Την ποινικοποίηση της άρνησης της αρμενικής γενοκτονίας ψήφισε σήμερα η Ολομέλεια της Βουλής Αντιπροσώπων, ενόψει και της 24ης Απριλίου η οποία έχει καθιερωθεί ομόφωνα από τη Βουλή ως Εθνική Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας του Αρμενικού Έθνους.
Συγκεκριμένα, η Ολομέλεια ψήφισε ομόφωνα πρόταση νόμου για τροποποίηση του περί της Καταπολέμησης Ορισμένων Μορφών και Εκδηλώσεων Ρατσισμού και Ξενοφοβίας μέσω του Ποινικού Δικαίου νόμου του 2015, σκοπός της οποίας είναι η ποινικοποίηση της άρνησης ή κατάφωρης υποβάθμισης εγκλημάτων πολέμου όταν τα εγκλήματα αυτά έχουν αναγνωριστεί με ομόφωνη απόφαση ή ομόφωνο ψήφισμα της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας ανεξάρτητα από το αν έχουν αναγνωριστεί ή όχι από διεθνές δικαστήριο.
Σε δήλωση ενώπιον της Ολομέλειας, ο Πρόεδρος της Βουλής Γιαννάκης Ομήρου είπε ότι με την ψήφιση της πρότασης νόμου που έχουμε ενώπιον μας, η Βουλή θα έχει τη δυνατότητα, με ομόφωνο ψήφισμα ή ομόφωνη απόφασή της, να παρέχει την ίδια νομοθετική αντιμετώπιση στην υποκίνηση βίας, όπως αυτή περιγράφεται στο νόμο, εναντίον κάθε ομάδας που έχει θυματοποιηθεί από τέτοιου είδους εγκλήματα, έστω και αν αυτά δεν έχουν ακόμα γίνει αντικείμενο απόφασης διεθνούς ποινικού δικαστηρίου.
Ο κ. Ομήρου χαρακτήρισε ιστορική τη σημερινή μέρα για τη Βουλή των Αντιπροσώπων και σημείωσε ότι η συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση “δίδει τη δυνατότητα στη Βουλή να αποκαθιστά με ομόφωνες αποφάσεις ή ψηφίσματά της την ιστορική αλήθεια”.
“Στις 24 Απριλίου συμπληρώνεται ένας αιώνας αφότου οι οθωμανικές αρχές συνέλαβαν και δολοφόνησαν διακόσια πενήντα ηγετικά στελέχη της αρμενικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης”, ανέφερε και πρόσθεσε ότι “αυτή η πράξη αποτέλεσε την έναρξη ενός από τα μεγαλύτερα και πιο αποτρόπαια εγκλήματα στη σύγχρονη ιστορία της ανθρωπότητας, τη σφαγή ενάμιση εκατομμυρίων Αρμενίων από τους Νεοτούρκους. Παρά την καταγραφή των γεγονότων αυτών από εκατοντάδες ανεξάρτητους μάρτυρες, η γενοκτονία των Αρμενίων δεν έχει αναγνωριστεί παρά μόνο από μικρό αριθμό κρατών”.
Είπε ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων έχει καθιερώσει ομόφωνα την 24η Απριλίου ως Εθνική Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας του Αρμενικού Έθνους και ενέκρινε το 1975, το 1982 και το 1990 σχετικά ψηφίσματα με τα οποία αναγνωρίζει και καταδικάζει το στυγνό αυτό έγκλημα.
Σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Βουλής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε πρόσφατο ψήφισμά του και ενόψει της 100ής επετείου της γενοκτονίας των Αρμενίων, καλεί όλα τα κράτη μέλη να την αναγνωρίσουν, ενθαρρύνει δε όλα τα κράτη μέλη και τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα να συμβάλουν περαιτέρω στην αναγνώρισή της.
Δυστυχώς, συνέχισε, αυτή δεν είναι η μοναδική περίπτωση που διεθνή δικαστήρια ή διεθνείς οργανισμοί δεν έχουν αναγνωρίσει τέτοιου είδους εγκλήματα, παρόλο που αυτά έχουν τεκμηριωθεί και αποδειχτεί ιστορικά.
Αυτή η έλλειψη αναγνώρισης σε διεθνές και εθνικό επίπεδο έχει ως αποτέλεσμα τη διαφορετική νομοθετική αντιμετώπιση φαινομένων βίας και ρατσισμού κατά των προσώπων που ανήκουν σε σύνολα τα οποία έχουν θυματοποιηθεί, πρόσθεσε.
Για το λόγο αυτό, συνέχισε, η Βουλή των Αντιπροσώπων, ως το νομοθετικό όργανο της Δημοκρατίας, σεβόμενη το ρόλο της στο δημοκρατικό πολίτευμα και τη συνέχεια του έργου της, θα προχωρήσει σήμερα στη διόρθωση αυτής της στρέβλωσης, τουλάχιστον στο εθνικό μας δίκαιο.
Ο κ. Ομήρου είπε ότι στη χώρα μας ισχύει από το 2011 νομοθεσία που εισήχθη για σκοπούς εναρμόνισης με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, η οποία ποινικοποιεί ορισμένες συμπεριφορές ρατσισμού και ξενοφοβίας συμπεριλαμβανομένων πράξεων επιδοκιμασίας ή άρνησης ή κατάφωρης υποβάθμισης εγκλημάτων γενοκτονίας, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και εγκλημάτων πολέμου, όταν τέτοιες πράξεις στρέφονται κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων λόγω των πιο πάνω διακρίσεων και εφόσον εκδηλώνονται κατά τρόπο απειλητικό και υβριστικό που είναι πιθανό να υποκινήσει βία ή μίσος κατά μίας τέτοιας ομάδας ή μέλους της.
“Η νομοθεσία αυτή περιορίζει την ποινικοποίηση τέτοιων πράξεων, θέτοντας την προϋπόθεση ότι η άρνηση ή η κατάφωρη υποβάθμιση των προαναφερόμενων εγκλημάτων αποτελεί ποινικό αδίκημα μόνο σε περίπτωση που τα εγκλήματα αυτά έχουν αναγνωριστεί με αμετάκλητη απόφαση διεθνούς δικαστηρίου”, κατέληξε.