Της Καλυψούς Κ. Θεοχαρίδου*
Συνήθης πρακτική. δυστυχώς, να καταχωρούνται δικόγραφα και/ή αιτήσεις επί αιτήσεων, πολύ καθυστερημένα και έχοντας, αυτή η πρακτική, αρνητικό αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, τον εκτροχιασμό των δικαστικών διαδικασιών, την δημιουργία πολυπλοκότητας και περιπλοκότητας στις υποθέσεις και εν τέλει την καθυστερημένη απονομή της Δικαιοσύνης. Μεταξύ αυτών, συμπεριλαμβάνονται και τα υπέρογκα δικαστικά και δικηγορικά έξοδα, με τα οποία επιβαρύνονται οι υποθέσεις (που για ορισμένους βεβαίως ακραιφνείς Δικηγόρους, είναι τούτο η απόλαυση της ασκήσεως του επαγγέλματος αυτού!!).
Ελαυνόμενοι από την πιο πάνω μνημονευόμενη πρακτική, το Ανώτατο μας Δικαστήριο, σχολίασε την παρατηρούμενη δικαστική καθυστέρηση, σε συγκεκριμένη υπόθεση και τοποθετήθηκε ρητώς και σαφώς επί του εκεί εγερθέντος ζητήματος. Εκείνου δοθέντος λοιπόν, στην υπόθεση Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453, το εφετείο ασχολούμενο με το θέμα αυτό χαρακτήρισε τη παραμονή μιας υπόθεσης για 3½, περίπου, χρόνια χωρίς την καταχώριση Εκθέσεως Απαιτήσεως ως μια απαράδεκτη τακτική και καταλήγοντας τονίζεται ότι, ο διάδικος προς όφελος του οποίου εκδίδεται ένα διάταγμα και/ή απόφαση πρέπει «να προλειάνει το ταχύτερο το έδαφος για την εκδίκαση της υπόθεσης». Στο ίδιο πλαίσιο είναι και η μεταγενέστερη απόφαση Rousounides & Soteriou Trading Ltd κ.ά. ν. ΚΟΤ (2002) 1 A.A.Δ.1274.
Όταν η καθυστέρηση είναι τέτοιας έκτασης, σαφώς μπορεί να χαρακτηριστεί, ως απαράδεκτη τακτική. Όπως σημειώνεται στην υπόθεση Louis Vuitton ανωτέρω: «η δίκη είναι η καθιερωμένη διαδικασία για τον καθορισμό και τη διακήρυξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων».
Η όποια καθυστέρηση δεν ωφελεί ουδένα, μετέχοντα της δικαστικής διαδικασίας. Τουναντίον, δαπανείται πολύτιμος δικαστικός χρόνος και χρήμα και πάντως, δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για γρήγορη, έγκυρη δηλαδή και αποτελεσματική απονομή της Δικαιοσύνης όταν Δικαστήριο καλείται να εκδώσει απόφαση επί γεγονότων που έχουν διαδραματιστεί σε χρόνο πολύ παρελθόντα.
*Δικηγόρος – Νομική Σύμβουλος