Το πράσινο φως γα την ίδρυση Συνδέσμου Μετόχων έδωσαν σε σημερινή σύσκεψη στη Λευκωσία, στην παρουσία του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου, παλαιοί και νέοι μέτοχοι της Τράπεζας Κύπρου.
Όπως αναφέρθηκε στη σύσκεψη, σήμερα έχει καταχωρηθεί αίτηση στο δικαστήριο για να απαγορευθεί, μέχρι τη διακρίβωση των ακριβών ποσοστών, η συμμετοχή στη Γενική Συνέλευση του 18,1%. Η ακρόαση αναβλήθηκε για αύριο στις 10:30.
Ο δικηγόρος Κύπρος Χρυσοστομίδης και προεδρεύων της προσωρινής συντονιστικής επιτροπής, σε ομιλία του στη σύσκεψη, είπε ότι σε μια δημόσια εταιρεία ο μέτοχος που δεν έχει μεγάλο αριθμό μετόχων που να μπορεί να επηρεάσει τη λήψη αποφάσεων ή γενικά οι μικρομέτοχοι από μόνοι τους δεν έχουν λόγο στα όσα τεκταίνονται στην Εταιρεία ή Τράπεζα.
«Βλέπουν από μακριά και αναμένουν το μέρισμα τους. Πολλοί βασίζονται για τα προς το ζειν σε αυτό το μέρισμα και την αξία των μετοχών. Όμως, όταν πολλοί μέτοχοι συνασπισθούν τότε έχουν λόγο στην πορεία της Τράπεζας/Εταιρείας. Αυτή είναι η άποψη και του Μακαριωτάτου που η μόνη έγνοια είναι η ορθολογιστική πορεία της Τράπεζας Κύπρου, της οικονομίας μας γενικά και η προστασία της κατηγορίας εκείνης των πλέον αδύνατων μετόχων που δεν εκπροσωπούνται, με πρωτοβουλία του οποίου γίνεται και η παρούσα προσπάθεια. Εν τη ενώσει η ισχύς. Πολλά έγιναν πρόσφατα ερήμην του μεγάλου αριθμού των μετόχων που δεν εκπροσωπούνται σε μεγάλα μπλοκ μετοχών όπως διάφοροι άλλοι», πρόσθεσε.
Ανέφερε, επίσης, ότι η σημερινή σύσκεψη με την παρουσία του Αρχιεπισκόπου Κύπρου στοχεύει ακριβώς στο να οργανωθούν οι μικροί και μεγαλύτεροι μέτοχοι «που κατά τη γνώμη μας εκπροσωπούν την πλειοψηφία της Τράπεζας Κύπρου, έτσι ώστε να μπορέσουν να καθορίσουν ή και να συγκαθορίσουν το μέλλον της, με συμμετοχή εκπροσώπων τους, που να γνοιάζονται για τα συμφέροντα τους και την περιουσία τους στα αποφασιστικά όργανα της Τράπεζας».
Ο κ. Χρυσοστομίδης είπε ότι κλήθηκε Ετήσια Γενική Συνέλευση, χωρίς να έχουν αποσταλεί ελεγμένοι λογαριασμοί στους μετόχους, χωρίς να υπάρχει έκθεση ελεγκτών και χωρίς να υπάρχει έκθεση του Διοικητικού Συμβουλίου, απλώς και μόνο για να εκλεγεί Διοικητικό Συμβούλιο και να καθοριστεί η αμοιβή τους.
«Και ερήμην σας, του μεγάλου τμήματος των μετόχων, γίνονται παρασκηνιακές διαβουλεύσεις για καθορισμό του Διοικητικού Συμβουλίου από το 18,1% και από το 12% περίπου που εκπροσωπείται από μερικούς συναδέλφους δικηγόρους. Ισχυρίζεται ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας ότι και μερικά Ταμεία Προνοίας συμμετέχουν. Όμως, το μεγαλύτερο ποσοστό μετόχων, που εκπροσωπείτε εσείς, έχει αγνοηθεί. Όλα γίνονται χωρίς διαφάνεια και ερήμην σας», συμπλήρωσε.
Αναφερόμενος στην αίτηση που καταχωρήθηκε σήμερα στο δικαστήριο για να απαγορευθεί η συμμετοχή στη Γενική Συνέλευση του 18,1%, ο κ. Χρυσοστομίδης είπε ότι η αίτηση δεν είναι για αναβολή της Γενικής Συνέλευσης της Τράπεζας Κύπρου, «παρά το γεγονός ότι θεωρούμε τη σύγκληση της παράνομη».
«Με τούτο συμφωνεί και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς που απέστειλε σχετικές επιστολές στο ΔΣ της Τράπεζας Κύπρου. Ο Διοικητής επιμένει να διατηρήσει τον έλεγχο μέσω μιας Τράπεζας υπό εξυγίανση σε μια Τράπεζα που έχει εξέλθει από την εξυγίανση. Τούτο, νομίζω είναι ασύμβατο, γιατί υπάρχει συγκέντρωση στο ίδιο πρόσωπο αντιτιθέμενων ιδιοτήτων, του Επόπτη Τραπεζών και της Αρχής Εξυγίανσης. Δηλαδή, στην Τράπεζα Κύπρου θα εποπτεύει ο Διοικητής ως Εποπτική Αρχή και ο ίδιος να την ελέγχει ταυτόχρονα ως Αρχή Εξυγίανσης. Παραβιάζεται έτσι κάθε αρχή φυσικής δικαιοσύνης. Ακόμα ο Διοικητής ως εποπτική αρχή θα δικαιούται να απορρίπτει υποψήφιους που τυχόν θα εκλεγούν από τη ΓΣ ως μέλη του ΔΣ της Τράπεζας Κύπρου», πρόσθεσε.
Ο στόχος της συντονιστικής επιτροπής, συνέχισε ο κ. Χρυσοστομίδης, με προτροπή του Αρχιεπισκόπου Κύπρου να συγκαλέσει σήμερα τη σύσκεψη αυτή, «είναι η σύμπηξη Συνδέσμου μη εκπροσωπούμενων άλλως πως μετόχων, παλαιών και νέων, των οποίων οι μικρές ή μεγαλύτερες μετοχικές περιουσίες εκμηδενίζονται και οι μέτοχοι αυτοί εγκαταλείπονται στο έλεος άλλων ομάδων μετόχων που πιθανόν να έχουν διαφορετικά συμφέροντα».
«Πιστεύω ότι έχουμε όλοι καθήκον να διεκδικήσουμε τα δικαιώματα μας και να προστατεύσουμε τις περιουσίες μας. Ούτε ο υποφαινόμενος ούτε κανείς από τους άλλους δικηγόρους που συμμετέχουν στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου αύριο ενδιαφέρονται να είναι υποψήφιοι για το ΔΣ της Τράπεζας Κύπρου. Όμως, είναι καθήκον όλων να υποδείξουμε αξιόλογα και ανεξάρτητα πρόσωπα με εμπειρίες και γνώσεις για να εκλεγούν στο ΔΣ που να μπορούν με τις ικανότητες τους να προστατεύσουν τα συμφέροντα της Τράπεζας γενικά και όλων των μετόχων της ειδικότερα», είπε.
Ο κ. Χρυσοστομίδης ευχαρίστησε τον Αρχιεπίσκοπο «για το βαθύ του ενδιαφέρον για δίκαιες και επωφελείς λύσεις για όλους, και για την προσπάθεια του να προστατευθούν οι λιγότερο προνομιούχοι μέτοχοι, παλαιοί και νέοι, με μία ορθολογιστική λειτουργία της Τράπεζας Κύπρου σε συνθήκες πλήρους διαφάνειας, πράγματα που δεν φαίνεται να υπάρχουν σήμερα», όπως είπε.
Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, στη δική του ομιλία, είπε ότι «δεν έχω αντιληφθεί, όπως και εσείς, γιατί μας έχουν αχρηστεύσει το κεφάλαιο, που λίγο ή πολύ, ο καθένας από εμάς είχε στην Τράπεζα Κύπρου».
«Δεν νομίζω ότι ήταν σωστός χειρισμός, όπως εξελίχθησαν τα πράγματα στην Τράπεζα Κύπρου. Έκαναν πολλά λάθη. Έκαναν λάθη και στο θέμα που μας αφορά. Έδωσαν 1 σεντ αξία στη μετοχή μας. Αυτό είναι το μοιραίο λάθος τους και εδώ μπορούμε εμείς να χτίσουμε σήμερα. Ποιο είναι το σκεπτικό τους και γιατί έδωσαν το ένα εκατοστό της αξίας της μετοχής μας δεν μπορώ να το ερμηνεύσω. Δεν ζητούμε τίποτα το παράλογο. Ζητούμε τα δικαιώματα μας. Θέλουμε αυτός ο τόπος να ζήσει και πρέπει να αγωνιστούμε προς αυτήν την κατεύθυνση», πρόσθεσε.
Ανέφερε ότι ακόμα και σήμερα είχε στο γραφείο του ανθρώπους, «οι οποίοι ενδιαφέρονται γι’ αυτόν τον τόπο και είναι έτοιμοι και να μας δανείσουν, αλλά και να ξοδέψουν χρήματα για να κάνουν επενδύσεις στο νησί μας, και αυτό είναι το πιο θετικό».
«Είμαι σίγουρος ότι ο λαός μας θα εργαστεί σκληρά και θα ξεπεράσουμε τις δυσκολίες τις οικονομικές πολύ γρήγορα», πρόσθεσε.
Κατά τη σύσκεψη, μέτοχοι ζήτησαν όπως φύγει άμεσα ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Πανίκος Δημητριάδης, διότι, όπως ανέφεραν, «είναι επικίνδυνος» και ζήτησαν από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου να μεταφέρει αυτό στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.