Σύμφωνα με την έκθεση της Ερευνητικής Επιτροπής σχετικά με καταγγελίες που σχετίζονται με απαλλοτριώσεις και αγοραπωλησίες τ/κ περιουσιών στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, oι διαχειριστές του ταμείου συντάξεως της Cyta, επέδειξαν ασύγγνωστη προχειρότητα, αδιαφορία, αμέλεια και έλλειψη υπευθυνότητας .
Στην πολυσέλιδη Έκθεσή της (294 σελ.), η οποία δημοσιεύεται αυτούσια στην επίσημη ιστοσελίδα του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών (www.pio.gov.cy), η Επιτροπή εισηγείται υπό το φως των ευρημάτων της, «να επεκταθούν οι έρευνες για το ενδεχόμενο διάπραξης ποινικών αδικημάτων και από άλλα πρόσωπα σε σχέση με συγκεκριμένες ενέργειες και δραστηριότητες τους».
Όπως αναφέρεται, μεταξύ πολλών άλλων, «από το σύνολο της μαρτυρίας που τελικά τέθηκε υπόψη της Επιτροπής, το γενικό συμπέρασμα που οδηγήθηκε η Επιτροπή είναι ότι οι Διαχειριστές του Ταμείου επέδειξαν ασύγγνωστη προχειρότητα, αδιαφορία, αμέλεια και έλλειψη υπευθυνότητας κατά τη διαχείριση των επενδύσεων και πόρων του Ταμείου που οδήγησαν σε επενδύσεις αμφιβόλου αποδόσεως για το Ταμείο».
Η εκτίμηση αυτή, προστίθεται, «επεκτείνεται και στο γενικό χειρισμό των υποθέσεων του Ταμείου και τον τρόπο λειτουργίας των Διαχειριστών».
Αναφορά κάνει στο γεγονός ότι το Ταμείο Συντάξεως της Cyta μέχρι σήμερα δεν είναι εγγεγραμμένο, σημειώνοντας ότι «ανεξάρτητα από τις ευθύνες που βαρύνουν άλλους για την μη εγγραφή, παραμένει αναντίλεκτο γεγονός το ότι οι Διαχειριστές του Ταμείου, δηλαδή το Διοικητικό Συμβούλιο της ΑΤΗΚ, όπως και η ηγεσία της ΑΤΗΚ επέδειξαν ολιγωρία και αδιαφορία εις το να προωθηθεί το συντομότερο δυνατόν η έγγραφή του Ταμείου».
Το αποτέλεσμα, προσθέτει, «ήταν ότι οι Διαχειριστές ενεργούσαν κατά το δοκούν, χωρίς κανένα έλεγχο ή περιορισμό κατά τη διαχείριση των επενδύσεων και πόρων του Ταμείου».
Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι «συνεχής και μόνιμη ήταν η παράλειψη να απευθύνονται για να εξασφαλίσουν τις κατά νόμο νενομισμένες εγκρίσεις».
«Ενεργούσαν χωρίς να είναι υπόλογοι σε κανένα, κατά παράβαση και των κανονισμών που λόγω της μη εγγραφής εξακολουθούν να διέπουν την λειτουργία του Ταμείου, αλλά και του νέου νομοθετικού πλαισίου», αναφέρει.
Σύμφωνα με την Επιτροπή «παραγνώριζαν και/ή ενεργούσαν αντίθετα προς τις συμβουλές των ειδικών συμβούλων που είχε κατά καιρούς το Ταμείο για τα εξειδικευμένα θέματα των επενδύσεων του Ταμείου».
Παράλληλα, αναφέρει ότι παραγνώριζαν γνωμοδοτήσεις των εξωτερικών νομικών τους συμβούλων, διευκρινίζοντας «η παραγνώριση δε των συμβουλών των Νομικών Υπηρεσιών της ΑΤΗΚ ήταν έκδηλη, παρ` όλες τις συνεχείς, επίμονες και αξιόλογες προσπάθειες των λειτουργών των Νομικών Υπηρεσιών να διασφαλίσουν τα συμφέροντα του Ταμείου».
Προσθέτει ότι «και σε αυτή τη περίπτωση τα ζητήματα παραπέμπονταν στις Νομικές Υπηρεσίες κατόπιν εορτής και μετά που στις πλείστες φορές είχαν ήδη ληφθεί οι αποφάσεις από την ηγεσία».
Όσον αφορά στη διαδικασίες επιλογής των επενδύσεων και σύναψης συμβάσεων, η Επιτροπή εκφράζει τη θέση ότι ακολουθούνταν «αδιαφανείς διαδικασίες επιλογής των επενδύσεων και της σύναψης συμβάσεων, χωρίς σταθερά κριτήρια αξιολόγησης και επιλογής», ενώ εντοπίζει ακόμη ότι «ασχολούντο ενεργώς με τα ζητήματα αυτά συνήθως τα ίδια πρόσωπα σε όλα τα επίπεδα, χωρίς τη δυνατότητα άσκησης, ούτε εσωτερικά, οποιουδήποτε ιεραρχικού ή προληπτικού ελέγχου».
«Εκ των πραγμάτων αποκλείετο και η δυνατότητα έστω και ενός εκ υστέρων ελέγχου», αναφέρει.
Όσον αφορά στην συγκεκριμένη ανάπτυξη στη Δρομολαξιά, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι διαδικασία επιλογής της «δεν διασφαλίζει τα συμφέροντα του Ταμείου, τη χρηστή διοίκηση και την έντιμη και αδέκαστη διαχείριση».
Ως προς αυτό αναφέρεται στη μη δημοσίευση εκδήλωσης ενδιαφέροντος, γραπτών κριτηρίων αξιολόγησης και ετοιμασία τεχνοοικονομικής μελέτης των κατ’ αρχήν επιλεγμένων προτάσεων από εξειδικευμένο οίκο.
«Η θέση που εξέφρασε ο Πρόεδρος των Διαχειριστών κ. Κιττής προς την Ερευνητική Επιτροπή ότι δεν ζητείτο εκδήλωση ενδιαφέροντος, επειδή το Ταμείο δεν εμπίπτει στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και επομένως αυτή είναι η πρακτική που ακολουθείτο πάντοτε, και εφαρμόστηκε και στην περίπτωση της επένδυσης στο AERO δεν διασφαλίζει τα εχέγγυα μιας πρέπουσας, αδέκαστης και έντιμης διαχείρισης», αναφέρει.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, «οι ενέργειες των Διαχειριστών του Ταμείου στο τομέα των επενδύσεων ευρίσκοντο γενικά σε διάσταση με την επενδυτική πολιτική που εισηγήθηκαν οι σύμβουλοι Hewitt , η οποία πολιτική επιβεβαιώθηκε από τους ίδιους Διαχειριστές στις 25.10.2010».
Όσον αφορά στη διαδικασία αγοράς του συγκεκριμένου ακινήτου η Επιτροπή αναφέρει ότι «ο τρόπος και η διαδικασία που η ΣΕΕ και ιδιαίτερα ο Πρόεδρος προώθησαν για εξέταση τις προτάσεις της εταιρείας Glarisano Enterprises Ltd/ Wadnic Trading Ltd αντιστρατεύονται τις αρχές της χρηστής διοίκησης, τον υγιή ανταγωνισμό, αποτελούν ευνοιοκρατική μεταχείριση της εταιρείας και θέτουν σε κίνδυνο τα οικονομικά συμφέροντα του Ταμείου».
Προσθέτει ότι «η επιφανειακή εξέταση και οι παραλείψεις κατά την εξέταση της πρότασης της εταιρείας από τους Διαχειριστές που υποστήριξαν την επένδυση αυτή, από την ΣΕΕ και την Ad hoc Επιτροπή, απέβησαν επιζήμιες για το Ταμείο και δεν συνιστούν πρέπουσα, υπεύθυνη και έντιμη διαχείριση».
Παράλληλα, εκφράζει τη θέση ότι «η παντελής παραγνώριση από τους Διαχειριστές που υποστήριξαν την επένδυση στο AERO, του γεγονότος ότι η εταιρεία ήταν άγνωστη, νεοσυσταθείσα, χωρίς καμία προηγούμενη εμπειρία, με μία καθ ́ όλα αμφίβολη πρόταση, για την κατασκευή ενός έργου που με βάση το Τοπικό Σχέδιο δεν ήταν επιτρεπτό και για το οποίο χρειάζετο παρέκκλιση, χωρίς να υπάρχει αντικειμενικά καμία λογική ένδειξη ότι θα μπορούσε ποτέ να εξασφαλιστεί, χαρακτηρίζεται από ασύγγνωστη προχειρότητα, αδιαφορία, αμέλεια και έλλειψη υπευθυνότητας κατά τη διαχείριση των επενδύσεων και πόρων του Ταμείου, συνιστά δε παράλειψη διασφάλισης των συμφερόντων του Ταμείου».
Η Επιτροπή συνεχίζει αναφέροντας ότι «για όσους από τους Διαχειριστές προώθησαν την επένδυση στο AERO με επίγνωση των αδυναμιών και προβλημάτων της, κρίνεται ότι λειτούργησαν αναξιοκρατικά και ότι οι ενδείξεις είναι σοβαρές ότι μοναδικό στόχο είχαν την προώθηση των συμφερόντων της συγκεκριμένης εταιρείας αντί του Ταμείου και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποκλειστεί η ύπαρξη αλλότριων κινήτρων, αν μη και διαφθοράς».
«Η ευθύνη για την προχειρότητα, αδιαφορία, αμέλεια και έλλειψη υπευθυνότητας και τις αδιαφανείς και ζημιογόνες για τα συμφέροντα του Ταμείου διαδικασίες και μεροληπτικούς χειρισμούς από Ταμείο κατά την αγορά των συγκεκριμένων γραφειακών μονάδων από την εταιρεία Wadnic, βαρύνει τους Διαχειριστές που συμφώνησαν με την αγορά και ενέκριναν τη Συμφωνία, τον πρόεδρο και τα μέλη της ΣΕΕ, καθώς και την Ad hoc Επιτροπή», αναφέρει.
Όσον αφορά στο θέμα της 2ης συμφωνίας για την αγορά έναντι του ποσού €4,5 εκ. του υπόλοιπου της γης του μεριδίου της εταιρείας ως τελική διευθέτηση των απαιτήσεων της εταιρείας, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «ο υπολογισμός του κου Τσουρή για το υπολειπόμενο μέρος του τεμαχίου το οποίο πρότεινε στο Υπόμνημα του να αγοραστεί από το Ταμείο ήταν λανθασμένος δεδομένου ότι με βάση τα στοιχεία που έθεσε υπόψη της Επιτροπής το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως αναντίλεκτα προκύπτει πως αυτό ήταν μόνο 5.616 τ.μ., δηλαδή κατά πολύ λιγότερο από τα 8,450 τ.μ. που ο κος Τσουρής υπολόγισε».
Παράλληλα, εκφράζει τη θέση ότι εκ των πραγμάτων λανθασμένος ήταν και ο υπολογισμός της αξίας της γης, επειδή όπως αναφέρει «ο κος Τσουρής, στο Υπόμνημα του, για τον υπολογισμό της αξίας της υπολειπόμενης γης που εισηγήθηκε να αγοραστεί από το Ταμείο υπολόγισε την αξία της σε €4.225.000 στη βάση του ότι το υπολειπόμενο μέρος του τεμαχίου, αντί 5.616 τ.μ., ήταν 8.450 τ.μ. (8.450 τ.μ @ €500)».
Αναφέρει ακόμη ότι «στον υπολογισμό της αξίας της γης ο κ. Τσουρής υπολόγισε ως την αξία σε €500/τ.μ. αντί σε €190/τ.μ. σε τιμές Μαρτίου 2012 (όταν δηλαδή υποβλήθηκε το υπόμνημα του κου Τσουρή στους Διαχειριστές), οπόταν η αγοραία αξία του υπολειπόμενου εμβαδού γης 5.616 τ.μ. (ως οικόπεδο) ήταν €1.100.000».
«Με βάση τα πιο πάνω η αξία της γης που υπολόγισε ο κος Τσουρής ήταν με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς κατά €3.125.000 (€4.225.000 μείον €1.100.000= €3.125.000) ψηλότερη από την εκτίμηση του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας», προσθέτει.
Υπό το φως των πιο πάνω διαπιστώσεων η Επιτροπή καταλήγει «ότι τα όσα περιλαμβάνονται στο Υπόμνημα όπως και οι λόγοι για τους οποίους υποστηρίχθηκε η αναγκαιότητα της σύναψης της Δεύτερης Συμφωνίας δεν υποστηρίζονται με βάση την προσκομισθείσα μαρτυρία».
Αναφέρει ακόμη ότι «η εντυπωσιακή ευκολία, η έλλειψη προβληματισμού, η παραγνώριση όλων των μέχρι τότε δεδομένων και ανειλημμένων υποχρεώσεων της εταιρείας και η ταχύτητα που έγινε αποδεκτή και προωθήθηκε η σύναψη της Συμφωνίας Τροποποίησης και Πώλησης, οδηγούν την Επιτροπή στο εύλογο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η σύναψη της Συμφωνίας Τροποποίησης και Πώλησης να ήταν προϊόν προσυνεννόησης».
Το γενικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η Επιτροπή είναι ότι παρά το ότι εκ πρώτης όψεως η έρευνα αφορούσε τρία διαφορετικά ζητήματα, δηλαδή τις διαδικασίες αναφορικά με την πώληση του τουρκοκυπριακού κτήματος, τις διαδικασίες που σχετίζονται με την εξασφάλιση των αναγκαίων αδειών για την ανάπτυξη που επιθυμούσε η εταιρεία να προβεί στη γη που αγόρασε, και την αγορά της ανάπτυξης από το Ταμείο Συντάξεων της ΑΤΗΚ, από τα γεγονότα «διαφαίνεται ότι στην πραγματικότητα τα τρία ζητήματα είναι απόλυτα συνδεδεμένα».
Σχετίζονται, καταλήγει, «με τη διευκόλυνση, από όλους, μιας ιδιωτικής εταιρείας αμφιβόλου οικονομικής υπόστασης να προωθήσει τα συμφέροντα της, το οποίο έκαμε μέσω μιας αγοραπωλησίας ενός τουρκοκυπριακού τεμαχίου που εγκρίθηκε από τον Κηδεμόνα στη βάση στοιχείων περί της διαμονής του Τ/κ που δεν ανταποκρίνοντο στην πραγματικότητα, της κατά παρέκκλιση εξασφάλισης των αδειών για την ανάπτυξη του τεμαχίου με διαδικασίες που προβληματίζουν και της πώλησης της ανάπτυξης στο Ταμείο Συντάξεων ενός Οργανισμού, αγορά την οποία οι Διαχειριστές του αποδέχτηκαν με πρωτοφανή ευκολία και με εξ όσων προκύπτει ιδιαίτερα δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις για το Ταμείο».