Της Θεοχαρίδου Κ. Καλυψούς Δικηγόρου – Νομικού Συμβούλου
Την 7ην Ιουνίου 2013 εκδόθηκε η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για το κούρεμα των καταθέσεων, καταθετών, συγκεκριμένων Χρηματοπιστωτικών/Τραπεζικών Συστημάτων στην Κύπρο. Η απόφαση της πλειοψηφίας, εκ προοιμίου αναφέρουμε πως, απέρριψε τις προσφυγές ως απαράδεκτες και συνάμα, λόγω του πρωτοτύπου και/ή ιδιαίτερου της φύσης της εν λόγω υποθέσεως και καταστάσεως, δεν έδωσε διαταγή για έξοδα.
Υπό κανονικάς συνθήκας, η διαταγή ως προς τα έξοδα που προκλήθηκαν από την όλη διαδικασία θα τα επωμίζονταν οι Αιτητές (δηλαδή αυτοί που εκκίνησαν την διαδικασία και είναι αυτοί δηλαδή που έχουν υποστεί το κούρεμα) και θα ήταν υπέρ των Καθ ων η Αίτηση (δηλαδή Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, Διοικητή Κεντρικής Τράπεζας, Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Υπουργού Οικονομικών, Γενικού Εισαγγελέα της ΚΔ).
Υπήρξε και μειοψηφία, ως προς το θέμα της προσφυγής και συγκεκριμένα 2 διιστάμενες απόψεις, οι οποίες, για τον δικό του λόγο έκαστος γράψαντας και μειοψηφήσαντας, θα έκανε δεκτές τις εν λόγω προσφυγές. Τόσο η πλειοψηφία όσο και η μειοψηφία, εκθέτει τα επιχειρήματα και τον νομικό συλλογισμό που καταλήγει ή στην απόρριψη ή την επιτυχία των εν λόγω προσφυγών.
Για σκοπούς του παρόντος άρθρου, θα ασχοληθούμε με την απόφαση της πλειοψηφίας.
Η διαδικασία ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου, δηλαδή η αναθεωρητική δικαιοδοσία, πηγάζει από το άρθρο 146 του Συντάγματος το οποίο παραθέτουμε αυτούσιο και προνοεί:1. Tο Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν να αποφασίζη οριστικώς και αμετακλήτως επί πάσης προσφυγής υποβαλλομένης κατ’ αποφάσεως, πράξεως ή παραλείψεως οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου ασκούντων εκτελεστικήν ή διοικητικήν λειτουργίαν επί τω λόγω ότι αυτή είναι αντίθετος προς τας διατάξεις του Συντάγματος ή τον νόμον ή εγένετο καθ’ υπέρβασιν ή κατάχρησιν της εξουσίας της εμπεπιστευμένης εις το όργανον ή την αρχήν ή το πρόσωπον τούτο.
2. H προσφυγή ασκείται υπό παντός προσώπου, του οποίου προσεβλήθη ευθέως δια της αποφάσεως, της πράξεως ή της παραλείψεως, ίδιον, ενεστώς έννομον συμφέρον, όπερ κέκτηται τούτο είτε ως άτομον είτε ως μέλος κοινότητός τινος.
3. H προσφυγή ασκείται εντός εβδομήκοντα πέντε ημερών από της ημέρας της δημοσιεύσεως της αποφάσεως ή της πράξεως ή, εν περιπτώσει μη δημοσιεύσεως ή εν περιπτώσει παραλείψεως, από της ημέρας καθ’ ην η πράξις ή παράλειψις περιήλθεν εις γνώσιν του προσφεύγοντος.
4. Eπί τοιαύτης προσφυγής το δικαστήριον δύναται, δια της αποφάσεως αυτού:
(α) να επικυρώση, εν όλω ή εν μέρει, την τοιαύτην απόφασιν ή πράξιν ή παράλειψιν ή
(β) να κηρύξη την απόφασιν ή την πράξιν, εν όλω ή εν μέρει, άκυρον και εστερημένην οιουδήποτε αποτελέσματος ή
(γ) να κηρύξη την παράλειψιν εν όλω ή εν μέρει άκυρον και ό,τι πάν το παραλειφθέν έδει να είχεν εκτελεσθή.
5. H κατά την τετάρτην παράγραφον του παρόντος άρθρου απόφασις δεσμεύει παν δικαστήριον, όργανον ή αρχήν εν τη Δημοκρατία, και τα περί ων πρόκειται όργανα, αρχαί ή πρόσωπα υποχρεούνται εις ενεργόν συμμόρφωσιν προς ταύτην.
6. Παν πρόσωπον ζημιωθέν εξ αποφάσεως ή πράξεως ή παραλείψεως κηρυχθείσης ακύρου κατά την τετάρτην παράγραφον του παρόντος άρθρου δικαιούται, εφ’ όσον η αξίωσις αυτού δεν ικανοποιήθη υπό του περί ου πρόκειται οργάνου, αρχής ή προσώπου, να επιδιώξη δικαστικώς αποζημίωσιν ή άλλην θεραπείαν επί τω τέλει, όπως επιδικασθή εις τούτο δικαία και εύλογος αποζημίωσις καθοριζομένη υπό του δικαστηρίου ή παρασχεθή εις τούτο άλλη δικαία και εύλογος θεραπεία ην το δικαστήριον έχει την εξουσίαν να παράσχει.
Η δικαστική Διαμάχη αφορούσε την αντισυνταγματικότητα (ή όχι) του Νόμου περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και άλλων Ιδρυμάτων Νόμων του 2013 (Νόμος 17 (Ι)/2013) και διαφόρων, συναφών με τον ως άνω Νόμο, Διαταγμάτων.
Οι πλευρές των Αιτητών υπεστήριξαν πως οι προϋποθέσεις που το εν λόγω άρθρο του Συντάγματος θεσπίζει, πληρούνται στο σύνολο τους, δίδοντας έμφαση στην έκταση και έννοια που καταλαμβάνει το έννομο συμφέρον. Ήταν η θέση των Αιτητών πως, λόγω σφοδρών παραβιάσεων επί βασικών Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των καταθετών, οι εν λόγω προσφυγές θα έπρεπε να επιτύχουν και άρα οι Αιτητές να δικαιούνται ικανοποίησης, ως οι πρόνοιες της παραγράφου 6 του άρθρου 146 του Συντάγματος.
Η πλευρά των Καθ’ ων η Αίτηση από την άλλη, αντέτεινε πως, η εν λόγω πράξη, ήτοι η ψήφιση του Νόμου 17(Ι)/2013 όσο και των εκεί αναφερομένων Διαταγμάτων είναι πράξη που εκφεύγει του Δικαστικού ελέγχου, χαρακτηρίζοντας αυτή ως πράξη Κυβερνήσεως και άρα μη ελεγχόμενη από το Δικαστήριο. Ήταν η θέση τους επομένως πως, θα έπρεπε οι προσφυγές να απορριφθούν. Ο ισχυρισμός αυτός έλαβε μορφή προδικαστικής ένστασης.
Συνεπεία αυτής, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έπρεπε να αποφανθεί επί αυτής καθότι η επιτυχία ή αποτυχία της θα καθόριζε το μέλλον της ουσίας των προσφυγών.
Τελικώς, η πλειοψηφία, ακούγοντας όλες τις πλευρές και σταθμίζοντας τα δεδομένα κατέληξε στο ότι οι σχέσεις των Αιτητών με τις Τράπεζες (Κύπρου και Λαϊκής) είναι συμβατικές και άρα η όποια ζημία έχουν υποστεί, θα πρέπει να οδηγηθεί ενώπιον Αστικών Δικαστηρίων. Λόγω της σχέσης αυτής, της συμβατικής, το έννομο συμφέρον εκλείπει και άρα οι διαφορές αυτές δεν μπορούν να υπαχθούν στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθότι δεν είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις. Συνεπεία αυτού, καθ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο είναι το Αστικό (πολιτικό) Δικαστήριο.
Η ζημία την οποία έχουν δε υποστεί οι καταθέτες θα πρέπει να αποδείξουν στη βάση της κατάλληλης και αναγκαίας μαρτυρίας που ο κάθε καταθέτης θα προσκομίσει ενώπιον του Δικαστηρίου. Η ικανοποίηση δε που θα τύχει, σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής του, θα είναι μόνο χρηματική και όχι πάντως ακύρωση του Νόμου και/ή των επίδικων Διαταγμάτων κάτι που μόνον στα πλαίσια της Αναθεωρητικής διαδικασία θα μπορούσε να επιτευχθεί.
Επομένως, η αστική διαδικασία που είναι πλέον αρμόζουσα, κατά την πλειοψηφία, θα ξεκαθαρίσει και/ή διευκρινίσει την όποια ενδεχόμενα μη νόμιμη και ή νόμιμη παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων της Τράπεζας διερχόμενης μέσα από την παρέμβαση δια των ενεργειών της Πολιτείας αλλά και ενδεχόμενα, ευρύτερα των εμπλεκομένων Ευρωπαϊκών Οργάνων και άλλων, με αναφορά και σε συνταγματικές διαστάσεις αλλά και σε διαστάσεις Ευρωπαϊκού Δικαίου.
Επίσης, η πλειοψηφία, με την απόφαση της, αναφέρει πως, η αστική δικαιοδοσία είναι ευρύτερη από την αναθεωρητική αλλά και πάλιν, τονίζεται πως η ικανοποίηση την οποία οι Αιτητές θα τύχουν, θα είναι της χρηματικής και μόνον.
Αυτό το οποίο μπορούμε να εξαγάγουμε από το σκεπτικό της εν λόγω απόφασης είναι πως:
– Δεν στερείται ουδείς του Δικαιώματος της δικαστικής προστασίας και οι δρόμοι είναι ανοικτοί για την διεκδίκηση των όποιων αξιώσεων των Καταθετών ενώπιον Αστικού Δικαστηρίου
– Τούτο, λόγω της συμβατικής σχέσης που υπάρχει με τις συγκεκριμένες Τράπεζες
– Πρόκειται για πράξεις με ακραιφνή νομικό και πολιτικό χαρακτήρα (ΜΕ ΚΑΘΕ ΣΕΒΑΣΜΟ) όπου ακόμη και η δικαστική κρίση διακρίνει, με περισσή δυσκολία αλλά συνάμα και νομική αρτιότητα και πληρότητα, την λεπτή κόκκινη γραμμή μεταξύ της διαφοράς Ιδιωτικού και Δημοσίου Δικαίου. Επί του προκειμένου, έχουμε να κάνουμε με διαφορά Αστικού Δικαίου, καθ υπόδειξη της πλειοψηφίας της Ολομελείας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Τέλος, οφείλουμε να συγχαρούμε όλους τους εμπλεκόμενους για τον επαγγελματισμό και την σοβαρότητα που επέδειξαν για τον χειρισμό των πρωτότυπων και δύσκολων αυτών υποθέσεων.
Ως προς δε την ικανοποίηση των καταθετών, οψόμεθα…..