Του Νίκου Σολωμού*
Το περιβάλλον μέχρι πριν μερικές δεκαετίες, όχι μόνο δεν αποτελούσε προτεραιότητα για την χάραξη πολιτικής των χωρών, αλλά δεν ήταν καν μέσα στα θέματα που απασχολούσαν τον σχεδιασμό της ανάπτυξης της κάθε κοινωνίας και χώρας. Το φυσικό περιβάλλον που οι ίδιοι οι άνρθωποι θεωρούσαν δεδομένο, σήμερα αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα και ενδεχομένως να αποτελεί απειλή για την ίδια επιβίωση των ανθρώπων.
Στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, επιστημονικές έρευνες δείχνουν την αυξανόμενη υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Οι διαπιστώσεις αυτές συντελούν στην βαθμιαία συνειδητοποίηση ότι η οικονομική ανάπτυξη έχει κάποια όρια που προσδιορίζονται από το πεπερασμένο περιβάλλον του πλανήτη. Όρια όπως είναι ο παγκόσμιος πληθυσμός, οι φυσικοί πόροι κλπ. Με την συνεχόμενη αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού και ταυτόχρονα με την σταθερότητα των φυσικών διαθέσιμων πόρων, θα έρθει κάποια στιγμή που οι πόροι αυτοί δεν θα είναι αρκετοί για την κάλυψη των αναγκών των ανθρώπων, με αποτέλεσμα τη συνολική κατάρρευση του συστήματος. Ως φυσικοι πόροι μπορούν να χαρακτηριστούν όλα τα άψυχα υλικά πράγματα της φύσης, αλλά και τα διάφορα συστήματα του περιβάλλοντος (π.χ. δάση, υγρότοποι), τα οποία έχουν αξία και τα οποία χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ζήσει.
Οι κυριότεροι φυσικοί πόροι είναι το νερό, τα ορυκτά (άνθρακας, πετρέλαιο, φυσικό αέριο), η ηλιακή ενέργεια και άλλα. Δυστυχώς όμως, τα τελευταία χρόνια η εξάντληση των φυσικών πόρων που παρατηρείται και αυτό από μόνο του είναι ένα μεγάλο πρόβλημα. Από τη μια οι άνθρωποι να καταναλώνουν τεράστιες ποσότητες φυσικών πόρων με αποτέλεσμα να λιγοστεύει η διαθεσιμότητα τους, όπως συμβαίνει με το νερό, τα δάση, το πετρέλαιο. Ενώ από την άλλη, η ρύπανση των φυσικών πόρων όπως συμβαίνει με το νερό (θάλασσες, ποτάμια κλπ), το έδαφος με την ανεξέλεγκτη χρήση φυτοφαρμάκων και άλλων χημικών, την ατμόσφαιρα και γενικά του περιβάλλοντος, έχει σαν αποτέλεσμα την περιορισμό στην χρήση τους, γιατί καθίστανται επικίνδυνοι για τη δημόσια υγεία και την ζωή των ανθρώπων.
Το 1980 πρωτοεμφανίστηκε η έννοια της «βιώσιμης ανάπτυξης», στην πρώτη Παγκόσμια Στρατηγική για την διατήρηση και η οποία προέβλεπε για στόχους τη διατήρηση των βασικών οικολογικών διαδικασιών, τη διαφύλαξη της γενετικής ποικιλότητας και τη βιώσιμη χρήση των πόρων. Κάποια χρόνια αργότερα, και συγκεκριμένα το 1987 στην έκθεση του Brundtland ακούστηκε για πρώτη φορά ο όρος «αειφόρος ανάπτυξη», ο οποίος ορίζεται ως «η ανάπτυξη που καλύπτει τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να υπομονεύει τη δυνατότητα των μελλοντικών γενεών να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες».
Στον ορισμό αυτό, εμπεριέχονται δύο έννοιες κλειδιά:
(α) η έννοια των «αναγκών» και συγκεκριμένα τις ουσιαστικές των φτωχών του κόσμου, στις οποίες πρέπει να μπει προτεραιότητα και (β) η ιδέα των περιορισμών που θέτει η τεχνολογία και η κοινωνική οργάνωση στις δυνατότητες του περιβάλλοντος να καλύψει τις σημερινές και μελλοντικές ανάγκες. Το ενεργειακό πρόβλημα, η ατμοσφαιρική ρύπανση, η υποβάθμιση του νερού, η υποβάθμιση του εδάφους, τα αστικά και βιομηχανικά απόβλητα, η ηχορύπανση, ακόμη και η οπτική (ή/και αισθητική) ρύπανση, είναι τα σημαντικότερα περιβαλλοντικά προβλήματα που οδήγησαν στον προσδιορισμό της αειφόρου ανάπτυξης και στην επιτακτική ανάγκη για την εφαρμογή της. Η εμφάνιση των προβλημάτων αυτών, καθώς και των περιβαλλοντικών επιπτώσεων τους, που θέτουν σε κίνδυνο (άμεσο ή έμμεσο) τη βιωσιμότητα όλων των οικοσυστημάτων της γης, επέβαλλε την υιοθέτηση ενός άλλου «αειφόρου» τρόπου ζωής. Από τότε μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 90’, πραγματοποιήθηκαν αρκετές τροποποιήσεις σχετικά με τον ορισμό της αειφορικής (ή/και βιώσιμης) ανάπτυξης και αφορούσαν κυρίως κοινωνικοοικονομικά και περιβαλλοντικά θέματα, δηλαδή οικονομικής, κοινωνικοπολιτικής και περιβαλλοντικης βιωσιμότητας.
Έτσι, για πρώτη φορά στην Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών του Ρίο ντε Τζανέιρο (1992), εισάγεται για πρώτη η έννοια της ολοκληρωμένης διαχείρισης των περιβαλλοντικών προβλημάτων με κύρια έμφαση στην έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης (αειφορίας). Αποτελούσε έτσι, την βασική ιδέα για την μελλοντική ανάπτυξη περισσότερων των 170 χωρών που δεσμέυτηκαν, υπογράφοντας την Agenda 21 και τη Διακήρυξη του Ρίο για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη. Εν συνεχεία, η Ευρωπαϊκή Ένωση κατά τη Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Γκέτεμποργκ (2001) υιοθέτησε την πρώτη Ευρωπαϊκή Στρατηγική για τη Αειφόρο Ανάπτυξη, στοχεύοντας στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των σημερινών και επόμενων γενεών την Ευρωπαίων πολιτών. Πέντε χρόνια αργότερα (2006) η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ολοκλήρωσε την Αναθεωρημένη Στρατηγική για την Αειφόρο Ανάπτυξη και η οποία εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, δίνοντας έμφαση στην αποσύνδεση της οικονομικής ανάπτυξης και της περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Οι βασικοί στόχοι αυτής της Αναθεωρημένης Στρατηγικής είναι η Προστασία του περιβάλλοντος, η κοινωνική δικαιοσύνη και συνοχή, η οικονομική ευημερία και η ανάληψη των διεθνών ευθυνών.
Στην ουσία η αειφόρος ανάπτυξη, δίνει ίση βαρύτητα στην οικονομική ανάπτυξη όσο και στην προστασία του περιβάλλοντος.
Η αειφόρος ανάπτυξη πρέπει να σέβεται τα όρια του περιβάλλοντος και πρέπει το ίδιο το περιβάλλον να λαμβάνεται υπόψιν από όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η αειφόρος ανάπτυξη είναι μια ιδέα, που φαίνεται ότι δίνει σε όλους αυτό που επιθυμούν και η οποία συνδυάζει τις επιθυμίες όσων επιθυμούν το κέρδος, όσον και αυτών που προσπαθούν να επιβιώσουν. Ταυτόχρονα, επιδιώκει οικονομική πρόοδο, κοινωνική δικαιοσύνη, έλεγχο της υποβάθμισής του περιβάλλοντος, αλλά και προστασία της άγριας χλωρίδας και πανίδας.
*Ο Νίκος Σολωμού είναι
Περιβαλλοντολόγος – Υποψήφιος Διδάκτωρ ΕΜΠ