ηνωμένων Εθνών.
Ο ΟΗΕ έχει δεχθεί σφοδρές επικρίσεις στο παρελθόν για την αποτυχία του να διερευνήσει σωστά τις καταγγελίες σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης από τις ειρηνευτικές του δυνάμεις εις βάρος τοπικών πληθυσμών, κυρίως στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και την Αϊτή.
Διάφοροι φορείς που εργάζονται για τη δικαίωση των θυμάτων καταγγέλλουν μια κουλτούρα ατιμωρησίας στα γραφεία του ΟΗΕ, που καταλήγει στην αποσιώπηση της αλήθειας και τη φίμωση των θυμάτων.
«Η ιδέα του να παραμένεις ένας σιωπηλός παρατηρητής είναι πολύ διαδεδομένη στους ΟΗΕ, για λόγους που δεν ισχύουν στην περίπτωση του Χόλιγουντ ή στον κλάδο της τεχνολογίας» επισημαίνει η Πόλα Ντόνοβαν, διευθύντρια της οργάνωσης του Aids-Free World και επικεφαλής της εκστρατείας Code Blue που μάχεται για τον τερματισμό της ατιμωρησίας στις περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης από ειρηνευτικές δυνάμεις των Ηνωμένων Εθνών. Όπως εξηγεί, ακόμα και το μέγεθος του ΟΗΕ – που απασχολεί περίπου 44.000 υπαλλήλους – σημαίνει ότι οι δράστες μπορούν εύκολα να μετακινηθούν αλλού.