Της Θεοχαρίδου Κ. Καλυψούς*
Όταν Ποινικό Δικαστήριο επιβάλλει ποινή φυλάκισης σε κατηγορούμενο, ο οποίος αντιμετωπίζει πέραν της 1 κατηγορίας και άρα το Πρωτόδικο Δικαστήριο είναι επιφορτισμένο με το καθήκον να επιβάλει διαφορετικές ποινές, το έργο του αυτό καθεαυτό είναι πολύ λεπτό και πρέπει να δρα συλλογικά, συγκεκριμένα και εντός του αξιώματος της Αναλογικότητας αφού η ποινή πρέπει να αντικατοπτρίζει την σοβαρότητα αλλά και την ένταση της πράξης, της εγκληματικής πράξης, της πράξης που ενέχει την απαξία.
Τούτης της συλλογιστικής δοθείσας, το Ανώτατο Δικαστήριο της Χώρας, σε μία σχετικά πρόσφατη απόφασή του και συγκεκριμένα στην Παπαχρίστου ν. Αστυνομίας, Ποιν.Ε. 270/06, ημερ. 1.2.2007, αναφέρει τα εξής σοφά: <Είναι θεμελιωμένη αρχή της επιβολής ποινών ότι όταν επιβάλλονται διαφορετικές ποινές σε ένα κατηγορούμενο ή όταν επιβάλλεται μια ποινή και ταυτόχρονα ενεργοποιείται άλλη ανασταλείσα ποινή, διαδοχικά προς την δεύτερη ποινή που επιβάλλεται, το καθήκον του Δικαστηρίου που επιβάλλει τέτοια ποινή είναι να βεβαιωθεί πως το σύνολο των διαδοχικών ποινών δεν είναι υπερβολικό (Δέστε: Bocskei (1970) 54 Cr. App. R. 519)>.
Το επιβάλλον ποινή Δικαστήριο, θα πρέπει να λάβει υπόψη του και την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του αδικήματος και της ποινής. Σε κάθε περίπτωση η συνολική ποινή που επιβάλλεται σε ένα κατηγορούμενο πρέπει να είναι ανάλογη προς το αδίκημα που διέπραξε. Οι ίδιες αρχές ισχύουν και στην περίπτωση ενεργοποίησης ποινής φυλάκισης διαδοχικά προς την επιβαλλόμενη ποινή. Και πάλιν σε τέτοια περίπτωση το τελικό καθήκον του Δικαστηρίου είναι να εξετάσει κατά πόσο το σύνολο των ποινών είναι υπερβολικό και αν είναι υπερβολικό να το μειώσει έτσι ώστε να είναι δίκαιο για τον κατηγορούμενο (Δέστε: Rafferty, 23.11.71, 2800/B/71, η οποία αναφέρεται στο σύγγραμμα D.A. Thomas, Principles of Sentencing, 2nd Ed., p.255).
*Δικηγόρος – Νομική Σύμβουλος