Έκθεση της οργάνωσης Human Rights Watch υποστηρίζει ότι τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα από το 2009 και μετά, όλο και περισσότεροι Ιρανοί καταφεύγουν στο εξωτερικό ζητώντας πολιτικό άσυλο. Η έκθεση επικαλείται στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας και αναφέρει ότι ο αριθμός των αιτούντων πολιτικό άσυλο Ιρανών αυξήθηκε από 11.537 το 2009, σε 15.185 το 2010 και σε 18.128 το 2011. Πρόκειται για την περίοδο πριν από τις εκλογές του 2009 που είχαν σημειωθεί ταραχές και ακολούθησε η καταστολή τους.
Η αύξηση αυτή μαρτυρά, σύμφωνα με την HRW, “τις χωρίς προηγούμενο πιέσεις που δέχονται οι πολίτες” από το ιρανικό καθεστώς, το οποίο εδώ και τρία χρόνια ασκεί μια συστηματική καταστολή σε βάρος των διαφωνούντων.
Η HRW τονίζει ότι η έκθεσή της βασίζεται σε μαρτυρίες “δεκάδων υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δημοσιογράφων, μπλόγκερς ή δικηγόρων” που επέλεξαν να εγκαταλείψουν το Ιράν καθώς “αποτέλεσαν στόχο των υπηρεσιών πληροφοριών και των υπηρεσιών ασφαλείας επειδή προέβησαν σε επικριτικές για την κυβέρνηση δηλώσεις”.
“Πολλοί γνωστοί ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή δημοσιογράφοι, βρίσκονται στις φυλακές ή στην εξορία και πολλοί Ιρανοί που απειλήθηκαν με αυθαίρετη σύλληψη συνεχίζουν να επιλέγουν με λύπη τους να εγκαταλείψουν τη χώρα και την
οικογένειά τους αναζητώντας καταφύγιο στο εξωτερικό”, προστίθεται στην έκθεση της HRW.
Η οργάνωση επικρίνει τις “δύσκολες συνθήκες” στις οποίες ζουν όσοι ζητούν άσυλο στην Τουρκία και το ιρακινό Κουρδιστάν, τις δυο χώρες που κυρίως επιλέγουν οι Ιρανοί που θέλουν να εγκαταλείψουν νόμιμα ή παράνομα τη χώρα.
Η έκθεση καταγγέλλει κυρίως “τους περιορισμούς στις μετακινήσεις, τα υπερβολικά έξοδα διαμονής, την απαγόρευση της εργασίας και την απουσία πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας” για τους Ιρανούς που καταφεύγουν στην Τουρκία.
Η HRW καλεί την Άγκυρα να επιτρέψει στον ειδικό εισηγητή του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ‘Αχμεντ Σαχίντ, να μεταβεί στην Τουρκία και να συνομιλήσει με πρόσφυγες. “Οι χώρες της περιοχής πρέπει να προστατεύσουν τους Ιρανούς πρόσφυγες και να τους συμπεριφερθούν με συμπόνια και αξιοπρέπεια”, εκτιμά η HRW.