Ακολουθεί απόσπασμα από Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία επεξηγεί το θέμα της ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων στην βάση του ημεδαπού Δικαίου.
Επομένως ο λόγος σήμερα εδράζεται επί του άρθρου 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 έως 1999, το οποίο προβλέπει:
<Σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί, ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων, και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσο συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.
Η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά. Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν:
(α) Από δωρεά, κληρονομιά, κληροδοσία ή άλλη χαριστική αιτία
(β) με διάθεση περιουσίας που αποκτήθηκε με τις αναφερόμενες στην παράγραφο (α) αιτίες. Στην Σοφοκλέους ν. Σοφοκλέους (2005) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1030, 1033, λέχθηκε ότι η αύξηση της περιουσίας υπολογίζεται στη βάση της διαφοράς της αξίας της κατά το χρόνο του διαζυγίου ή διάστασης και της αξίας που είχε όταν αποκτήθηκε. Υπενθυμίζεται επίσης ότι το αντικείμενο του μερισμού είναι η αύξηση της περιουσίας και όχι αυτή τούτη η περιουσία. (βλ. Ορφανίδη ν. Ορφανίδη (1998) 1 (Α) Α.Α.Δ. 179.
Ο χρόνος της λύσης ή ακύρωσης του γάμου ή της διάστασης είναι καθοριστικός για τα δικαιώματα των συζύγων. Ο καθορισμός του είναι απαραίτητος προκειμένου να διακριβωθεί ποια περιουσιακά στοιχεία συνθέτουν την περιουσία εν τη εννοία του νόμου, κατά τον ουσιώδη χρόνο αλλά και για τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.
Περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν μετά τη λύση ή ακύρωση του γάμου ή διάστασης είναι εκτός των προνοιών του Ν. 232/1991 ως τροποποιήθηκε και εκτός της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου>.
Θεοχαρίδου Κ. Καλυψώ
Δικηγόρος – Νομικός Σύμβουλος