Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Νίκος Αναστασιάδης, σε χαιρετισμό του στο γεύμα που παρέθεσε προς τιμήν του το Ελληνικό Επιχειρηματικό Συμβούλιο Βουλγαρίας (Hellenic Business Council in Bulgaria), είπε ότι τα συμφέροντα της διεθνούς κοινότητας φαίνεται να συμπίπτουν προς την κατεύθυνση εξεύρεσης αξιοπρεπούς, βιώσιμης και λειτουργικής λύσης μέσα στο τρέχον έτος.
Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είπε, μεταξύ άλλων, ότι «με τιμά η πρόσκλησή σας διότι μεταξύ των ανθρώπων που δημιουργούν, των ανθρώπων που παράγουν, που δημιουργούν τις προοπτικές και τις προϋποθέσεις ένα κράτος να πάει μπροστά, και δεν μπορώ παρά να συγχαρώ τον Πρόεδρο και τα Μέλη του Συμβουλίου και ιδιαίτερα για την υπογραφείσα προ ολίγου Συμφωνία Συνεργασίας με το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Κύπρου (ΚΕΒΕ). Μια συνεργασία που δεν μπορεί παρά να είναι προς όφελος τόσο των επιχειρηματιών της Κύπρου, της Ελλάδας, όσο και της Βουλγαρίας.
Μια συνεργασία που αντανακλά τις άριστες σχέσεις της Ελλάδας και της Κύπρου με τη Βουλγαρία, μιας φιλικότατης χώρας, με την οποία διαχρονικά διατηρούμε άριστες σχέσεις και που έχουν επισφραγιστεί και με την παρούσα επίσκεψή μου, ύστερα από πρόσκληση του φίλου Προέδρου της Βουλγαρίας.
Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών μας, τόσο με τον Πρόεδρο όσο και με τον Πρωθυπουργό, την Πρόεδρο της Βουλής της χώρας και σήμερα με τον Πατριάρχη, αισθάνθηκα ιδιαίτερα περήφανος ακούγοντας τα κολακευτικότερα για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες τόσο των Ελλήνων, κατά κύριο λόγο, αλλά και των Κύπριων επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται στη Βουλγαρία. Πραγματικά είναι ένα επιπρόσθετο ενισχυτικό στις διαχρονικές σχέσεις που διατηρούμε μεταξύ μας και δεν μπορώ παρά να εκφράσω υπερηφάνεια και συγχαρητήρια σε εσάς τους πρωτοπόρους αυτής της σημαντικής προσπάθειας για να ενισχύσουμε τους δεσμούς μεταξύ των χωρών μας.
Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών, είχα την ευκαιρία να ενημερώσω για το Κυπριακό, να ευχαριστήσω και να εκφράσω τις ευγνώμονες ευχαριστίες τόσο του κυπριακού λαού, όσο και τις δικές μου, για τη διαχρονική στάση αρχών που τηρεί η Βουλγαρία όσον αφορά στη λύση του Κυπριακού. Ταυτόχρονα, μας δόθηκε η ευκαιρία να συζητήσουμε την περαιτέρω εμβάθυνση των συνεργασιών μας με επιπλέον υπογραφές, πέραν των 15 υπαρχουσών, Συμφωνιών και στους τομείς της Ενέργειας, του Τουρισμού και της Γεωργίας.
Προσβλέπω ότι αυτή η συνεργασία θα ενισχυθεί ακόμα περαιτέρω μέσα από τις συμβουλεύσεις για περαιτέρω διασύνδεση μέσω Συμβάσεων και μέσω της επαφής των λαών των δύο χωρών.
Αυτό που ιδιαίτερα θέλω να υπομνήσω, και να εκφράσω κάθε καλό επ’ ευκαιρία της δεκαετούς συμπλήρωσης της δράσης του Ελληνικού Επιχειρηματικού Συμβουλίου, είναι η συνέχιση αυτής της στενής συνεργασίας, η οποία δεν δίδει οφέλη μόνο προς τις χώρες που εμπλέκονται, αλλά και προς την ιδιωτική πρωτοβουλία, η οποία αποτελεί το ύψιστο, τουλάχιστον σε όσους έχουν την αντίληψη πως η ιδιωτική πρωτοβουλία μπορεί να συμβάλει σημαντικά στις κρατικές πρωτοβουλίες, διότι έτσι ενισχύεται η οικονομία, δημιουργούνται νέες θέσεις δουλειάς και υπάρχει ανάπτυξη.
Είναι μια ασφαλής ανάπτυξη που θέτει τους προβληματισμούς για το πόσο επείγει επιτέλους να βρούμε λύση στο μακροχρόνια πια πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Κύπρος ως αποτέλεσμα της εισβολής του 1974 από πλευράς Τουρκίας.
Ήμασταν για τα τελευταία τόσα χρόνια μια χώρα λιλιπούτεια στο μέγεθος, μέλος της ΕΕ από το 2004, αλλά παραμένουσα διαιρεμένη. Με ένα πληθυσμό που δεν ξεπερνά το 1 εκ. 100 χιλιάδες και που, οπωσδήποτε, αντιμετωπίζει τις συνέπειες μιας απαράδεκτης κατάστασης που δεν ωφελεί ούτε τους Ελληνοκύπριους ούτε τους Τουρκοκύπριους.
Από τον περασμένο Μάη έχουμε εμπλακεί σε ένα πιο εντατικό διάλογο, μετά ιδιαίτερα από την εκλογή του Μουσταφά Ακιντζί, ενός, θα πρέπει να ομολογήσω, προοδευτικού Τουρκοκύπριου, ο οποίος προσανατολίζεται ή αν θέλετε έχει ως όραμα την επανένωση της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά που έχει ορισμένα όρια. Όρια που περιορίζονται από τις παρεμβάσεις δυστυχώς της Άγκυρας. Θέλω να ελπίζω και να πιστεύω ότι η ρητορική που αναπτύσσεται από πλευράς τουρκικής Κυβέρνησης, ότι ενδιαφέρεται και επιδιώκει τη συντομότερη δυνατή λύση του Κυπριακού, θα βρει στην πράξη συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που θα στηρίζουν και θα υποστηρίζουν τον κ. Ακιντζί και την τουρκοκυπριακή κοινότητα, προκειμένου μέσα από τον διάλογο που διεξάγεται να επιτύχουμε επιτέλους μια λύση που, βεβαίως, πρέπει να πληροί ορισμένες προϋποθέσεις:
Πρώτον, την απαλλαγή από τα κατοχικά στρατεύματα, δεύτερον, την απαλλαγή από τις όποιες εγγυήσεις, εγγυήσεις που ανάγονται στο 1960 και μειώνουν την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας, την παρουσία της όποιας στρατιωτικής δύναμης, έτσι ώστε ένα κράτος μέλος της ΕΕ να μην αισθάνεται ότι βρίσκεται υπό την εποπτεία ή ότι ενεργεί ως προτεκτοράτο της οποιασδήποτε χώρας, ενώ την ίδια ώρα ως κράτος μέλος της ΕΕ αυτό που προσδοκούμε είναι την πλήρη εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου, τη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για όλους ανεξαίρετα τους Κυπρίους, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, έτσι ώστε μέσα από τον αλληλοσεβασμό κατά τη διάρκεια του διαλόγου, αλλά και την αντιμετώπιση των ανησυχιών της κάθε μιας κοινότητας να φτάσουμε σε μια λύση που δεν θα δημιουργεί νικητές και δεν θα αφήνει ηττημένους.
Αυτό που επιδιώκουμε είναι να δημιουργήσουμε ένα σύγχρονο κράτος, κράτος μέλος της ΕΕ απόλυτα συμβατό ή απόλυτα ίσο με τα υπόλοιπα κράτη της ΕΕ. Με διασφάλιση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με διασφάλιση της δυνατότητας να έχει διάρκεια, λειτουργικότητα, να διασφαλίζει την ενότητα του λαού, του εδάφους, της οικονομίας.
Καταβάλλουμε σκληρές προσπάθειες, μέχρι και σήμερα –παρά τις δυσκολίες που πρέπει να ομολογήσω ότι αντιμετωπίζουμε. Δεν είναι εκ των εύκολων προβλημάτων, για αυτό και διαρκεί αυτή η εκκρεμούσα κατάσταση τα τελευταία 42 χρόνια από την εισβολή, για να μην προαναφέρω τα προηγηθέντα ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων ενεργειών καθ’ υπόδειξη άλλων –σε πλείστα όσα των κεφαλαίων έχει παρατηρηθεί μια σημαντική πρόοδος.
Και είναι αυτό που μας ενθαρρύνει να δουλέψουμε ακόμα σκληρότερα για τα δύσκολα που έχουμε μπροστά μας, διότι υπάρχουν προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν με αποφασιστικότητα, αλλά και με ευαισθησίες, όχι μόνο από τη μια πλευρά, αλλά και από τις δύο.
Είναι αυτά τα προβλήματα που θέλουν τη συμβολή και τη βοήθεια της Τουρκίας. Η αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων δεν είναι θέμα των Τουρκοκύπριων συμπατριωτών μας. Η κατάργηση των εγγυήσεων του ’60 δεν είναι θέμα των Τουρκοκύπριων συμπατριωτών μας, ή οι εδαφικές αναπροσαρμογές, κατά κύριο λόγο. Αλλά και τα τρία είναι θέμα της Τουρκίας. Συνεπώς, αν επιθυμούν πραγματικά το συντομότερο δυνατόν να επιτύχουμε μια λύση που θα διασφαλίζει ένα ευρωπαϊκό κράτος και θα διασφαλίζει την προοπτική των μελλοντικών γενιών, έτσι ώστε να μπορούν να συνεργαστούν συμβιώνοντας ειρηνικά, τότε αυτό θα είναι και το επιδιωκόμενο, αλλά και το προσδοκώμενο από μια λύση.
Αυτό, για το οποίο θέλω να σας διαβεβαιώσω, είναι για την αποφασιστικότητά μου να εργαστώ με όλες μου τις δυνάμεις, με ένα μόνο όραμα : πως επιτέλους επιτυγχάνουμε την απαλλαγή από την κατοχή, την επανένωση της πατρίδας μας, τη δημιουργία συνθηκών ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων και τη δημιουργία ενός μοντέλου ειρηνικής συμβίωσης Χριστιανών και Μουσουλμάνων, κάτι που για αιώνες ήταν απόλυτα διασφαλισμένο.
Αυτό που δεν θέλουμε είναι την εμπλοκή τρίτων στα εσωτερικά της Κυπριακής Δημοκρατίας, ή της ομόσπονδου Κυπριακής Δημοκρατίας.
Και αυτό που θέλω να πω είναι, μέσα από την αποφασιστικότητα να εξεύρουμε μια αξιοπρεπή, μια βιώσιμη και λειτουργική λύση, μια λύση που θα διασφαλίζει το μέλλον των νεότερων γενιών, τούτο να γίνει επιτυχία μέσα στο τρέχον έτος. Προς αυτή την κατεύθυνση φαίνεται να συμπίπτουν –δεν θα χρησιμοποιήσω τα όσα ο κ. Eide λέει περί άστρων- τα συμφέροντα της διεθνούς κοινότητας.
Η γειτονιά μας αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα: Η κρίση στη Συρία, στο Ιράκ, στην Υεμένη, στη Λιβύη, η κρίση γενικότερα που αντιμετωπίζει ο Λίβανος και η Ιορδανία ως αποτέλεσμα του ανθρωπιστικού προβλήματος, ακόμα αυτό που απειλεί τη συνοχή της ΕΕ δηλαδή, το μεταναστευτικό και η ανθρωπιστική κρίση, όλα αυτά συνηγορούν στο να δημιουργηθεί επιτέλους ένα μοντέλο ειρηνικής συμβίωσης, αλλά και μια περιοχή, όπου η Ενέργεια θα αποτελεί τη βάση της ενότητας για συνεργασία και όχι την αιτία για περαιτέρω τριβές».
Τέλος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ευχήθηκε στα μέλη του Συμβουλίου κάθε επιτυχία, διότι όπως είπε «αυτό δεν θα είναι μια δική σας προσωπική επιτυχία, αλλά μια ενίσχυση και της Ελλάδας και της Βουλγαρίας και της Κύπρου ως κρατικές οντότητες. Σας ευχαριστώ για την πρόσκληση και την τιμή να είμαι παρών σε μια ιστορικής σημασίας σύζευξη».