Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης, έστειλε από το Αμβούργο μήνυμα αισιοδοξίας για την πορεία της κυπριακής οικονομίας, εξάροντας την συνεισφορά του τομέα της ναυτιλίας στην πορεία της οικονομίας.
Σε γεύμα που παράθεσε το Κυπριακό Ναυτιλιακό Επιμελητήριο προς σημαντικούς Γερμανούς πλοιοκτήτες, παρουσία του Δημάρχου της πόλης Όλαφ Σολτζ, του Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων Μάριου Δημητριάδη και του Κυβερνητικού Εκπροσώπου Νίκου Χριστοδουλίδη, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ήταν ο κύριος ομιλητής.
Το γεύμα πραγματοποιήθηκε στα κτίρια της Τράπεζας Μπέρεμπεγκ, η οποία δραστηριοποιείται εδώ και χρόνια στον τομέα της ναυτιλίας στην Κύπρο.
«Σήμερα, ένα χρόνο μετά την συμφωνία με την Τρόικα, είμαι στην ευχάριστη θέση να σας πω ότι η κυπριακή οικονομία βρίσκεται ήδη στο δρόμο της πλήρους ανάκαμψης», ανέφερε στην ομιλία του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, τονίζοντας ότι η Κύπρος έχει επανειλημμένα και έγκαιρα τηρήσει τις υποχρεώσεις που αναλήφθηκαν έναντι των δανειστών της τόσο για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στον τραπεζικό τομέα όσο και για τις περικοπές των δημοσίων δαπανών.
Υπενθύμισε τις θετικές αξιολογήσεις τόσο των δανειστών όσο και τις αναβαθμίσεις από οίκους αξιολόγησης, ενώ σημείωσε πως οι εναπομείναντες περιορισμοί στη διακίνηση κεφαλαίων θα αρθούν στους επόμενους μήνες, «επιτρέποντας στις κυπριακές τράπεζες να εργαστούν ξανά χωρίς καθόλου εμπόδια, αλλά, υπό ένα νέο, πολύ καλύτερα δομημένο και ελεγχόμενο καθεστώς».
«Στην επίτευξη αυτών των αρκετά θετικών επιτευγμάτων σε τόσο σύντομη περίοδο, η ναυτιλιακή βιομηχανία στην Κύπρο διαδραμάτισε ένα σημαντικό και ανεκτίμητο ρόλο», υπογράμμισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Περισσότερο σημαντική παρά ποτέ η ναυτιλία
Σημείωσε δε πως παρά τις οικονομικές δυσκολίες, «η ναυτιλιακή λειτουργική και φορολογική υποδομή και το κυπριακό νηολόγιο παραμένουν ανέπαφα, εργάζονται πλήρως και πολύ ανταγωνιστικά».
«Οι χρήστες της κυπριακής σημαίας παραμένουν πιστοί και στηρίζουν ενεργά τις προσπάθειες ενίσχυσης της κυπριακής ναυτιλίας, προκειμένου να συνεχίσουμε την σημαντική της συνεισφορά στην κυπριακή οικονομία, η οποία αντιστοιχεί στο εντυπωσιακό 7% του κυπριακού ΑΕΠ», τόνισε.
Τονίζοντας πως η κυπριακή Κυβέρνηση αναγνωρίζει περισσότερο από ποτέ το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει ο ναυτιλιακός τομέας στην κυπριακή οικονομία, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης ανέφερε ότι «η διορατικότητα, ο σωστός προγραμματισμός και η σκληρή δουλειά είναι απαραίτητες στην αποστολή μας να διατηρήσουμε τα πλεονεκτήματα της Κύπρου».
«Για αυτούς ακριβώς τους λόγους, η Κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να δημιουργήσει εκείνους τους μηχανισμούς που είναι αναγκαίοι για να προστατέψουν αυτόν τον σημαντικό τομέα, καθώς και για να τον αναπτύξουν και να τον ενισχύσουν περαιτέρω», τόνισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Παράλληλα, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης αναφέρθηκε στην ανεύρεση κοιτασμάτων υδρογονανθράκων από τα οποία προκύπτουν «νέα οικονομικά ισοζύγια».
«Η ανακάλυψη υδρογονανθράκων στην ΑΟΖ μας δημιουργούν νέες προοπτικές για τη χώρα μας και την εθνική οικονομία. Αυτές οι νέες εξελίξεις διευρύνουν επίσης τους ορίζοντες της ναυτιλιακής βιομηχανίας, δημιουργώντας συνέργειες», είπε.
Το τουρκικό εμπάργκο επηρεάζει ευρωπαϊκά συμφέροντα
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναφέρθηκε και στο εμπάργκο που εφαρμόζει η Τουρκία κατά των πλοίων υπό κυπριακή σημαία από το 1987, λέγοντας πως η άρση του θα είναι θετική οικονομική και πολιτική επίδραση.
Επισημαίνοντας πως η Κύπρος αποτελεί ένα «ανοικτό νηολόγιο» εγκεκριμένο από την ΕΕ το 85% του οποίου ανήκει σε δικαιούχους από την Βόρεια Ευρώπη, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης σημείωσε πως «άρα αυτή η απαγόρευση επηρεάζει αρνητικά τα ίδια τα ευρωπαϊκά συμφέροντα».
«Η ισχυρή δέσμευσή μας είναι να επιδιώξουμε μια λύση που αν συνάδει με τους σχετικούς ευρωπαϊκούς νόμους και κανονισμούς, ασκώντας την μέγιστη πίεση στην Τουρκία προς αυτή την κατεύθυνση, η οποία με τη σειρά της θα οδηγήσει σε αναπτυξιακές προοπτικές για την ευρωπαϊκή ναυτιλία ευρύτερα», είπε.
Αναφέρθηκε και στην έναρξη νέου γύρου διαπραγματεύσεων για λύση του Κυπριακού, σημειώνοντας πως οι προσπάθειες για άρση αυτής της «παράνομης απαγόρευσης θα συνεχιστούν και θα εντατικοποιηθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο».
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναγνώρισε το ότι Γερμανοί επιχειρηματίες που εγκατέστησαν γραφεία στην Κύπρο διευκόλυναν στην ενίσχυση της τεχνικής εμπειρογνωμοσύνης στον τομέα της ναυτιλίας, κάτι που, όπως πρόσθεσε, «συνεισέφερε σημαντικά στην ανάπτυξη της Κύπρου ως ένα πλήρες, ανταγωνιστικό και μοντέρνο ναυτιλιακό κέντρο που να ανταγωνίζεται σε παγκόσμια κλίμακα».
Εξέφρασε τέλος την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι 45 γερμανικές εταιρείες κατέχουν 167 σκάφη υπό κυπριακή σημαία, με χωρητικότητα δύο περίπου εκατομμυρίων τόνων, που αντιστοιχεί στο 9% της συνολικής χωρητικότητας του κυπριακού στόλου.
Στη δική του ομιλία, ο Δήμαρχος του Αμβούργου δήλωσε πεπεισμένος ότι η Κύπρος με τη ναυτιλία ως έναν από τους σημαντικούς τομείς της οικονομίας θα επιστρέψει στις αγορές και θα άρει τους περιορισμούς στη διακίνηση κεφαλαίου.
Αναφέρθηκε σε άρθρο του Προέδρου της Δημοκρατίας στην γερμανική «Φραγκφούρτερ Άλγκεμάινε» ότι η κυπριακή οικονομία απέτρεψε βαθύτερη συρρίκνωση της οικονομίας λόγω της ανθεκτικότητας σε τομείς, όπως ο τουρισμός, οι υπηρεσίες και η ναυτιλία και σημείωσε: «Συγχαίρουμε την Κύπρο για αυτήν την επιτυχία».
Ενθαρρυντικά μηνύματα για την πορεία της οικονομίας έδωσε και εκ των Εκτελεστικών Διευθυντών της Μπέρεμπερκ Αντρέας Μπρόντμαν, λέγοντας ότι η τράπεζα εκτιμά ότι η κυπριακή οικονομία θα επιστρέψει στην ανάπτυξη ίσως και μέσα στο 2014 ή το αργότερο το 2015.
Είπε πάντως πως οι Γερμανοί πλοιοκτήτες αναγνώρισαν από το 1970 στις «φανταστικές ευκαιρίες» που προσφέρει η Κύπρος στην διεθνή ναυτιλιακή βιομηχανία.
«Ήταν η πλοιοδιαχείριση και ιδιαίτερα οι δραστηριότητες διαχείρισης πληρωμάτων και η πλοιοκτησία που δημιούργησαν τεράστια ανάπτυξη και η οποία κατέστησαν την Κύπρο ένα από τα πιο σημαντικά παγκόσμια κέντρα για τις ναυτιλιακές εταιρείες», τόνισε.
Τέλος, στη δική του ομιλία ο Πρόεδρος του Κυπριακού Ναυτιλιακού Επιμελητηρίου, Γιούγκεν Αντάμι, εξήρε το σημαντικό ρόλο της τράπεζας Μπέρενμπεργκ στην ανάπτυξη του κυπριακής ναυτιλίας ελκύοντας Γερμανούς πλοιοκτήτες από τη δεκαετία του 1980, καθώς και στη βοήθεια στην εξέλιξη του αρχικού μοντέλου του φόρου χωρητικότητας.
Ο Καπετάνιος Αντάμι ζήτησε την στήριξη της ευρωπαϊκής ενιαίας ναυτιλιακής πολιτικής, προκειμένου η ΕΕ να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον των θαλάσσιων μεταφορών. Ζήτησε παράλληλα από τους πλοιοκτήτες να προτιμούν την εργοδότηση Ευρωπαίων ναυτικών όπως μηχανικών, στα καράβια τους τη στιγμή που η υψηλή ανεργία και ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους μαστίζει την Ευρώπη.