Της Θεοχαρίδου Κ. Καλυψούς Δικηγόρου – Νομικού Συμβούλου
Η επιβολή φορολογίας, τόσο σε Νομικά Πρόσωπα όσο και Φυσικά, είναι μία πράξη της Διοικήσεως, μία πράξη η οποία προέρχεται από ένα Διοικητικό όργανο/Θεσμό ήτοι, τον Έφορο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας. Ως τέτοια λοιπόν, ως πράξη της Διοικήσεως, η απόφαση του Εφόρου, δύναται να προσβληθεί με προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου αρκεί να φέρει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μίας διοικητικής πράξης όπως αυτά τα έχουμε εκθέσει σε προηγούμενα άρθα.
Επουδενί δεν πρέπει να λησμονείται η πρόθεση των μερών, μεταξύ άλλων. Στην υπόθεση Βαρναβίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Ε) ΑΑΔ 3376, καταγράφηκε ότι, το κριτήριο για τη διαπίστωση των προθέσεων ενός αιτητή είναι αντικειμενικό, καθότι αν δεν ήταν, η φορολογία των πολιτών θα μετατρεπόταν σε υποκειμενική τους υπόθεση.
Υπενθυμίζεται ότι το στοιχείο για δέουσα και πλήρη έρευνα ικανοποιείται όταν το διοικητικό όργανο ζητά και λαμβάνει όλα τα σχετικά και αναγκαία στοιχεία ως προς το ιστορικό της υπόθεσης (βλ. Σχίζα ν. ΑΤΗΚ (2004) 3 ΑΑΔ 339) .
Στην υπόθεση Gootones Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 707, έγιναν οι ακόλουθες επισημάνσεις:
«Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε υποθέσεις της φύσεως αυτής, ήτοι της επιβολής φόρου, η εξουσία του Διοικητικού Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της επίδικης απόφασης και δεν επεμβαίνει στην κρίση του αρμόδιου οργάνου, ότι η επίδικη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή, ούτε στην ουσιαστική κρίση της διοίκησης, εκτός εάν φανεί ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα ή το Νόμο ή υπέρβαση εξουσίας. Σαν θέμα γενικής αρχής η εκτίμηση των γεγονότων από τον Εφορο ευσταθεί σε όλες τις περιπτώσεις που βρίσκεται στο όριο του λογικά εφικτού. Αυτό είναι το σταθερό κριτήριο που έχει αποδεχθεί η νομολογία μας (Βλέπε: Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 659, Βαρναβίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 793, ημερ. 16.10.90 και Δημοκρατία ν. Λέρνη (1991) 3 Α.Α.Δ. 346).»