Της Θεοχαρίδου Κ. Καλυψούς Δικηγόρος – Νομικός Σύμβουλος
Ενισχυτική μαρτυρία:
Σχετικό το κάτωθι απόσπασμα ως προς το θέμα της ενισχυτικής μαρτυρίας:<… any tribunal of fact confronted with a conflict of testimony had to evaluate the credibility of evidence in deciding whether the party who bore the burden of proof had discharged it. It was a commonplace of judicial experience that a witness who made a poor impression in the witness box might be found at the end of the day, when his evidence was considered in the light of all the other evidence, to have been both truthful and accurate. Conversely, the evidence of a witness who at first seemed impressive and reliable might at the end of the day have to be rejected. Such experience suggested that it was dangerous to assess the credibility of the evidence given by any witness in isolation from other evidence in the case capable of throwing light on its reliability. It would be surprising if the law requiring juries to be warned of the danger of convicting on the uncorroborated evidence of a witness in one of the suspect categories should have developed to the point where, in some cases, the jury had to be directed to make such an assessment of credibility in isolation> και σε μετάφραση:
«… οποιοδήποτε Δικαστήριο γεγονότων που βρίσκεται αντιμέτωπο με διιστάμενη μαρτυρία πρέπει να αξιολογήσει την αξιοπιστία της μαρτυρίας για να αποφασίσει κατά πόσο το μέρος που φέρει το βάρος απόδειξης το έχει αποσείσει. Αποτελούσε κοινό τόπο των δικαστικών εμπειριών ότι ένας μάρτυρας που έκαμε πτωχή εντύπωση στο εδώλιο του μάρτυρα μπορεί στο τέλος της ημέρας να βρεθεί ότι ήταν φιλαλήθης και ακριβής μετά από την εξέταση της μαρτυρίας του υπό το φως όλης της άλλης μαρτυρίας. Αντίστροφα η μαρτυρία ενός μάρτυρα που στο πρώτο στάδιο φαινόταν εντυπωσιακή και αξιόπιστη μπορεί στο τέλος της ημέρας να πρέπει να απορριφθεί. Τέτοιες εμπειρίες πρότειναν ότι ήταν επικίνδυνο να εκτιμηθεί η αξιοπιστία της μαρτυρίας που δίδεται από οποιοδήποτε μάρτυρα κατ’ απομόνωση από άλλη μαρτυρία στην υπόθεση η οποία είναι ικανή να ρίξει φως επί της αξιοπιστίας της. Θα ήταν εκπληκτικό αν το δίκαιο, το οποίο απαιτεί όπως οι ένορκοι προειδοποιούνται για τον κίνδυνο να καταδικάσουν με βάση την χωρίς ενίσχυση μαρτυρία ενός μάρτυρα σε μια από τις ύποπτες κατηγορίες υποθέσεων, θα αναπτυσσόταν μέχρι του σημείου όπου, σε μερικές υποθέσεις, οι ένορκοι πρέπει να καθοδηγηθούν να κάμουν μια τέτοια εκτίμηση της αξιοπιστίας κατ’ απομόνωση>.
Καλύτερη δυνατή μαρτυρία:
Ως είναι καλά γνωστό η καλύτερη δυνατή μαρτυρία προέρχεται από την ανάγκη της παρουσίασης της καλύτερης μαρτυρίας που μπορεί να παρουσιασθεί σε μία υπόθεση ως επίσης και το ότι η μαρτυρία πρέπει να είναι η καλύτερη που επιτρέπουν οι περιστάσεις.
Πραγματική μαρτυρία:
Η πραγματική μαρτυρία εξυπακούει πως το Δικαστήριο καλείται να παρατηρήσει αντικείμενα, χώρους και περιστατικά και αφού τα αξιολογήσει σύμφωνα με την κρίση του να καταλήξει σε συμπεράσματα . Μεταβαίνοντας το Δικαστήριο στον χώρο όπου έγινε το ατύχημα, παραδείγματος χάριν, και παρακολουθώντας τον κατηγορούμενο και/ή προβαίνοντας σε αναπαράσταση τόσο ο Κατηγορούμενος όσο και ο Παραπονούμενος, θα μπορεί, θεωρούμε, το Δικαστήριο να οδηγηθεί σε ασφαλή συμπεράσματα ως προς την ενοχή η μη του Κατηγορούμενου. Όπως εύστοχα έχει επισημανθεί σε μία επιθεώρηση, κατά γενικό κανόνα, πρέπει να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι δικηγόροι τους για να έχουν την ευχέρεια να προβούν σε παρατηρήσεις και παράλειψη παρουσίας ενός διαδίκου μπορεί να οδηγήσει σε επανεκδίκαση της υπόθεσης.
Επιπλέον, η πραγματική μαρτυρία συνιστά γνώμονα για την κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων όσο και της ακρίβειας του περιεχομένου της μαρτυρίας.
Αποδοχή από Δικαστήριο μαρτυρίας (μέρους και/ή όλου αυτής):
Ασφαλώς και υφίσταται η ευχέρεια του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να δεχθεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα και να απορρίψει άλλο μέρος. Η ευχέρεια όμως αυτή δεν είναι απόλυτη. Υπόκειται στον εξής περιορισμό: Πρέπει να αιτιολογείται η σχετική προσέγγιση. Η έντονη πεποίθηση ότι ένας μάρτυρας είπε την αλήθεια δεν αποτελεί αιτιολογία για την απόρριψη μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα που έχει κριθεί αξιόπιστος. Όπως χαρακτηριστικά έχει λεχθεί: <…. Η πεποίθηση του Δικαστή πως ένας μάρτυρας λέγει την αλήθεια, ασφαλώς είναι το καλύτερο εχέγγυο της ετυμηγορίας του. Η πεποίθηση όμως αυτή δεν αρκεί να βεβαιώνεται αλλά και να αιτιολογείται με συγκεκριμένα στοιχεία της υπόθεσης όταν σ’ αυτήν υπάρχουν γεγονότα που καθιστούν αναγκαία την αιτιολόγηση. Αυτό δεν έχει γίνει στην εξεταζόμενη υπόθεση. Ο Δικαστής είχε μεν την πεποίθηση πως ο Χ είπε ενώπιον του την αλήθεια, αλλά τα αντικειμενικά στοιχεία που προσκομίστηκαν, και που έχουμε απαριθμήσει, καταδεικνύουν πως ο Χ δεν έπρεπε να θεωρηθεί μάρτυρας της αλήθειας, αλλά αντίθετα αναξιόπιστος>.
Κριτήριο αποδοχής μαρτυρίας:
Το κριτήριο για την αποδοχή της μαρτυρίας του παραπονούμενου, επί παραδείγματος, δεν θα έπρεπε και δεν πρέπει να είναι και/ή να ήταν συγκριτικό. Το ερώτημα ως προς την αξιοπιστία θα πρέπει να απαντηθεί με τρόπο θετικό και με αυτοτέλεια έτσι που να δημιουργείται η απαραίτητη εικόνα της βεβαιότητας, αν μπορεί να δημιουργηθεί, αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Η κατηγορούσα αρχή έχει το βάρος της απόδειξης της ενοχής του εκάστοτε Κατηγορούμενου. Το ζητούμενο εκάστης ποινικής υπόθεσης είναι κατά πόσο, ως πραγματικό γεγονός, ο Κατηγορούμενος χωρίς αμφιβολία διέπραξε τα αδικήματα και/ή αδίκημα.
Η Νομολογία έχει ξεκάθαρα τονίσει και δη επανειλημμένα πως μέρος της μαρτυρίας μπορεί να γίνει αποδεκτό και άλλο μέρος όχι και πάντως όχι να κρίνεται ολόκληρη η μαρτυρία ως αναξιόπιστη επειδή μέρος αυτής απεφάσισε το πρωτόδικο να την κρίνει έτσι και δη, αναιτιολόγητα κάτι που ασφαλώς και αντιστρατεύεται τις βασικές συνταγματικές, διεθνείς και κοινοτικές πρόνοιες για αιτιολόγηση των Δικαστικών Αποφάσεων.