Μετά από έξι μήνες πολιτικής αναταραχής στην Ταϊλάνδη, ο στρατός ανέλαβε την εξουσία με πραξικόπημα την Πέμπτη, ενώ την Παρασκευή προχώρησε στη σύλληψη της μέχρι πρότινος πρωθυπουργού της χώρας, Γίνγκλακ Σιναουάτρα.
Πρόκειται για το δεύτερο πραξικόπημα μέσα σε οκτώ χρόνια και το δωδέκατο από την κατάργηση της απόλυτης μοναρχίας στη χώρα το 1932.
Μέχρι στιγμής, μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος, δεν έχουν αναφερθεί βίαια περιστατικά. Η ζωή στους δρόμους της Μπανγκόκ φαίνεται να κυλά ομαλά, αν και κάποιοι δρόμοι έχουν αποκλειστεί με στρατιωτικά οχήματα.
Απαγόρευση της κυκλοφορίας έχει επιβληθεί από τις 10 το βράδυ μέχρι τις 5 το πρωί.
Η μετάδοση όλων των εθνικών μέσων ενημέρωσης έχει ανασταλεί και στην οθόνη εμφανίζεται μία πράσινη εικόνα με στρατιωτικά σήματα και το όνομα του συμβουλίου της δικτατορίας, «Εθνικό Συμβούλιο Διατήρησης Ειρήνης και Τάξης».
Την Πέμπτη πριν το πραξικόπημα, ο στρατός είχε καλέσει τους κύριους εμπλεκόμενους στη διαμάχη σε διαβούλευση «για την διατήρηση της τάξης και της ειρήνης και τη λύση των προβλημάτων της χώρας».
Ανάμεσα στους συμμετέχοντες, οι οποίοι ήταν πάνω από 100, βρισκόταν ολόκληρη η μεταβατική κυβέρνηση και μέλη της οικογένειας Σιναουάτρα, η οποία έχει μεγάλη επιρροή στην πολιτική ζωή της χώρας, αποτελώντας ταυτόχρονα και την «πέτρα του σκανδάλου» των πολιτικών παθών.
Οι ΗΠΑ δήλωσαν ότι δεν υπήρχε λόγος για την ανάληψη της εξουσίας από τον στρατό, ζητώντας την απελευθέρωση πολιτικών αρχηγών, ενώ και άλλες χώρες εξέφρασαν την ανησυχία και την απογοήτευσή τους για την εξέλιξη.
Η Ουάσιγκτον εξετάζει την αναστολή στρατιωτικής βοήθειας ύψους 10 εκ. δολαρίων προς την Ταϊλάνδη.
Η αμερικανική βοήθεια προς τη χώρα είχε ανασταλεί για περίπου 1,5 χρόνο και μετά το πραξικόπημα του 2006, μέχρι την αποκατάσταση της δημοκρατίας.
Εκτελεστής του πραξικοπήματος είναι ο παντοδύναμος στρατηγός Πραγιούθ Τσαν-Ότσα, 60 ετών.
Ο ηγέτης των ενόπλων δυνάμεων της Ταϊλάνδης, ο οποίος θα συνταξιοδοτηθεί το Σεπτέμβρη, είναι γνωστός για την «αυθάδειά» του και την τραχύτητά του απέναντι στα μέσα ενημέρωσης.
Πιστός στη μοναρχία, είχε συμβάλει στο πραξικόπημα του 2006, το οποίο οδήγησε στην ανατροπή του τότε πρωθυπουργού Θακσίν Σιναουάτρα, αδερφού της αποπεμφθείσας από τη δικαιοσύνη πρώην πρωθυπουργού Γίνγκλακ Σιναουάτρα.
Οι διαδηλώσεις κατά της κ. Γίνγκλακ είχαν αρχίσει τον Νοέμβριο. Σε μία προσπάθεια να κατευνάσει τα πνεύματα, η τελευταία διέλυσε την Κάτω Βουλή της χώρας και προκήρυξε εκλογές για τον Φεβρουάριο, οι οποίες όμως μποϊκοταρίστηκαν από την αντιπολίτευση και τελικώς ακυρώθηκαν δικαστικά ως προς το αποτέλεσμά τους.
Στις διαδηλώσεις των τελευταίων μηνών έχασαν τη ζωή τους συνολικά 28 άνθρωποι.
Στις αρχές Μαΐου, η κ. Σιναουάτρα καταδικάστηκε από δικαστήριο της χώρας για νεποτισμό και αποπέμφθηκε από την πρωθυπουργία.
Την περασμένη Τρίτη, ο στρατός επέβαλε στρατιωτικό νόμο ώστε να αποκατασταθεί η τάξη και ο στρατηγός Πραγιούθ κάλεσε τους βασικούς πολιτικούς αντιπάλους σε σύσκεψη ώστε να βρεθεί πολιτική συμβιβαστική λύση.
Η κατάσταση δεν αποκλιμακώθηκε και την Πέμπτη ο στρατός προέβη σε πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας.